Home > ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ
Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ PDF Print E-mail
Written by Administrator   
27, Ιούλιου 2010

ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΝΟΧΡΗΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Σύμφωνα μ'αυτήν όλοι οι χώροι κοινής χρήσης ανήκουν στον Δήμο Κηφισιάς και πρέπει ο Δήμος ν'αναλάβει την διαχείρισή τους.

 

Θα βρείτε εδώ το κείμενο της γνωμοδότησης.

Το ερώτημα όλων των κατοίκων είναι ποιές θα είναι οι επόμενες ενέργειες του δήμου Κηφισιάς λίγους μόλις μήνες πριν συνενωθεί με τους σημερινούς δήμους  Νέας Ερυθραίας και Εκάλης.

Ολόκληρο το κείμενο έχει ως εξής :

 

Δικαιώματα του Δήμου Κηφισιάς επί των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων στην περιοχή «Πολιτεία» του Δήμου Κηφισιάς όπως προκύπτουν από τα εγκεκριμένα Ρυμοτομικά Διατάγματα και λοιπές Διοικητικές Πράξεις εισόδου της περιοχής στο σχέδιο πόλης, επέκτασης και τροποποίησής του
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
(άρθρο 58 παρ. 1 και 2 περ. γ) του Κώδικα Δικηγόρων)
Του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Α.Μ. Δ.Σ.Α 23347
Της Άννας – Σοφίας Σαφού, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Α.Μ. Δ.Σ.Α. 18107
Του Ιωάννη – Δωρόθεου Παπαρρηγόπουλου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Α.Μ. Δ.Σ.Α. 14995
----------------------
Με την αρ. 291/2010 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής Κηφισιάς μας ανετέθη η εντολή να γνωμοδοτήσουμε προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, για την άσκηση Αγωγής του Δήμου Κηφισιάς κατά του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία» για την δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του Δήμου Κηφισιάς επί των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, όπως εμφαίνονται στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάταγμα Π.Δ. της 12-11-1962/ΦΕΚ 168/τεύχος Δ΄/24-12-1962, το οποίο τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι σήμερα με το Π.Δ. 1-8-1977/ΦΕΚ 274/τεύχος Δ΄/10-8-1977 (αρχικό διάταγμα επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Κηφισιάς στην περιοχή Συνεταιρισμού Βουλευτών (πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών) «Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ» (Πολιτεία) Β.Δ. 18-12-1954/ΦΕΚ 304/τεύχος Α΄/18-12-1954.
Για την εκτέλεση της εντολής που λάβαμε μας δόθηκαν φάκελοι από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Κηφισιάς, και στη συνέχεια προέβημεν σε ενέργειες όπως συλλογή εγγράφων, τα οποία συλλέξαμε από τον Δήμο Κηφισιάς (Υπηρεσία Πολεοδομίας, Γραφείο Δημοτικού Συμβουλίου, διάφορες άλλες Υπηρεσίες κ.τ.λ.), το ΥΠΕΧΩΔΕ, Αρχεία Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία», αρχεία Φιλοπροόδου Συλλόγου Πολιτείας, τοπικός Τύπος, ιστοσελίδες στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ, Υποθηκοφυλακείο, Κτηματολόγιο, Αρχεία Δικαστηρίων (Πρωτοδικείου Αθηνών, Εφετείου Αθηνών κ.τ.λ.), αρχεία άλλων Δήμων, κ.τ.λ.   Επίσης πραγματοποιήσαμε συνεργασία και ανταλλαγή γνωμών με διάφορους αρμόδιους υπαλλήλους (ΥΠΕΧΩΔΕ, Δήμος Κηφισιάς: Πολεοδομία, Τεχνική Υπηρεσία, Δημοτικό Συμβούλιο κ.τ.λ.), επίσκεψη επί τόπου των επιμάχων χώρων, έρευνα νομοθεσίας, νομολογίας και επιστήμης για τα ζητήματα που ετίθεντο, και προέβημεν σε επανειλημμένες διασκέψεις και ανταλλαγές γνωμών.
Η γνώμη μας, την οποία διατυπώνουμε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 και 2 περ. γ) του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικας περί Δικηγόρων), κατά τις οποίες αρμόδιοι για σύνταξη νομικών γνωμοδοτήσεων προς χρήσιν ενώπιον Δικαστηρίων, Αρχών, Τραπεζών κ.λ.π. είναι οι εν Ελλάδι διωρισμένοι παρ’ Εφέταις ή παρ’ Αρείω Πάγω Δικηγόροι, είναι η εξής:
* * *

I. Ειδικότερος προσδιορισμός του ερωτήματος
Κατά τη συνεργασία μας με την Υπηρεσία Πολεοδομίας Κηφισιάς, αρμόδια για την εφαρμογή στο έδαφος των σχεδίων πόλεων (άρθρο 2 παρ. 2 Π.Δ. 102 της 13/24.3.92: «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων πολεοδομικών εφαρμογών στο Δήμο Κηφισιάς (Ν. Αττικής)» (Α` 46), μας δόθηκε φάκελος εγγράφων, από τον οποίο, σε συνδυασμό και με τις προφορικές εξηγήσεις που μας δόθηκαν, προέκυψε ότι, με το αρ. πρωτ. 28823/31-12-2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κηφισιάς προς το ΥΠΕΧΩΔΕ (δ/ση Νομοθετικού), είχε ήδη τεθεί, κατά κύριο λόγο το δικαίωμα κυριότητας του Δήμου Κηφισιάς στους εγκεκριμένους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους στην θέση «Κοκκιναρά», του Δήμου Κηφισιάς , οι οποίοι ευρίσκονται στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Κηφισιάς, και ιδιαίτερα τους παρακάτω:
Α) Τον χώρο που περικλείεται από πλατεία και εν συνεχεία (κατά ωρολογιακή φορά) τις οδούς Σόλωνος, Ασκληπιού και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος, στο σχέδιο που συνοδεύει το Διάταγμα Ρυμοτομίας Β.Δ. από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962, αριθμείται με τον αριθμό «12», περικλείεται από ρυμοτομική γραμμή (πρασίνου χρώματος) και οικοδομική γραμμή (κοκκίνου χρώματος) και φέρει τις εγγραφές: «Κεντρική Πλατεία / Λέσχαι του Πολιτικού Κόσμου της Χώρας / Σταθμός Χωροφυλακής / Τηλεφωνείον / Στέγαστρον» [στο εξής: χώρος Α].
Β) Τον χώρο, εκτάσεως κατά το μάλλον ή ήττον 39.900 τ.μ. , που περικλείεται από πλατεία και εν συνεχεία (κατά ωρολογιακή φορά) τις οδούς Μίνωος, Δευκαλίωνος, Αριστοτέλους, Προέκταση Δεξαμενής προς Αριστοτέλους, Δεξαμενής, όριο προς Ο.Τ. 26 και 27 (μονοπάτι – σκαλάκια), Δεξαμενής και μέχρι την πλατεία , ο οποίος, εμφαινόμενος στα προηγούμενα ρυμοτομικά σχέδια ως «χώρος λατομείου» και, στο αρ. πράξεως εγκρίσεως Ε 30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό Διάγραμμα που συνοδεύει το Β.Δ. από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962, όπου απεικονίζεται χωρίς αριθμό Ο.Τ., περικλείεται από ρυμοτομική γραμμή (πρασίνου χρώματος) και φέρει τις ενδείξεις «χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερσιν αγοράς, εκπαιδευτηρίου, αθλητικών εγκαταστάσεων, κινηματοθεάτρου, παιδικού κήπου», και περιλαμβάνει ένα μικρότερο χώρο, στην νοτιοδυτική πλευρά, πολυπλεύρου σχήματος και περιγεγραμμένου με οικοδομική γραμμή (κοκκίνου χρώματος) με την ένδειξη «χώρος ανεγέρσεως αγοράς», σήμερα, δε, χαρακτηρίζεται ως Ο.Τ. 78, και περιβάλλεται από τα Ο.Τ. 9 – 8 – 20 – 37Α, 69 – 30Α, 26 – 27 – 28 και κεντρική πλατεία Πολιτείας [στο εξής: χώρος Β].
Ως προς τους λοιπούς κοινοχρήστους χώρους προέκυψαν ζητήματα, για τα οποία δεν περιήλθαν στην διάθεσή μας επαρκή δεδομένα, και τα οποία πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, με ειδικές εντολές του Δήμου Κηφισιάς, για την εκπόνηση των σχετικών Γνωμοδοτήσεων ή Μελετών, και τα οποία αφορούν στα εξής:
Α) Το ζήτημα της κυριότητας κτίσματος επί της νησίδας που βρίσκεται νοτίως του Ο.Τ. 15, και στην οποία, όπως προέκυψε, ο Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» έχει ανεγείρει κτίριο, το οποίο δηλώνει ως δικό του στο Κτηματολόγιο.
Β) Το ζήτημα της δεξαμενής ύδατος που βρίσκεται στην οδό Δεξαμενής, και την οποία ο Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» δηλώνει ως δική του στο Κτηματολόγιο.
Γ) Το ζήτημα της συντήρησης και λειτουργίας των κοινοχρήστων χώρων, συμπεριλαμβανομένων και όσων δεν αμφισβητούνται (λ.χ. επειδή ο Συνεταιρισμός έχει παραιτηθεί ρητά των δικαιωμάτων του επ’ αυτών), και για τους οποίους ο Συνεταιρισμός, σύμφωνα με στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση μας, εισπράττει «εισφορές».
Δ) Το ζήτημα του ισολογισμού των κοινοχρήστων χώρων κατά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των Ρ.Σ., για το οποίο πρέπει να εκπονηθεί ειδική τοπογραφική μελέτη.
Ε) Το ζήτημα του δικτύου ύδρευσης, για το οποίο προκύπτουν ζητήματα αρμόδιας συντήρησης και λειτουργίας, εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη μας, σήμερα το λειτουργεί ο Συνεταιρισμός.
Οι νομικές επισημάνσεις της παρούσας Γνωμοδότησης ισχύουν, ceteris paribus, για τους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους (πλατείες, δρόμους, νησίδες κ.τ.λ.) της περιοχής «Κοκκιναρά» (Πολιτεία) του Δήμου Κηφισιάς.
* * *

II. Ιστορικό της διαμόρφωσης των επιμάχων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων
Το 1949 συστάθηκε ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών «Η Πολιτεία» (στο εξής: ο Συνεταιρισμός), με σκοπό απόκτηση κατοικίας από τα μέλη του δια της διαθέσεως σε αυτά αρτίων οικοπέδων, καταλλήλων για την ανέγερση κατοικιών στις περιοχές Κοκκιναρά Κηφισιάς και Σκροπονερίου Βοιωτίας.
Με σειρά αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, συντεταγμένων μεταξύ των ετών 1953 και 1963, ο Συνεταιρισμός αγόρασε έκταση 1.010.300 τετραγωνικών μέτρων, στην θέση «Κοκκιναράς», του Δήμου Κηφισιάς και «Καστρί», της Κοινότητας Νέας Ερυθραίας.
Τα οικόπεδα αυτά παρουσιάζονται συνοπτικά στο Συμβόλαιο αρ. 30737/1970 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Γεωργίου Καναβάρη  και στα πολεοδομικά σχεδιαγράμματα που το συνοδεύουν, και είναι διαμορφωμένα ως εξής:
1) «Οικοδομικά Τετράγωνα», ήτοι:
1.α) Εβδομήντα επτά (77) οικοδομικά τετράγωνα εμπίπτοντα στα διοικητικά όρια του Δήμου Κηφισιάς, διαμορφωμένα σε οικόπεδα προς πώληση, από τα οποία τρία (αρ. 12 , 19 και 24) διαμορφώθηκαν από τον Συνεταιρισμό σε πλατείες, στις οποίες κατασκεύασε διάφορα κοινωφελή και εξωραϊστικά έργα και
1.β) Εβδομηντατέσσερα (74) οικοδομικά τετράγωνα εμπίπτοντα στα διοικητικά όρια του Δήμου Ερυθραίας, διαμορφωμένα σε οικόπεδα προς πώληση.
2) «Εκτός σχεδίου πόλεως έκταση  εκ μέτρων τετραγωνικών σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000), που αποτελούν την «πράσινη ζώνη του οικισμού» , και στο μεσημβρινό άκρο της οποίας ο Συνεταιρισμός ανοικοδόμησε συγκρότημα καταστημάτων (αγορά)».
Οι επίμαχοι χώροι, στο εν λόγω συμβόλαιο, αναφέρονται ως εξής:
(1) Τρεις χώροι, και ειδικότερα τα Ο.Τ. 12 (χώρος Α), 19 και 24, αναφέρονται ρητά, με την δήλωση του Συνεταιρισμού ότι τους «διαμόρφωσε σε πλατείες, στις οποίες κατασκεύασε διάφορα κοινωφελή και εξωραϊστικά έργα», και
(2) Ο χώρος Β συνιστά μέρος της έκτασης της «πράσινης ζώνης», αναφερομένης από τον Συνεταιρισμό (προφανώς εκ παραδρομής) ως «εκτός σχεδίου πόλεως», αλλά στην πραγματικότητα εισελθούσας στο σχέδιο πόλεως με το από 27/3/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 59Α΄/1959, περί τροποποίησης και επέκτασης Ρ.Σ. Κηφισιάς στη θέση Κοκκιναρά. Ο χώρος της «αγοράς» εγκρίθηκε με το 12/11/1962 Ρυμοτομικό Β.Δ., και βρίσκεται στο νότιο άκρο της έκτασης αυτής.
Έχοντας στην ιδιοκτησία του την παραπάνω (μεγάλη) έκταση, η οποία ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ότι αρχικά ανήκε σ’ αυτόν, ο Συνεταιρισμός Βουλευτών, υπέβαλε αίτηση για την υπαγωγή της έκτασης αυτής στο σχέδιο πόλεως.
* * *
Η όλη περιοχή εισήλθε στο σχέδιο πόλης με το από 18-12-1954 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954), με αίτηση του ως άνω ιδιοκτήτη Συνεταιρισμού.
Η αίτηση αυτή του Συνεταιρισμού προκύπτει από την από 3/9/1954, αρ. 221/1954 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, η οποία αναφέρεται στο από 18-12-1954 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954), και απ’ όπου προκύπτει ότι η όλη διαδικασία κινήθηκε: «εις το σημείο τούτο … επί της αιτήσεως οικοδομικού συνεταιρισμού βουλευτών και γερουσιαστών Ελλάδος…».
Δυνάμει της αιτήσεως αυτής, της από 3/9/1954, αρ. 221/1954 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, της από 10/9/1954 Αρ. 256/1954 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, «Καθορισμός Εμβαδού και Όρων Δομήσεως των εις το σχέδιον της πόλεως υπαχθησομένων οικοπέδων του συνεταιρισμού Βουλευτών κ.λ.π.», της αρ. 344/1954 Γνωμοδότησης του Συμβουλίου Οικισμού, της αρ. 30/1954 γνωμοδότησης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν.Δ. 690/1948, της Γνωμοδότησης αρ. 593/1954 του ΣτΕ, εκδόθηκε το από 18-12-1954 ΦΕΚ 304/Α/1954 Βασιλικό Διάταγμα. Περί επεκτάσεως του Ρ.Σ. Κηφισιάς στην θέση «Κοκκιναρά» και καθορισμού όρων και περιορισμών δόμησης, με το οποίο εγκρίθηκε η επέκταση του Ρ.Σ. Κηφισιάς στην θέση Κοκκιναρά και στην περιοχή της ιδιοκτησίας του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών, όπως αυτή απεικονίζεται στο αρ. Ε. 39673/1954 ρυμοτομικό διάγραμμα, κλίμακας 1:1000.
Το αρ. Ε. 39673/1954 ρυμοτομικό διάγραμμα επικεφαλής φέρει τον τίτλο: «Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών «Νέα Πολιτεία»». Από την εγγραφή αυτή (η οποία συναντάται, επίσης, και σε επόμενα ρυμοτομικά διαγράμματα, μέχρι το 1977), προκύπτει η ενεργός συμμετοχή του Συνεταιρισμού στην θέσπισή του, υπό την έννοια ότι είναι ο ίδιος ο Συνεταιρισμός ο οποίος συνέταξε και υπέβαλε το σχέδιο προς έγκριση , το δε τελευταίο εγκρίθηκε, με την Ε39673/11/12/1954 πράξη, ο αριθμός της οποίας σημειώθηκε επ’ αυτού. Συνεπώς, το σχέδιο, με τους κοινοχρήστους (και κοινωφελείς) χώρους, όπως περιλαμβάνονται σ’ αυτό, αποτελεί μέρος της αίτησης – και, ακόμα περισσότερο – πρόταση – του Συνεταιρισμού .
Στο αρ. Ε. 39673/1954 ρυμοτομικό διάγραμμα, τα οικοδομικά τετράγωνα χαράσσονται, με τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν οι ρυμοτομικές (πράσινες) και οι οικοδομικές (κόκκινες) γραμμές, χωρίς να αριθμούνται, περιβαλλόμενα από τις οδούς, σε ορισμένες από τις οποίες χαράσσονται (με πράσινη γραμμή) νησίδες. Σειρά χώρων περιβάλλεται μόνον με πράσινη (ρυμοτομική) γραμμή. Με τον τρόπο αυτό δηλώνεται ότι πρόκειται για πλατείες και νησίδες. Όσον αφορά τους ερευνώμενους χώρους, παρατηρούνται τα εξής:
(1) Ο χώρος Α, κατά χοντρική αντιστοίχηση του διαγράμματος Ε. 39673/1954 με τα μεταγενέστερα, απεικονίζεται ως μέρος ευρυτέρου χώρου, ο οποίος περιβάλλεται μόνο με πράσινη γραμμή, οριζόμενος, με τον τρόπο αυτό, ως πλατεία.
(2) Ο χώρος Β φέρει τον χαρακτηρισμό «λατομείον», και περιβάλλεται μόνον εν μέρει με τεθλασμένη ρυμοτομική (πράσινη) γραμμή, σε δύο όριά του (προς την δυτική και προς την νοτιοανατολική πλευρά), ενώ το μεγαλύτερο μέρος του δεν περιβάλλεται από ρυμοτομική γραμμή. Σκοπός των αντιστοίχων πρασίνων τεθλασμένων γραμμών είναι προφανώς να χαράξουν τα όρια δρόμων προς την πλευρά του χώρου αυτού, ο οποίος, μάλιστα, στο ίδιο ρυμοτομικό σχέδιο απεικονίζεται ως απόκρημνος προς όλες τις πλευρές του, πλην της νότιας εισόδου του.
Πλην των παραπάνω κοινοχρήστων χώρων, εμφανίζονται και τέσσερις ακόμα πλατείες: Δύο πλατείες ορίζονται, στο βορειοδυτικό τμήμα του Ρ.Δ. Ε. 39673/1954, οι οποίες παραμένουν ως κοινόχρηστοι χώροι μέχρι το από 12/11/1962 (ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962) Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα, με το οποίο αποχαρακτηρίζονται και ενσωματώνονται στα αντίστοιχα Ο.Τ. αρ. 2 και 3 . Στο νοτιοανατολικό τμήμα το Ρ.Δ. ορίζονται δύο ακόμα πλατείες: ο χώρος που αντιστοιχεί στο μετέπειτα Ο.Τ. 24, και ο οποίος είναι πλατεία και σήμερα, καθώς και ο χώρος ο οποίος κατέστη οικοδομήσιμος με το από 17/3/1959 Ρ,Δ, (ΦΕΚ 59Α΄/27-3-1959) και αριθμήθηκε, με το από 12/11/1962 (ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962) Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα ως Ο.Τ. 25.
* * *
Το παραπάνω Ρ.Δ. τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε με το από 28-7-1955, ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως Ρ.Σ. Κηφισιάς στην θέση Κοκκιναρά, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει της αρ. 90/1955 Πράξης Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, της αρ. 191/1955 – 368/1955 Γνωμοδότησης Συμβουλίου Οικισμού, αρ. 41/1955 Γνωμοδότηση Επιτροπής Ν.Δ. 690/1948, εγκρίθηκε η τροποποίηση και επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου Κηφισιάς στη θέση Κοκκιναρά και στην περιοχή της ιδιοκτησίας του Οικοδομικού Συνεταιρισμού, όπως εμφαίνεται στο διάγραμμα κλίμακος 1:1000 με αρ. Ε΄/31322/1955, κλίμακας επίσης 1:1000. 
Το διάγραμμα Ε΄/31322/1955 φέρει επίσης την επιγραφή: «Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών «Νέα Πολιτεία», και υπογράφεται από τους ίδιους μηχανικούς, όπως και το Ε΄/39673/1954. Προτείνει διαφορετική διαμοίραση των Ο.Τ., η οποία χαράσσεται πάνω στην παλιότερη διαμοίραση των Ο.Τ. του Ε΄/31322/1955.
(1) Ο χώρος Α΄, μετατρέπεται εν μέρει σε οικοδομήσιμο, και παραμένει ένα τμήμα της αρχικής πλατείας, πολύ μικρότερο του σημερινού . 
(2) Ο χώρος Β΄ δεν έχει μεταβληθεί σε σχέση με το Ε΄/39673/1954.
Οι υπόλοιπες τέσσερις πλατείες δεν εμφανίζουν καμία μεταβολή. 
* * *
Δεύτερη τροποποίηση και επέκταση του Ρ.Δ. της περιοχής πραγματοποιήθηκε με το από 17/3/1959, ΦΕΚ 59Α΄/27-3-1959, Βασιλικό (ρυμοτομικό) Διάταγμα περί τροποποίησης και επέκτασης του Ρ.Σ. Κηφισιάς στη θέση Κοκκιναρά, το οποίο εκδόθηκε με βάση τις πράξεις Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς αρ. 110/1956, 201/1957, Γνωμοδοτήσεις Συμβουλίου Οικισμού 842/1957 και 494/1958, εγκρίθηκε η Τροποποίηση και επέκταση του Ρ.Σ. Κηφισιάς, στη θέση Κοκκιναρά, ιδιοκτησία Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών, του από 18-12-1954 Δ/τος, όπως εμφαίνεται στο αρ. Ε 2303/1959 Διάγραμμα κλίμακος 1:1000.
Το εγκεκριμένο διάγραμμα αρ. Ε 2303/1959 φέρει, στο πάνω μέρος του, την επιγραφή «Κηφισιά και Νέα Ερυθραία» και ακριβώς από κάτω την επιγραφή «Οικοδομικός Συνεταιρισμός κ.τ.λ.», όπως τα προηγούμενα. Εν συγκρίσει με τα αρ. Ε. 39673/1954 και Ε΄/31322/1955 ρυμοτομικά διαγράμματα (των οποίων φαίνεται να αποτελεί ένα είδος συγχώνευσης) παρατηρούνται τα εξής:
(1) Όσον αφορά τον χώρο Α, αυτός έχει διαμορφωθεί ως πλατεία, περιβαλλόμενη μόνο από πράσινη ρυμοτομική γραμμή, και χωρίς οικοδομική γραμμή, περιοριζόμενο στις σημερινές του διαστάσεις, σημαντικά μικρότερες από αυτές του Ε. 39673/1954 και παραπλήσιες με αυτές στις οποίες είχε περιοριστεί με το Ε΄/31322/1955.
(2) Όσον αφορά τον χώρο Β, αυτός, χωρίς να περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από ρυμοτομική γραμμή, έχει αποκτήσει δύο ακόμα ανοιχτές ρυμοτομικές γραμμές (πρασίνου χρώματος) καμπύλου σχήματος, στο νότιο – νοτιοδυτικό όριο. Στο εσωτερικό του, κάτω και ανεξάρτητα από την εγγραφή «Λατομείον», η οποία διατηρείται, έχει προστεθεί (για πρώτη φορά) η εγγραφή: «Χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων».
Όσον αφορά την διαμόρφωση των λοιπών κοινοχρήστων χώρων, πρώτη φορά αποσπάται από το παρακείμενο Ο.Τ. (μετέπειτα Ο.Τ. 7) ένα Ο.Τ., το οποίο στη συνέχεια θα εξελιχθεί στο Ο.Τ. 19, σήμερα διαμορφωμένο σε πλατεία. Στο νότιο τμήμα, μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο χώρο η μία νότια από τις δύο πλατείες που είχαν εμφανιστεί στο Ε. 39673/1954 και στο Ε΄/31322/1955, σχηματίζοντας το σημερινό Ο.Τ. 25. Περαιτέρω κοινόχρηστοι χώροι εμφανίζονται προς νότον, όπου επίσης επεκτείνεται το σχέδιο πόλεως .
* * *
Μέσα στον ίδιο χρόνο, πραγματοποιήθηκε τρίτη τροποποίηση και επέκταση, με το από 10/4/1959, ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959, Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα περί τροποποίησης και επέκτασης των Ρυμοτομικών Σχεδίων Κηφισιάς και Νέας Ερυθραίας. Στην παράθεση των σχετικών αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων, στο εν λόγω Β.Δ., σημειώνεται ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας του από 8-9-1923 δ/γματος «περί καθορισμού της κατά το άρθρον 3 του από 17-7-1923 Ν.Δ. «περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π.» προθεσμίας, η οποία παρήλθε άπρακτος για τον Δήμο Κηφισιάς, αλλά η κοινότητα Νέας Ερυθραίας εξέδωσε την αρ. 215/1958 πράξη του Κοινοτικού της Συμβουλίου, εγκρίνεται η Τροποποίηση και επέκταση του Ρ.Σ. Κηφισιάς, και Νέας Ερυθραίας, όπως στο αρ. Ε΄/9750/1959 Διάγραμμα κλίμακος 1:2000, αντίγραφο του οποίου σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύεται στο ίδιο ΦΕΚ. 
Το εγκεκριμένο διάγραμμα αρ. Ε΄/9750/1959 φέρει, επίσης, την επιγραφή «Οικοδομικός Συνεταιρισμός κ.τ.λ.», όπως τα προηγούμενα. Εν συγκρίσει με τα προηγούμενα, και ιδίως με το Ε 2303/1959, ως προς τους επίμαχους χώρους, παρατηρούνται τα εξής:
(1) Ο χώρος Α περιβάλλεται από ενιαία ρυμοτομική γραμμή, στην οποία έχουν χωροθετηθεί μικρού μεγέθους και ποικίλου σχήματος (τετράγωνα, διάφορα πολύπλευρα) κτίρια, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του προορισμού τους. Η πλατεία αποκτά περίπου το σημερινό της μέγεθος , με την συνένωσή της με το παρακείμενο Ο.Τ., και την κατάργηση του μεταξύ τους δρόμου, όπως προκύπτει από τις διακεκομμένες γραμμές του διαγράμματος .
(2) Ο χώρος Β έχει πρώτη φορά, περιβληθεί εξ ολοκλήρου με πράσινη ρυμοτομική γραμμή, αφού φαίνεται ότι το ρυμοτομικό σχέδιο έχει επεκταθεί και στον χώρο βορείως αυτού. Έχει πρώτη φορά απωλέσει τον χαρακτηρισμό «Λατομείον». Επίσης, έχει αφαιρεθεί η ένδειξη «Χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων». Αντ’ αυτού, στο κέντρο του χώρου, αλλά καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του, απεικονίζεται αρχιτεκτονικό σχήμα χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, εμφανώς, όμως, ως διαμόρφωση χώρου πρασίνου (κήπος με ενδεχόμενο χώρο γηπέδου, κερκίδων, κλιμάκων και διάφορες άλλες διαμορφώσεις)  . Στο βόρειο – βορειοανατολικό όριο του χώρου (σε θέση που, στα προηγούμενα σχήματα, απεικονιζόταν ως απόκρημνος χώρος του λατομείου), έχει χωροθετηθεί, με οικοδομική γραμμή, χώρος επιμήκους πολυγωνικού σχήματος, χωρίς ειδικότερο ρητό προσδιορισμό .
Από τις λοιπές πλατείες, τα μετέπειτα Ο.Τ. 19 και 24 έχουν διαμορφωθεί σε μορφή παραπλήσια με την σημερινή, ως πλατείες. Οι δυο πλατείες που αρχικά ευρίσκονταν στο βορειοδυτικό τμήμα του διαγράμματος, τώρα, λόγω της μεγάλης επεκτάσεως του οικισμού (σε έκταση διπλάσια περίπου από την αρχική), εντοπίζονται χωρίς αλλαγή στο μέσον του διαγράμματος, ενώ, στην επέκταση του σχεδίου εμφανίζονται νέοι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, κ.τ.λ.), η εξέλιξη των οποίων δεν παρακολουθείται στην παρούσα Γνωμοδότηση, αφού εμπίπτουν στην σημερινή έκταση της Νέας Ερυθραίας.
* * *
Ακολουθεί το από 12/11/1962 (ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962) Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα  «περί Τροποποίησης, Αναθεώρησης και Επέκτασης του Ρ.Σ. Νέας Ερυθραίας (Αττικής) και καθορισμού και των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού στην θέση «Καστρί – Πολιτεία»» , όπως εμφαίνεται στο αρ. Ε΄30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα κλίμακος 1:2000, αντίγραφο του οποίου σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύεται στο ίδιο ΦΕΚ.
Το αρ. Ε 30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα, στην επικεφαλίδα του, φέρει την ένδειξη «ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ – ΑΤΤΙΚΗΣ, Εις θέσιν Καστρί – Πολιτεία», πρώτη φορά χωρίς την ένδειξη «Συνεταιρισμός Βουλευτών» κ.τ.λ. Ωστόσο, στα σχετικά του από 12/11/1962 (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962) Ρυμοτομικού Διατάγματος αναφέρονται η 203/1962 Πράξη του Κοινοτικού Συμβουλίου Νέας Ερυθραίας (Αττικής), η από 20-7-1962, αρ. 491/1962 (συνεδρίαση 50η) γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων (τμήμα οικισμού), και η από 3-10-1962 αρ. 695/1962 Γνωμοδότηση του ΣτΕ. Από την αρ. 491/1962 (συνεδρίαση 50η) γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων (τμήμα οικισμού) προκύπτει ότι η αναθεώρηση και επέκταση έγινε με αίτηση των κατοίκων της περιοχής, καθώς και διάγραμμα το οποίο υπέβαλαν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, με το οποίο σκοπείται η «οργάνωση του υπάρχοντος οικισμού» με τον καθορισμό, μεταξύ άλλων, θέσεως της οικοδομής στον χώρο που προορίζεται για Αγορά. Προκύπτει, επίσης, ότι το σχέδιο που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι ελέγχθηκε, κρίθηκε ακριβές, και έγινε δεκτό καθ’ όλα του τα σημεία. Συνεπώς, προκύπτει και τεκμηριώνεται πλήρως η «επίσπευση» της εν λόγω επέκτασης και τροποποίησης του Σχεδίου από τον ιδιοκτήτη των εκτάσεων Συνεταιρισμό Βουλευτών.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο, αρ. Ε΄/9750/1959 ρυμοτομικό διάγραμμα παρατηρείται ότι, στο Ε 30715/1962, πρώτη φορά, αριθμούνται τα Οικοδομικά Τετράγωνα. Όσον αφορά τους επίμαχους χώρους, παρατηρούνται τα εξής.
(1) Όσον αφορά τον χώρο Α: αυτός αριθμείται ως Ο.Τ. 12. Έχει διατηρήσει το σχήμα που είχε στο Ε΄/9750/1959, και έχουν αφαιρεθεί όλες οι ειδικότερες χωροθετήσεις οικημάτων, που είχαν προστεθεί στο Ε΄/9750/1959, καθώς και οι διακεκομμένες γραμμές διαμόρφωσης του χώρου. Αντ’ αυτού, έχει αποκτήσει, μέσα από την ρυμοτομική γραμμή (πρασίνου χρώματος), δεύτερη γραμμή (κοκκίνου χρώματος), και φέρει την εγγραφή: «Κεντρική πλατεία / Λέσχαι του Πολιτικού Κόσμου της Χώρας / Σταθμός Χωροφυλακής / Τηλεφωνείον και Στέγαστρον».
(2) Ο χώρος Β (χωρίς αρίθμηση Ο.Τ.) περιβάλλεται ολόκληρος με πράσινη (ρυμοτομική γραμμή. Στο εσωτερικό του, έχουν αφαιρεθεί τα σχήματα αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του χώρου, και έχουν «επιστρέψει» τα σύμβολα της ανώμαλης διαμόρφωσης του λατομείου, χωρίς, όμως, την εγγραφή «Λατομείον». Αντ’ αυτού, έχει περιληφθεί η εγγραφή: «Χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερσιν αγοράς / εκπαιδευτηρίου / αθλητικών εγκαταστάσεων / Κινηματοθεάτρου και παιδικού κήπου». Επίσης, έχει αφαιρεθεί η επιμήκης πολυγωνική οικοδομική γραμμή στο Βορειοανατολικό του όριο. Αντ’ αυτής, με κόκκινη οικοδομική γραμμή, έχει οριοθετηθεί χώρος στην νοτιοδυτική γωνία, σχήματος πολυγωνικού, με την ένδειξη «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς».
Από τους λοιπούς χώρους – πλατείες της περιοχής, το μετέπειτα Ο.Τ. 19 παραμένει μη οικοδομήσιμος χώρος (πλατεία), ενώ το Ο.Τ. 24 αποκτά ρυμοτομική γραμμή (δηλαδή: μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο), αλλά δεν παίρνει αριθμό Ο.Τ.
Οι δυο πλατείες στο βόρειο μέρος, καταργούνται, και καθίστανται οικοδομήσιμοι χώροι, με ενσωμάτωσή τους στα σημερινά Ο.Τ. 2 και Ο.Τ. 3, ταυτόχρονα με νέα επέκταση του σχεδίου, τόσο στην περιοχή Καστρίου, όσο και Πολιτείας, και δημιουργία νέων κοινοχρήστων χώρων, ή και μεγέθυνση ήδη υφισταμένων κοινοχρήστων χώρων, ιδίως στην περιοχή του Καστρίου, σήμερα Νέας Ερυθραίας στην Κοινότητα της οποίας, το 1962, ανήκε όλος ο οικισμός.
* * *
Περαιτέρω τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε το ρυμοτομικό διάταγμα της περιοχής με το από 1/4/1966 (ΦΕΚ 83Δ΄/26-5-1966), Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα περί τροποποίησης και επέκτασης Ρ.Σ. Νέας Ερυθραίας Αττικής και καθορισμού όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων αυτού, το οποίο εκδόθηκε υπόψη της αρ. 74/1965 Πράξης του Κοινοτικού Συμβουλίου Νέας Ερυθραίας κ.λ. εγγράφων, εγκρίνεται η τροποποίηση, σύμφωνα με το αρ. Ε6059/1966 σχεδιάγραμμα, κλίμακος 1:2000, αντίγραφο του οποίου σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύεται στο ίδιο ΦΕΚ. Το αρ. Ε6059/1966 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα φέρει, επίσης, την ένδειξη «ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ – εις θέσιν «Καστρί – Πολιτεία»».
Το αρ. Ε6059/1966 σχεδιάγραμμα, σε σύγκριση με το αντίστοιχο αρ. Ε 30715/1962, ως προς τους επίμαχους κοινόχρηστους χώρους, παρουσιάζει τις ακόλουθες μεταβολές:
(1) Ως προς τον χώρο Α: καμμία μεταβολή.
(2) Ως προς τον χώρο Β: το σχέδιο επεκτείνεται Βόρεια – Βορειοανατολικά του χώρου Β, όπου διαμορφώνονται δύο νέα Ο.Τ., που αριθμούνται, ως Ο.Τ. 69 και Ο.Τ. 70. Δεν προκύπτει ότι ο ίδιος ο χώρος Β αριθμείται ως Ο.Τ. (το Ο.Τ. εκτείνεται, προς νότια – νοτιοδυτική κατεύθυνση, ως τα όρια του χώρου Β, από το οποίο δεν διαχωρίζεται, πλέον, με κάποιο ορατό όριο (δρόμος κ.τ.λ.)., πέραν της τοπογραφικής γραμμής – ορίου του χώρου Β. Μέσα στον χώρο Β, η χωροθέτηση του χώρου της κεντρικής αγοράς, καθώς και η εγγραφή «χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερσιν αγοράς» κ.τ.λ., παραμένουν. Η σπουδαιότερη μεταβολή στον χώρο Β σημειώνεται ως προς την έκτασή του, η οποία συρρικνώνεται στο νότιο – νοτιοανατολικό του άκρο, όπου το παρακείμενο (οικοδομήσιμο) Ο.Τ. 28 επεκτείνεται, εις βάρος του χώρου Β. Νέοι κοινόχρηστοι χώροι (κυρίως δρόμοι) εμφανίζονται στην επέκταση του Ρ.Σ. βόρεια του χώρου Β.
Από τους λοιπούς χώρους, το Ο.Τ. 19 αποκτά πρώτη φορά αριθμηση, και μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο, ενώ το Ο.Τ. 24 αριθμείται πρώτη φορά ως Ο.Τ., χωρίς περαιτέρω μεταβολή.
* * *
Ακολουθεί το από 28-4-1971 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάγραμμα (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971) «Τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Κηφισιάς (Αττικής) κατά την οδόν Κοκκιναρά, δια της καταργήσεως οικοδομικής γραμμής και δι’ αποχαρακτηρισμού χώρου προς ανέγερσιν Κέντρου, εγκριθέντων δια του από 12/1/1962 Β.Δ. «περί τροποποιήσεως, αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του Ρ.Σ. Νέας Ερυθραίας (Αττικής) και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού, ως εμφαίνεται εις το υπό του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Οικισμού, Διάγραμμα 11678/1971 κλίμακας 1:2000».
Από τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, οι οποίες αναφέρονται στο εν λόγω Ρυμοτομικό Διάταγμα προκύπτει ότι σκοπός του είναι η κατάργηση οικοδομικής γραμμής σε οικόπεδο στη οδό Κοκκιναρά, κείμενο στα όρια του Δήμο Κηφισιάς. Τούτο προκύπτει, ειδικότερα, από την από 20/11/1970 αρ. 210/1970 Απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, η οποία διορθώνεται με την απόφαση 237/1970: «Τροποποίηση Σχεδίου Πόλεως παρά την οδό Κοκκιναρά». Με την απόφαση αρ. 5/71 απόφαση του Συμβουλίου Κηφισιάς απορρίφθηκαν οι ενστάσεις κατά των αποφάσεων 210/1970 και 237/1970, και με εν συνεχεία, δυνάμει των παραπάνω αποφάσεων, καθώς και της αρ. 308/1971 Γνωμοδότησης του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, εκδόθηκε το από 28-4-1971 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάγραμμα (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971), με το οποίο εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο είχε εγκριθεί με το από 12/11/1962 Ρυμοτομικό Β.Δ. (ΦΕΚ 168Δ΄). Το εγκεκριμένο διάγραμμα 11678/1971 κλίκακος 1:2000, που συνοδεύει το από 28-4-1971 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάγραμμα (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971), στηρίζεται στο Ε΄30715/1962, το οποίο αναπαράγει, και τροποποιεί μόνο στο νοτιότερο άκρο του, παρά την οδό Κοκκιναρά.
Για τον λόγο αυτό, όσον αφορά τους εξεταζόμενους κοινόχρηστους χώρους:
(1) Ως προς τον χώρο Α (Ο.Τ. 12) δεν επιφέρεται καμμία μεταβολή.
(2) Ο χώρος Β, απεικονίζεται όπως στο διάγραμμα Ε 30715/1962. Με τον τρόπο αυτό, ο χώρος Β επανέρχεται στα προ του 1966 όριά του, δηλαδή στο διάγραμμα αυτό δεν απεικονίζεται η μείωση του χώρου Β, υπέρ του οικοδομησίμου χώρου του Ο.Τ. 28, όπως έχει επέλθει με το Ε6059/1966.
* * *
Σε όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, ο Συνεταιρισμός πουλάει σε τρίτους οικόπεδα στον εντός σχεδίου, πλέον, οικισμό Πολιτεία , δηλώνοντας προς τους αγοραστές τα μεν Ο.Τ. 12, 19, 24 ως «πλατείες», τον δε χώρο Β ως «πράσινη ζώνη του οικισμού».
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι, στο Συμβόλαιο 92875/15-4-1975 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Γεωργίου Καναβάρη, ο Συνεταιρισμός εμφανίζεται να πουλάει οικόπεδο στην περιοχή «Πολιτεία», δηλώνοντας στους τίτλους ιδιοκτησίας του, με παραπομπή στο Συμβόλαιο 30737/1970 του αυτού Συμβολαιογράφου, περιγράφοντας την πολεοδομική οργάνωση του όλου οικισμού «Πολιτεία», ως εξής:
«1) Το εγκεκριμένο τμήμα της εκτάσεως, ως τούτο εφηρμόσθη επί του εδάφους οροσημανθέντων των οικοδομικών τετραγώνων και οικοπέδων, αποτελούμενον εξ εβδομήκοντα επτά (77) οικοδομικών τετραγώνων, εξ ών τριών (3) των υπ’ αριθμούς 12, 19 και 24 μη χωρισθέντων εις οικόπεδα, αλλά διαμορφωθέντων υπό του πωλητού Συνεταιρισμού εις πλατείας, ένθα και κατεσκεύασε ούτος διάφορα κοινωφελή και εξωραϊστικά έργα, διαιρεθέντων των υπολοίπων εβδομήκοντα τεσσάρων (74) οικοδομικών τετραγώνων εις 866 οικόπεδα, άτινα λεπτομερώς αναγράφονται επί εκάστου οικοδομικού τετραγώνου και
2) Την εκτός σχεδίου πόλεως έκτασιν εκ μέτρων τετραγωνικών τεσσαράκοντα πέντε χιλιάδων (45.000) αποτελούσαν την υπό του Συνεταιρισμού διαμορφωθείσαν πράσινην ζώνην του οικισμού εις το μεσημβρινόν άκρον της οποίας ο πωλητής Συνεταιρισμός έχει οικοδομήση συγκρότημα καταστημάτων (αγοράς).».
Παρατηρείται ότι, στο σημείο αυτό, αν και συντεταγμένο στο έτος 1975, το Συμβόλαιο 92875/15-4-1975 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Γεωργίου Καναβάρη αποδίδει ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ και περιγραφή του χώρου Β, αφού δεν έχει ενημερωθεί ούτε ως προς το γεγονός ότι έχει εισέλθει εντός σχεδίου (αφού ήδη το 1959, ο χώρος Β περιβάλλεται από οικοδομικά τετράγωνα, και οικοδομήσιμα μάλιστα!), ούτε έχει ενημερωθεί ως προς την έκτασή του, αφού αναφέρεται ως έκταση σαρανταπέντε (45) στρεμμάτων, ενώ, το 1975, είχε συρρικνωθεί περίπου στα σαράντα (40) στρέμματα .
Περαιτέρω, στο ίδιο Συμβόλαιο 92875/15-4-1975 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Γεωργίου Καναβάρη αναφέρονται τα αλληλοδιάδοχα Ρυμοτομικά Διαγράμματα, ως εξής: «εδημοσιεύθησαν … τα σχετικά Βασιλικά Διατάγματα επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως δια το εγκεκριμένον τμήμα αυτής εις τα υπ’ αρ. 304 Τεύχος πρώτον της 18ης Δεκεμβρίου 1954, 206 τεύχος πρώτον της 3ης Αυγούστου 1955, 59 τεύχος πρώτον της 27ης Μαρτίου 1959, 73 τεύχος πρώτον της 23ης Απριλίου 1959, 68 τεύχος τέταρτον της 24ης Δεκεμβρίου 1962 και 83 τεύχος τέταρτον της 26ης Μαΐου 1966 φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως».
Στο σημείο αυτό, το Συμβόλαιο 92875/15-4-1975 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Γεωργίου Καναβάρη εμφανίζεται ενημερωμένο, αφού αναφέρονται τα αλληλοδιάδοχα Ρ.Δ., από το 1954 μέχρι και το 1966 (τα οποία είχε προκαλέσει με αιτήσεις του, και προδήλως είχε αναγνωρίσει και αναγνώριζε ο Συνεταιρισμός) πλην του ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971 (το οποίο εκδόθηκε με μονομερή πρωτοβουλία του Δήμου Κηφισιάς) .
* * *
Η επόμενη τροποποίηση του Ρ.Σ. στην περιοχή της «Πολιτείας» επήλθε με το από 1/8/1977 Προεδρικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977), περί Τροποποίησης και επέκτασης Ρ.Σ. στην περιοχή του Οικοδομικού Συνεταιρισμού «Η Πολιτεία» στη θέση Κοκκιναρά. Με το Π.Δ. αυτό εγκρίνεται η τροποποίηση των αρ. 28, 7, 37Α, 66 και 70 οικοδομικών τετραγώνων, μετατροπή των αρ. 19 και 24 οικοδομικών τετραγώνων σε κοινόχρηστους χώρους, και του αρ. 37Α σε οικοδομήσιμο, καθώς και η επέκταση του σχεδίου, με επαύξηση των αρ. 30 και 30Α Ο.Τ., όπως απεικονίζεται σε τέσσερα διαγράμματα, κλίμακας 1:500, τα οποία έχουν εγκριθεί με την πράξη Ε.24567/1977, κλίμακος 1:500, και δημοσιεύονται σε φωτοσμίκρυνση στο ίδιο ΦΕΚ .
Από το Προοίμιο του από 10/8/1977 Π.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/1977) ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι, ανάμεσα στις νομοθετικές πηγές του, αναφέρεται πρώτη φορά και το άρθρο 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ. «περί σχεδίων πόλεων κ.τ.λ.».
Μάλιστα, το άρθρο αυτό «εφαρμόζεται», με την αρ. 7402/25-1-1977 Δήλωση του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία» ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Καναβάρη, «περί παραιτήσεως από δικαιώματος αποζημιώσεως δια ρυμοτομίαν λόγω διαμορφώσεως κοινοχρήστων χώρων κ.λ.π.», η οποία φέρεται ότι υπογράφηκε δυνάμει της διάταξης αυτής. Στην εν λόγω δήλωση, ο Συνεταιρισμός δηλώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… παραιτούνται υπέρ του Δήμου Κηφισίας Αττικής πάσης απαιτήσεως αποζημιώσεως του υπ’ αυτών εκπροσωπουμένου ως άνω Συνεταιρισμού, από μέρους του Δήμου Κηφισιάς Αττικής ή του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου επί των εκτάσεων των καταλαμβανομένων υπό των οδών και πλατειών των ανηκουσών εις την ιδιοκτησίαν του ως άνω Συνεταιρισμού, ως και επί των χώρων των ανηκόντων εις την ιδιοκτησίαν του αυτού ως άνω Οικοδομικού Συνεταιρισμού και εμφαινομένων εις τα άνω τέσσαρα σχεδιαγράμματα υπό τα ανωτέρω ερυθρά αλφαβητικά στοιχεία, επί τω τέλει όπως οι ανωτέρω χώροι αποτελέσουν άνευ αποζημιώσεώς τινός κοινοχρήστρους χώρους του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κηφισιάς, καθιστώντες ταύτας ρητώς και δια του παρόντος κοινοχρήστους χώρους του άνω ρυμοτομικού σχεδίου άνευ αποζημιώσεως τινώς».
Προκύπτει, και στην περίπτωση αυτή, πλήρης συμμετοχή του Συνεταιρισμού των ιδιοκτητών και εκμεταλλευομένων την σχετική έκταση στην όλη «επίσπευση» της έκδοσης του Π.Δ. Μάλιστα, στα τέσσερα σχέδια κλίμακος 1:500 που εγκρίθηκαν με την Ε.24567/1977 πράξη, αναγράφεται, ως τίτλος: «ΚΗΦΙΣΙΑ – Συνεταιρισμός «Η Πολιτεία»») .
Όσον αφορά τους επίμαχους χώρους, επισημαίνονται τα εξής:
(1) Ως προς τον χώρο Α (Ο.Τ. 12) δεν επιφέρεται καμμία μεταβολή (ούτε απεικονίζεται ολόκληρος ο χώρος Α σε κάποιο από τα τέσσερα διαγράμματα).
(2) Ο χώρος Β τροποποιείται, κατά κύριο λόγο στο νότιο – νοτιοανατολικό του άκρο, όπου το Ο.Τ. 28 επεκτείνεται ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι είχε επεκταθεί με το σχεδιάγραμμα Ε6059/1966, και καταλαμβάνει μέρος οδού και ενδιάμεση νησίδα, ενώ περιορίζεται εν μέρει και ο χώρος Β, προκειμένου να διαμορφωθεί η οδός Δεξαμενής, η οποία, προς την κατεύθυνση του χώρου Β φέρει μόνο ρυμοτομική (πράσινη) γραμμή . Στο εσωτερικό του χώρου Β (ο οποίος απεικονίζεται μόνον εν μέρει), επισημαίνονται διάφορες τοπογραφικές διαμορφώσεις, καθώς και σχήματα με ευθείες και διακεκομμένες γραμμές, μικρά κτίσματα κ.τ.λ., χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Στον χώρο όπου, στα προηγούμενα εγκεκριμένα ρυμοτομικά διαγράμματα Ε 30715/1962, Ε6059/1966 και 11678/1971 απεικονίζεται ο «χώρος δι’ ανέγερσιν αγοράς», στο αντίστοιχο Ε.24567/1977 διάγραμμα απεικονίζονται τρία κτίρια, επιμήκους ορθογωνίου σχήματος, με την ένδειξη «ΑΓΟΡΑ» σημειωμένη στον μεταξύ τους χώρο. Επίσης, ελαφρώς τροποποιημένο εμφανίζεται το ρυμοτομικό σχέδιο στο Βόρειο – Βορειοανατολικό άκρο του χώρου Β, χωρίς, όμως, να θίγεται ο ίδιος ο χώρος Β. Στο φύλλο του εγκεκριμένου σχεδίου που απεικονίζει το Ο.Τ. 19, απεικονίζεται το βορειο-ανατολικό μέρος του χώρου Β, με την ένδειξη «Παιδική Χαρά».
Τα Ο.Τ. 19 και 24 «επισημοποιούνται», τρόπον τινά, ως «κοινόχρηστοι χώροι», αφού στο οικείο σχέδιο του Ε.24567/1977 διαγράμματος εμφανίζεται το μεν Ο.Τ. 19 ως χώρος ΑΒΓΔΕΑ, το δε Ο.Τ. ως χώρος θικλθ, ο δε Συνεταιρισμός παραιτείται ρητώς και από τους δύο, υπέρ του Δήμου Κηφισιάς, με το Συμβόλαιο 107402/25-1-1977. Με τον τρόπο αυτό, για τους δύο αυτούς χώρους δεν θεωρείται ότι υφίσταται οποιαδήποτε εκκρεμότητα εμπράγματης υφής μεταξύ Δήμου Κηφισιάς και Συνεταιρισμού Βουλευτών.
* * *
Η επόμενη (και τελευταία) τροποποίηση του Ρ.Σ. του Δήμου Κηφισιάς στην θέση «Πολιτεία» συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην χωροθέτηση του χώρου του 7ου Δημοτικού Σχολείου Κηφισιάς, η οποία πραγματοποιήθηκε με την αρ. 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 Απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Τροποποίηση Ρυμοτομικού Σχεδίου Δήμου Κηφισιάς για τον χαρακτηρισμό χώρου του Ο.Τ. 78 ως σχολικού»
Από το 1977, έχει μεσολαβήσει η νομοθετική μεταβολή του Π.Δ. 183/86/ΦΕΚ 70Α΄/1986 «περί εγκρίσεως τροποποιήσεων σχεδίων πόλεων», το οποίο εκδόθηκε με βάση τις εξουσιοδοτήσεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 314/ 1968 "περί παροχής εις τον Υπουργόν Βορείου Ελλάδος και τους νομάρχες αρμοδιότητας επί θεμάτων εγκρίσεως επεκτάσεως ή τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή κωμών" (ΦΕΚ 47/Α) όπως αντικαταστάθηκε με το Ν.Δ. 1018/1971 (ΦΕΚ 220/Α) και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 1337/83 "Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις" (ΦΕΚ 33/Α) όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του Ν. 1512/ 1985 "Τροποποίηση και συμπλήρωση πολεοδομικών διατάξεων, ρύθμιση συναφών θεμάτων και θεμάτων του Ταμείου Νομικών" (ΦΕΚ 4/Α), δυνάμει της οποίας, μέρος της αρμοδιότητας για την τροποποίηση σχεδίων πόλεων μεταβιβάστηκε στον Νομάρχη.
Στο πλαίσιο της παραπάνω νομοθετικής μεταβολής, και δυνάμει της αρ. Φ.23/2/2920 π.έ./87 απόφασης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, συγκροτήθηκε Επιτροπή του άρθρου 3 παρ. 9 του Ν. 513/76, για να επιλέξει τον πιο κατάλληλο χώρο για την ανέγερση διδακτηρίου του 7ου Δημοτικού Σχολείου Κηφισιάς, στην περιοχή της Πολιτείας.
Η Επιτροπή προέβη σε έρευνα και αυτοψία σε όλη την περιοχή του σχολείου, με την συμβολή και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της σχολικής επιτροπής και των «ενδιαφερομένων Συλλόγων», αφού έλαβε υπόψη του και τις προτάσεις του Συνεταιρισμού, ο οποίος πρότεινε να χωροθετηθεί το 7ο Δ.Σ. σε άλλους χώρους, εκτός του χώρου Β, συνέταξε το από 13/5/1987 Πρακτικό για την καταλληλότητα και αναγκαιότητα σχολικού χώρου.
Στο πρακτικό αυτό περιγράφεται, πρώτη φορά, λεπτομερώς, ο χώρος Β, κατά έκταση, θέση και όρια, χαρακτηριζόμενος ως Ο.Τ. 78, με αναφορά στο από 1-4-1966 Β.Δγμα (ΦΕΚ 83Δ΄/26-5-1966) . Το 7ο Δημοτικό Σχολείο, καθώς και το 6ο Νηπιαγωγείο, σύμφωνα με το ίδιο πρακτικό, στεγάζονταν προσωρινά, εντός του Ο.Τ. 78, σε δύο (από πέντε) «πτέρυγες παλαιών παραπηγμάτων, μαζί με φυσικό αύλειο χώρο, ο οποίος έχει πρόσωπο στην κεντρική πλατεία»  … «και λειτουργεί επί 8 χρόνια , κάτω από άθλιες συνθήκες, που έρχονται σε τραγική αντίθεση με τις φυσικές ομορφιές της περιοχής και τη σημερινή ποιότητα των κατοίκων». Προτείνεται η χωροθέτηση του 7ου Δημοτικού Σχολείου, μαζί με ανεξάρτητο χώρο για την δημιουργία του 2/θέσιου 6ου Νηπιαγωγείου, σε χώρο εμβαδού τουλάχιστον 4.100 τ.μ., όπως απεικονίζεται στο από 25/4/1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Δήμου Κηφισιάς, με Γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ, ο οποίος αποτελεί το τμήμα του καθορισμένου τετραγώνου 78 Πολιτείας, μεταξύ του ανατολικού φυσικού πρανούς και του δυτικού ορίου των δύο παράλληλων εσωτερικών παραπηγμάτων.
Επισημαίνεται, δε, ότι: «Σύμφωνα με το Ν. 690/1948, ο χώρος περιέρχεται αυτοδίκαια στο φυσικό φορέα της αξιοποίησής του, δηλαδή στον Ο.Σ.Κ., χωρίς το παραμικρό οικονομικό αντάλλαγμα, επειδή ο καθορισμός του τετραγώνου 78 εγκρίθηκε ύστερα από πρόταση του Συνεταιρισμού Βουλευτών, που ήταν ο φυσικός ιδιοκτήτης του πριν από την δημοσίευση του Β. Δ/γματος» .
Προφανώς κατόπιν του από 13/5/1987 πρακτικού, συντάχθηκε το από Αυγούστου 1987 «Τοπογραφικό και κτηματολογικό διάγραμμα χώρου αγοράς – σχολείου, αθλητικών εγκαταστάσεων στην Πολιτεία Κηφισιάς Ο.Τ. 78», στο οποίο και απεικονίζεται, στο σύνολό του, ο χώρος που χαρακτηρίζεται ως «Ο.Τ. 78», αφενός σε κλίμακα 1:500, αφετέρου σε κλίμακα 1:5.000, με σημειωμένη την θέση του, εν σχέσει με τα περιβάλλοντα Ο.Τ. του συνοικισμού. Στον χώρο του «Ο.Τ. 78», όπως απεικονίστηκε στο εν λόγω τοπογραφικό και κτηματολογικό διάγραμμα, πλην της χωροθέτησης του σχολείου και διαφόρων ακαλύπτων χώρων, απεικονίζονται διάφορες αθλητικές εγκαταστάσεις (Γήπεδα τέννις, πισίνες, γυμναστήριο, πισίνες, κερκίδες κ.τ.λ.).
Το σχέδιο αυτό, χωρίς αλλαγές, δημοσιεύτηκε (δι’ αναρτήσεως στα γραφεία της Δ/σης Πολεοδομίας Ανατολική Αττικής για 15 ημέρες), ως συνοδευτικό της από 5-7-1990, αρ. 16712/501/5-7-1990 Απόφασης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής (ΦΕΚ 377/23-7-1990) «Τροποποίηση Ρυμοτομικού Σχεδίου Δήμου Κηφισιάς για τον χαρακτηρισμό χώρου του Ο.Τ. 78 ως σχολικού», η οποία έχει ως εξής: «εγκρίνουμε την τροποποίηση του Ρ.Σ. του Δήμου Κηφισιάς για τον χαρακτηρισμό του χώρου με στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΑ του Ο.Τ. 78 ως σχολικού, όπως απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα το οποίο συνοδεύει την παρούσα απόφαση, και καθορίζουμε αποστάσεις από τα όρια του οικοπέδου και τους κοινόχρηστους χώρους πλάτους πέντε περίπου (5.00 μέτρων)».
Πρόκειται για την τελευταία τροποποίηση του Ρ.Σ. της περιοχής που ετέθη υπόψη της παρούσας Γνωμοδότησης. Προφανώς, εφαρμόστηκε κάπως παραλλαγμένη, αφού, με προφορικές συνεννοήσεις μεταξύ του Ο.Σ.Κ. και του Συνεταιρισμού Βουλευτών, και «για λειτουργικούς λόγους, που εκτιμήθηκαν από κοινού», συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί, για την ανέγερση σχολείου, χώρος 4.295 τ.μ. , για τον οποίο ο Ο.Σ.Κ. συνέταξε δικό του διάγραμμα. Η εν λόγω προφορική συμφωνία επικυρώθηκε με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Ο.Σ.Κ. (αρ. πρωτ. Γ1/Φ.54182/1745/4-2-1991 έγγραφο προς τον Συνεταιρισμό Βουλευτών Η Πολιτεία) και του «Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών» «Η Πολιτεία» (αρ. 45/28-2-1991 απαντητική επιστολή του Συνεταιρισμού προς τον Ο.Σ.Κ.) . Με την εν λόγω συμφωνία, ο Συνεταιρισμός παραχώρησε «χωρίς αντάλλαγμα προς τον Ο.Σ.Κ. κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή την παραπάνω έκταση επιφανείας 4.295 τ.μ., που απεικονίζεται στο από 6/2/1991 τοπογραφικό διάγραμμα του προϊσταμένου διευθύνσεως γηπέδων Ο.Σ.Κ. Γεωργίου Μορφοπούλου, το οποίο συνοδεύει το παραπάνω έγγραφο Ο.Σ.Κ., προκειμένου να ανεγερθεί επ’ αυτής το 7ο Δημοτικό Σχολείο Κηφισιάς». Ο Συνεταιρισμός, με το ίδιο έγγραφο, δηλώνει πρόθυμος να συνυπογράψει, «αν απαιτείται, και συμβολαιογραφική πράξη παραχώρησης, εφόσον ο Ο.Σ.Κ. επιβαρυνθεί με την σχετική δαπάνη».
* * *
Σημειώνεται, επίσης, ότι στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Κηφισιάς (ΦΕΚ 75δ/91, 1108Δ/93, 800Δ΄/99), όπως ισχύει σήμερα, οι επίμαχοι χώροι ανήκουν στην περιφέρεια του Δήμου Κηφισιάς, και παρουσιάζονται με τους εξής χαρακτηρισμούς:
Ο χώρος Α, ως χώρος «αστικού πρασίνου – ελευθέρων χώρων»
Ο χώρος Β ως χώρος αθλητισμού, με γήπεδο, κολυμβητήριο και γυμναστήριο, καθώς και δημοτικό σχολείο.
Τα Ο.Τ. 19 και 24, απεικονίζονται χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό .
* * *
Αμέσως μετά την τροποποίηση του 1990, εντοπίζονται και οι πρώτες προσπάθειες του Δήμου Κηφισιάς να ασκήσει ίδια δικαιώματα στους επίμαχους χώρους Α και Β.
Αυτοί ξεκινούν με την παραγγελία Γνωμοδότησης στον Δικηγόρο Τάσο Βενάρδο, ο οποίος, με βάση τα Φ.Ε.Κ. που του παραδόθηκαν, συνέταξε την από 9/12/1991 Γνωμοδότησή του, με την οποία απεφάνθη, μεταξύ άλλων, ότι:
Όσον αφορά τον χώρο Α , ότι πρόκειται για κοινόχρηστη πλατεία, και ως εκ τούτου ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Βενάρδος σχολιάζει ότι η διαμόρφωση του Ο.Τ. 12 ως «οικόπεδον» δεν είναι «πολύ ορθόδοξος», και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εάν οποιοσδήποτε θελήσει να ανεγείρει τα κοινωφελή κτίρια που αναφέρονται στα οικεία Ρυμοτομικά Διατάγματα, θα πρέπει «να χωρήσει απαλλοτρίωσις αυτών εις βάρος του Δήμου».
Όσον αφορά τον χώρο Β , ότι «ως μη έχων οικοδομικήν γραμμήν δεν είναι Οικοδομικό Τετράγωνο». Από τον χώρο αυτό, ο Βενάρδος απομονώνει το τμήμα «προς δημιουργίαν παιδικού κήπου», το οποίο κρίνει «κοινόχρηστο», και ως εκ τούτου της κυριότητας του Δήμου Κηφισιάς, κατά την διάταξη του Ν. 690/1948, άρθρο 1 παρ. 1). Για τον υπόλοιπο χώρο, ο οποίος, κατά την Γνωμοδότηση «προώρισται δια την ανέγερση κοινής ωφελείας κτιρίων», ο Βενάρδος καταλήγει ότι «ο Συνεταιρισμός, μη απωλέσας την κυριότητα του εν λόγω χώρου, εξακολουθεί να είναι κύριος αυτού, η δε επί του χώρου τούτου ανέγερσις των κοινής ωφελείας κτιρίων είναι δυνατή μόνον τη συναινέσει του Συνεταιρισμού ή δι’ απαλλοτριώσεως του χώρου, αποζιουμένου του Συνεταιρισμού».
* * *
Επισημαίνεται από τούδε ότι η παρούσα Γνωμοδότηση καταλήγει σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα από αυτά της από 9/12/1991 Γνωμοδότησης Βενάρδου, ιδίως ενόψει του ότι:
1) Στηρίζεται σε πολύ ευρύτερη βάση δεδομένων
2) Ερμηνεύει και εφαρμόζει διαφορετικά το Π.Δ. 690/1948.
3) Έχει υπόψη της και είναι σε θέση να αξιοποιήσει μεταγενέστερη [και εν πολλοίς και προγενέστερη] Νομολογία, με την οποία διευκρινίζεται πλήρως η έννοια της, κρίσιμης εν προκειμένω, διάταξης του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Δ. 690/1948, όσον αφορά τους κοινόχρηστους χώρους.
Παρ’ όλ’ αυτά, παραθέτουμε εδώ τα πορίσματά της, επειδή προφανώς η από 9/12/1991 Γνωμοδότηση Βενάρδου, με τα παραπάνω πορίσματά της, εκτιμάται ότι επέτεινε την νομική αβεβαιότητα όσον αφορά τα εμπράγματα δικαιώματα του Δήμου, ιδίως στον χώρο Α και τον χώρο Β.
* * *
Το 1993, με αίτηση του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία», διεξήχθη μεταξύ του Συνεταιρισμού και του Δήμου Κηφισιάς η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Εισαγγελέα, για την προσωρινή ρύθμιση της διακατοχής ενός «κτιρίου της κεντρικής αγοράς του οικισμού «Πολιτεία».
Η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα για την προσωρινή ρύθμιση της αμφισβητούμενης διακατοχής μεταξύ οργάνων του Δημοσίου και ιδιώτη προβλέπεται από το άρθρο 22 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», όπως επεκτάθηκε στους Δήμους με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των Ο.Τ.Α. κ.τ.λ.», και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 ΕισΝΚΠολΔ.
Οι περιστάσεις της έκδοσης της απόφασης αυτής ήταν οι εξής: Με το άρθρο 5 του Ν. 1894 της 27/27.8.90. Για την Ακαδημία Αθηνών και άλλες εκπαιδευτικές διατάξεις.- (Α ' 110), όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 2009/1992 (ΦΕΚ 18/Α΄/14-2-1992), υπό τον τίτλο Σχολική περιουσία και λειτουργία σχολείων, ορίστηκαν τα εξής: «1. Η κινητή και ακίνητη περιουσία των εφορειών όλων των δημόσιων σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τα σχολικά κτίρια, για τα οποία έχουν συνταχθεί πρωτόκολλα οριστικής παραλαβής, με τα οικόπεδά τους, μεταβιβάζονται κατά κυριότητα στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στην περιφέρεια στην οποία βρίσκονται τα αντίστοιχα ακίνητα» .
Ο Δήμος Κηφισιάς, με την επίκληση της παραπάνω διάταξης, και ενόψει του ότι, το 1991, το 7ο Δημοτικό Σχολείο Κηφισιάς, μετακόμισε από την προηγούμενή του θέση, στον χώρο που είχε αφεθεί ελεύθερος (μέσα στον χώρο της «Αγοράς»), και επιχείρησε να τον μετατρέψει σε Νηπιαγωγείο. Ο Συνεταιρισμός, από πλευράς του, ισχυρίστηκε ότι παραχώρησε την χρήση του κτιρίου σε δύο αθλητικούς Συλλόγους, και υπέβαλε την από 10/2/1993 Αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, παραπονούμενος ότι ο Δήμος Κηφισιάς, «δεν παραδίδει τα κτίρια» στους εν λόγω Συλλόγους, και μ’ αυτόν τον τρόπο «αποβάλλει» τον Συνεταιρισμό από την κατοχή του επιμάχου χώρου.
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών εξέδωσε, σχετικά, την από 21/4/1993, αρ. 28/1993 απόφασή του, με την οποία απέβαλε τον Δήμο Κηφισιάς από τον επίμαχο χώρο της Αγοράς, και αναγνώρισε προσωρινό νομέα τον Συνεταιρισμό Βουλευτών «Η Πολιτεία».
Ο Δήμος Κηφισιάς άσκησε κατά της απόφασης 28/1993 την αρ. 19/7/1993 Ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την από 26.10/1993απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών η οποία φέρει επίσης τον αριθμό 28/1993 .
Επί του νομικού ζητήματος, η απόφαση 28/1993 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία στηρίζεται στην απόλυτη διάκριση μεταξύ «κοινοχρήστων» και «κοινωφελών» χώρων, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 690/1948, δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα Γνωμοδότηση, η οποία καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα, για τους νομικούς λόγους που εκτίθενται παρακάτω .Αλλά και από δικονομική άποψη, η απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία αυτή από τον Εισαγγελέα έχει χαρακτήρα «αστυνομικού μέτρου» και δεν δημιουργεί δεδικασμένο , αλλά αποτελεί προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, η οποία δεν αποκλείει διαφορετική ρύθμιση από τα δικαστήρια (ΓνωμΕισΑΠ 37/1959, ΕισΠρΑθ 78/1991, Δ 23,354, πάγια Νομολογία), και δημιουργούν «προσωρινό δεδικασμένο», μέχρι να αποφασιστεί τυχόν διαφορετικά από τα πολιτικά δικαστήρια .
Προδήλως, όμως, η απόφαση 28/1993 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και η αντίστοιχη απορριπτική απόφαση 28/1993 του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών συνέτειναν στην νομική αβεβαιότητα και λειτούργησαν περαιτέρω αποτρεπτικά για τον Δήμο Κηφισιάς, στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων του Δήμου στους επιμάχους χώρους.
* * *
Ο Δήμος Κηφισιάς επανήλθε στο ζήτημα της κυριότητας των επιμάχων χώρων (και ιδίως του χώρου Β), με το αρ. πρωτ. 28823/31-12-2004 Έγγραφο της Δ/σης Πολεοδομίας Κηφισιάς προς το ΥΠΕΧΩΔΕ.
Με το έγγραφο αυτό, η Πολεοδομία Κηφισιάς, επικαλούμενη τις μεσολαβήσασες νομολογιακές εξελίξεις (ιδίως τις αποφάσεις 1323/1995 και 1616/1997 του ΣτΕ), ζητάει να απευθυνθεί ερώτημα προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, «προκειμένου να κριθεί εάν, σε εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (7 του Ν.Δ. 17-7-1923 και 1 του Π.Δ. 690/1948), όπως έχουν ερμηνευτεί με δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ 1323/1995 και 95/1997, Α.Π. 410/1986 κ.τ.λ.), ανήκουν κατά κυριότητα στον Δήμο Κηφισιάς, ως και τα επ’ αυτών κτίρια».
Το ΥΠΕΧΩΔΕ, αφού διαβίβασε το έγγραφο της Πολεοδομίας Κηφισιάς από την μια Υπηρεσία στην άλλη, τελικά δεν απάντησε στην Πολεοδομία Κηφισιάς, ούτε απηύθυνε ερώτημα προς το Ν.Σ.Κ.
* * *
Από πλευράς του, ο Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την αρ. 228898/12921/16-12-2008 αγωγή του κατά του «Φιλοπροόδου Συλλόγου Πολιτείας», για την έξωση των γραφείων του από μια «Καμπάνα» εμπίπτουσα του χώρου της «Αγοράς», όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με το Ρ.Δ. ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962.
Προφανής σκοπός του Συνεταιρισμού είναι να πετύχει, με αντίδικο τον «Φιλοπρόοδο», δικαστική αναγνώριση της κυριότητάς του σ’ ολόκληρο τον «χώρο Β», ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων (αντιστοίχως όπως, με τις προαναφερθείσες Εισαγγελικές αποφάσεις, πέτυχε την αναγνώρισή του ως «διακατόχου» του επιμάχου χώρου, έναντι του Δήμου Κηφισιάς .
*  *  *
Όλως πρόσφατα,, το ζήτημα του νομικού καθεστώτως, των οικοδομικών αδειών, της κυριότητας και γενικά των κοινοχρήστων χώρων της Πολιτείας, κατόπιν αιτήσεων και παρεμβάσεων των κατοίκων της περιοχής και του «Φιλοπροόδου Συλλόγου Πολιτείας», συζητήθηκε «εφ’ όλης της ύλης» σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Κηφισιάς της 3/3/2010, η οποία καλύφθηκε εκτεταμένα από τον τοπικό τύπο.
Στο πλαίσιο των παραπάνω ζυμώσεων, απευθύνθηκε εκ νέου ερώτημα προς το ΥΠΕΧΩΔΕ, το αρ. πρωτ. 6816/2-3-2010 ερώτημα που είχε τεθεί από τον Βουλευτή του (τότε) ΣΥΡΙΖΑ κ. Φώτη Κουβέλη, το δε Υπουργείο έλαβε θέση στο επίμαχο ζήτημα με το αρ. πρωτ. 1089/24-3-2010 Έγγραφό του προς την Βουλή των Ελλήνων, η οποία έχει ως εξής:
«για τις περιοχές που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης κατόπιν επίσπευσης των ιδιοκτητών και με εφαρμογή του Ν.Δ/τος 690/1948) άρθρο 1, οι κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ότι περιήλθαν σε κοινή χρήση, εφόσον ανήκουν στους επισπεύδοντες, από την έγκριση του σχεδίου που τους καθόρισε. Τα ίδια ισχύουν αναλόγως και για τους χώρους κοινής ωφελείας, όπως είναι οι χώροι οι προοριζόμενοι για αθλητικές εγκαταστάσεις, τα σχολεία κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα, νομή και κατοχή, θεωρείται μεταβιβαζόμενη στους οικείους φορείς κατά περίπτωση, εφαρμοζομένων των παραπάνω σχετικών διατάξεων του Ν.Δ/τος 690/1948 (άρθρο 1 παρ. 5).
Στο πλαίσιο των παραπάνω, αρμόδια Υπηρεσία για να ερευνήσει το καθεστώς ένταξης στο σχέδιο πόλης του Συνεταιρισμού των Βουλευτών «Η Πολιτεία», είναι η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς, η οποία πρέπει να εφαρμόσει τα προκύπτοντα από τις διατάξεις της ένταξης».
* * *
Η εντολή για την εκπόνηση της παρούσας Γνωμοδότησης μας δόθηκε ενόψει των παραπάνω εξελίξεων, δυνάμει του άρθρου 103 παρ. 2 περ. στ) και παρ. 3 του Ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α 114 8.6.2006), Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, κατά την οποία, η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής σχετικά με την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης.

III. Νομοθετικό καθεστώς της εκδόσεως και των τροποποιήσεων των ρυμοτομικών διαταγμάτων της περιοχής «Πολιτεία»
Α. Νομική Φύση των Ρυμοτομικών Διαταγμάτων και των συναφών διοικητικών πράξεων διαμόρφωσης των εξεταζόμενων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων
Όπως προκύπτει, οι επίμαχοι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι του οικισμού Πολιτεία του Δήμου Κηφισιάς διαμορφώθηκαν με έκδοση σειράς Ρυμοτομικών Διαταγμάτων (αρχής γενομένης από το 1954), και εν τέλει με μια απόφαση Νομάρχη του 1990. Τόσο τα Ρυμοτομικά (Βασιλικά ή Προεδρικά, αντιστοίχως) Διατάγματα, καθώς και η αρ. 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 Απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής αποτελούν διοικητικές πράξεις , και όχι πράξεις του νομοθέτη, δηλαδή δεν είναι νόμοι, ούτε έχουν ισχύ νόμου.
Συνεπώς, ως πράξεις της διοίκησης (ατομικού ή νομοθετικού περιεχομένου), υπόκεινται στην αρχή της νομιμότητας, της οποίας οι συνέπειες ενδιαφέρουν, ιδίως, από δύο απόψεις:
1) Τα Ρυμοτομικά Διατάγματα και οι σχετικές πράξεις της Διοίκησης εκδίδονται στο πλαίσιο και δυνάμει της νομοθετικής εξουσιοδότησης που έχει δοθεί στην διοίκηση από κάποιο νόμο. Δεν μπορούν να υπερβούν την νομοθετική τους εξουσιοδότηση, αφού, στην ενάντια περίπτωση, προκύπτει ζήτημα ακυρότητας.
2) Τα εν λόγω Ρυμοτομικά Διατάγματα και οι σχετικές πράξεις της Διοίκησης ενόψει του συνόλου της υφισταμένης νομοθεσίας, εκδίδονται και ισχύουν ενόψει ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ της ισχύουσας νομοθεσίας. Ιδίως:
(i) Δεν μπορούν να αποκλείσουν την εφαρμογή νομοθετικής διάταξης. Υπ’ αυτή την έννοια, η (συνήθης) απαρίθμηση, στο προοίμιό τους, των διατάξεων, που «είχε υπόψη» ο εκδότης τους, έχει μεν ερμηνευτική (βοηθητική) σημασία, αλλά δεν περιορίζει την εφαρμογή, ενδεχομένως, άλλων διατάξεων, οι οποίες δεν αναφέρονται.
(ii) Για τον ίδιο λόγο, οι έννομες συνέπειες της έκδοσής τους επέρχονται εκ του νόμου, δυνάμει του νόμου, και στα όρια του νόμου. Τα ρυμοτομικά διατάγματα δεν μπορούν να αποκλείσουν την επέλευση ορισμένων εννόμων συνεπειών της εκδόσεώς τους. Ορισμένες από τις έννομες συνέπειες της έκδοσης ενός Π.Δ., μάλιστα, ενδέχεται να είναι εκ του νόμου ΑΝΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ, δηλαδή να μην μπορούν να αντιστραφούν, ακόμα και με την έκδοση επόμενης διοικητικής πράξης, ακόμα και ίσης ιεραρχικής βαθμίδας.

Β. Νομοθετήματα που ορίζουν το νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων του ερωτήματος (περιοχής Πολιτείας Κηφισιάς)
Οι διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα Σχεδίων Πόλεων, περιουσίας του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., όπως παρατίθενται παρακάτω, είναι αναγκαστικού δικαίου, και η εφαρμογή τους δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε με την ιδιωτική βούληση, ούτε με διοικητική πράξη .
Τα Ρυμοτομικά Διατάγματα και οι συναφείς διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν, όπως εκτέθηκε, για τους εξεταζόμενους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, διέπονται κατά κύριο λόγο από τις διατάξεις των παρακάτω νομοθετημάτων:
Β.1) Του Ν.Δ. της 17 Ιουλ./16 Αυγ. 1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών».
Β.2) Του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948 «περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων».
Β.3) Του άρθρου 4 του Α.Ν. 1539/1938 της 24/29 Δεκεμβρίου 1938 Περί Προστασίας των δημοσίων κτημάτων (ΦΕΚ Α΄/488/29-12-1938), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 31/1968 της 28.11/2.12.1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων». (Α` 281).
Β.4) Των σχετικών διατάξεων του Ν.Δ. 3033/1954 της 6/14-10-54 (Α 258). Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων
Β.5) Του Ν. 1337/1983 της 12/14.3.83. Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (Α` 33)

Β.1) Σχετικές διατάξεις του Ν.Δ. της 17 Ιουλ./16 Αυγ. 1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών»
Το άρθρο 1 του Ν.Δ. 17/7/1923 «περί σχεδίων πόλεων κ.τ.λ.» περιλαμβάνει τους γενικούς όρους «διαρρύθμισης και ανάπτυξης» κάθε πόλεως και κώμης του Κράτους ως εξής:
1. Πάσα πόλις και κώμη του Κράτους δέον να διαρρυθμίζηται και ν’ αναπτύσσηται βάσει ωρισμένου εγκεκριμένου κατά τας διατάξεις του παρόντος Δ/τος σχεδίου, εξασφαλίζοντος την θεραπείαν των προβλεπομένων αυτής αναγκών κατά τους υπό της υγιεινής, της ασφαλείας, της οικονομίας και της αισθητικής επιβαλλομένους όρους.
2. Της εγκρίσεως του σχεδίου συστάσεως νέας πόλεως, κώμης ή συνοικισμού οιουδήποτε δέον να προηγήται εξακρίβωσις και αναγνώρισις της ανάγκης της τοιαύτης συστάσεως, ήτις εκτελείται κατά τα δια Β.Δ/τος κανονισθησόμενα.
3. Δια Β.Δ/των, εκδιδομένων προτάσει του επί της Συγκοινωνίας υπουργού, κανονίζονται:
α) Οι γενικοί όροι υγιεινής, συγκοινωνίας, ασφαλείας, οικονομίας και αισθητικής, προς ους δέον να συμμορφούται παν νέον σχέδιον πόλεως, κώμης κλπ. και πάσα αναθεώρησις, τροποποίησις και επέκτασις παλαιού τοιούτου σχεδίου. […] .

Στο άρθρο 2 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1. Τα κατά το προηγούμενον άρθρον σχέδια καθορίζουσιν αναλόγως των προβλεπομένων αναγκών, πλην των άλλων:
α) Τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους.
β) Τα προς ανέγερσιν δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και τα προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων κοινής ωφελείας έργων αναγκαιούντα οικόπεδα, και
γ) Τους οικοδομησίμους χώρους και εν γένει την χρησιμοποίησιν εκάστης θέσεως προς ωρισμένον κοινωνικόν σκοπόν.
Δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του επί της Συγκοινωνίας υπουργού, μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων, δύνανται να ορίζωνται λεπτομερώς εν εκάστη περιπτώσει οι ανωτέρω (εδ. α`) κοινωφελείς σκοποί και τα κοινής ωφελείας έργα (εδ. β`).
2. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον σχέδια δέον να συντάσσωνται επί τη βάσει της μεγίστης δυνατής προβλεπομένης επεκτάσεως των πόλεων, κωμών κλπ., να καθορίζωνται δ` εν αυτοίς, αναλόγως των υπαρχουσών αναγκών της πόλεως κλπ, ήν αφορώσι, τα όρια των αμέσως εφαρμοστέων τμημάτων του σχεδίου. Ο καθορισμός των κατά τα ανωτέρω στοιχείων, εκτός των ορίων τούτων, δύναται να περιορίζηται εις γενικότητας, αφιεμένου του λεπτομερειακού αυτών προσδιορισμού, κατά την επέκτασιν των εν λόγω ορίων, όστις εν τη περιπτώσει ταύτη εγκρίνεται ομού μετά της επεκτάσεως ταύτης, συνωδά ταις διατάξεσι της παρ. 2 του άρθρ. 5, κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως του συμβουλίου των δημοσίων έργων.
3. Τα ανωτέρω σχέδια συντάσσονται βάσει τοπογραφικού και χωροσταθμικού χάρτου, εμφαίνοντος υπό κλίμακα την μορφήν του εδάφους και τας κατά την σύνταξιν του σχεδίου επ` αυτού υφισταμένας οδούς, ρεύματα, οικοδομάς και λοιπά αντικείμενα, και συνοδεύονται υπό των αναγκαιούντων επεξηγηματικών πινάκων και υπομνημάτων. 

Το άρθρο 3 έχει διαδικαστικό κατά κύριο λόγο περιεχόμενο και ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1. Παν σχέδιον πόλεως, κώμης κλπ. προ της εγκρίσεώς του, εκτίθεται μετά του σχετικού αυτώ τοπογραφικού χάρτου εν τω δημαρχείω ή τω κοινοτικώ καταστήματι επί δέκα πέντε ημέρας, ειδοποιημένου του κοινού περί τούτου υπό του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος δια γενικής προσκλήσεως τοιχοκολλημένης εις τα δημοσιώτερα μέρη της πόλεως.
Οι ενδιαφερόμενοι δύνανται εντός της προθεσμίας ταύτης να λάβωσι γνώσιν των ανωτέρω στοιχείων και να υποβάλωσιν εγγράφως εις τον δήμον ή την κοινότητα τας κατά τούτων τυχόν ενστάσεις των, άς ο δήμος ή η κοινότης υποχρεούται να διαβιβάση ομού μετά της κατά την επομένην παράγραφον γνωμοδοτήσεως εις το υπουργείον της Συγκοινωνίας.
2. Τα κατά τα ανωτέρω σχέδια πόλεων, κωμών κλπ. μετά των επεξηγηματικών αυτών πινάκων και υπομνημάτων εγκρίνονται δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του επί της Συγκοινωνίας υπουργού, κατόπιν προηγουμένης γνωμοδοτήσεως του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων. Η γνωμοδότησις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι μόνον συμβουλευτική, του υπουργού δυναμένου εν πάση περιπτώσει, μετά σύμφωνον γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων, να απορρίπτη ή και να τροποποιή τα υπό των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων προτεινόμενα σχέδια.

Με το άρθρο 7, ορίζεται ειδική διαδικασία για την είσοδο στα σχέδια πόλεως μεγάλων κτημάτων, με την επίσπευση των ιδιοκτητών τους:
1. Προκειμένου περί εγκρίσεως σχεδίων προς ίδρυσιν εξοχικών ή και αστικών περί τας πόλεις και κώμας συνοικισμών επί μεγάλων κτημάτων, ην οπωσδήποτε επισπεύδουσιν οι ιδιοκτήται αυτών ή οι αναλαμβάνοντες την εκμετάλλευσίν των, επιτρέπεται ίνα η τοιαύτη έγκρισις παρέχηται υπό όρους, επιβαλλομένων:
α) Εις τους ιδιοκτήτας των κτημάτων τούτων οιωνδήποτε υποχρεώσεων ως προς την ανέγερσιν οικοδομών, την παραχώρησιν δωρεάν γηπέδων καταλαμβανομένων υπό κοινοχρήστων χώρων ή προοριζομένων δια κοινωφελείς σκοπούς, και την εκτέλεσιν και συντήρησιν εξωραϊστικών, εξυγιαντικών, συγκοινωνιακών και ετέρων οιωνδήποτε εξυπηρετικών των αναγκών του συνοικισμού έργων, και
β) Εις τα εντός του εν λόγω σχεδίου περιλαμβανόμενα ακίνητα, οιωνδήποτε πέραν των υπό του παρόντος Δ/τος προβλεπομένων περιορισμών.
Δια την τήρησιν των ανωτέρω όρων δέον να περέχηται εις το Δημόσιον ή τον οικείον δήμον ή κοινότητα ανάλογος εγγύησις. Δια Β.Δ/τος δύνανται να κανονισθώσι λεπτομερέστερον αι περιπτώσεις, καθ` ας δέον να εφαρμόζηται η υπό τους ανωτέρω όρους έγκρισις σχεδίων, ως προς την οποίαν ισχύουσι κατά τα λοιπά αι ανωτέρω γενικαί διατάξεις.
2. Περί των ανωτέρω όρων, περιορισμών και εγγυήσεων συνομολογείται σύμβασις μεταξύ των ενδιαφερομένων και του δήμου ή του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου εν τη περιπτώσει ταύτη υπό του επί της Συγκοινωνίας υπουργού, και ισχύει από της κυρώσεώς της δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων.

Το άρθρο 9 αναφέρεται στους περιορισμούς επί των ακινήτων δια λόγους υγιεινής, ασφαλείας, αισθητικής και κανονικής των πόλεων, κωμών κλπ. αναπτύξεως και όροι εκτελέσεως εργασιών δομήσεως, οι οποίοι επιβάλλονται κατά κύριο λόγο εντός των ιδιοκτήτων οικοπέδων και ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1. Επιτρέπεται δια λόγους υγιεινής, ασφαλείας, γενικής της πόλεως οικονομίας και αισθητικής η επιβολή οιωνδήποτε όρων κατά τας εν γένει εργασίας δομήσεως και περιορισμών επί των οικοπέδων και των επ` αυτών ανεγειρομένων και επισκευαζομένων οικοδομών είτε εν ταις πόλεσι, κώμαις κλπ. είτε εκτός τούτων.
2. "Οι κατά τα ανωτέρω όροι και περιορισμοί καθορίζονται δια Β.Δ/των εκδιδομένων μετά γνώμην του Συμβουλίου των Δημοσίων Εργων και κανονιζόντων δι` έκαστον τμήμα ή δι` έκαστον οικοδομικόν τετράγωνον της πόλεως, κώμης κλπ. ή και δι` ωρισμένην περιοχήν εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου κειμένην, εκτάσεως ουχί μικροτέρας των 6000 μέτρων τετραγωνικών 1) τα ελάχιστα επιτρεπόμενα όρια της επιφανείας και των διαστάσεων των εντός του εγκεκριμένου σχεδίου περιλαμβανομένων οικοπέδων, 2) το μέγιστον και το ελάχιστον επιτρεπόμενον ύψος των οικοδομών, 3) τον αριθμόν των ορόφων και τας ελαχίστας τούτων διαστάσεις αναλόγως του σκοπού δι` ον προορίζονται, 4) το μέγιστον της υπό οικοδομών δυναμένης να καλυφθή επιφανείας εκάστου οικοπέδου, 5) τον συντελεστήν δομήσεως, 6) την θέσιν των οικοδομών και των συναφώς ταύταις εγκαταστάσεων υδρεύσεως, φωτισμού, αποχετεύσεως ακαθάριστων υγρών κλπ. εν σχέσει προς το εγκεκριμένον σχέδιον ρυμοτομίας, προς το οικόπεδον εφ` ου κείνται αύται και προς αλλήλας, 7) τας εν γένει δουλείας, φωτισμού και αερισμού των κτιρίων και των ακαλύπτων χώρων των οικοπέδων, 8) τους εντός των ιδιοκτησιών κοινούς ελευθέρους χώρους και τας δουλείας χρήσεως αυτών, 9) τα ελάχιστα όρια του μεγέθους των οικοδομών, τας περιπτώσεις καθ` ας επιβάλλεται η πραγμάτωσις τουλάχιστον των ορίων τούτων και τους όρους και τον τρόπον εξασφαλίσεως της πραγματώσεως ταύτης, 10) τας επιβαλλομένας εις εκάστην οικοδομήν αναλόγως του προορισμού της εγκαταστάσεις υδρεύσεως, αποχετεύσεως των ακαθάρτων υγρών, θερμάνσεως, αερισμού κλπ., 11) τους εις εκάστην περίπτωσιν τηρητέους δια λόγους ασφαλείας υγιεινής, και αισθητικής όρους ως προς την εσωτερικήν και εξωτερικήν υπέρ και υπό το έδαφος εν γένει διάταξιν και την θεμελίωσιν των οικοδομών, τας διαστάσεις των, τας εν αυταίς, μηχανικάς ή άλλης φύσεως παγίας ή κινητάς επί των προς τους κοινοχρήστους εν γένει χώρους επιφανειών αυτών προσθήκας (οίον προστεγάσματα, σκιάδας, βιτρίνας κλπ.), τον τρόπον και το είδος δομήσεως και τας ποιότητας, ποσότητας και τρόπον επεξεργασίας, συνθέσεως και χρησιμοποιήσεως των υλικών δομήσεως, 12) τον τρόπον κατασκευής και συντηρήσεως των ιδιωτικών πρασιών και κήπων και των περιστοιχισμάτων αυτών και 13) εν γένει τους όρους και περιορισμούς υφ’ ους να εκτελήται οιασδήποτε φύσεως εργασία δομήσεως".

Σύμφωνα με το άρθρο 11 , δίδεται καταρχάς η δυνατότητα περιορισμού των χρήσεων γης, ως εξής:
1. Δια Β.Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων, δύναται:
α) Να κανονίζηται το είδος της χρήσεως των οικοδομών αναλόγως της θέσεως, των διαστάσεων και της εν γένει διατάξεως των κτιρίων, και ν` απαγορεύηται η χρησιμοποίησις επικινδύνων και ανθυγιεινών οικοδομών δι` ωρισμένους σκοπούς.
β) Να απαγορεύηται διά λόγους γενικωτέρων κοινωνικών αναγκών η χρησιμοποίησις των κτιρίων των περιλαμβανομένων εις ωρισμένα τμήματα των πόλεων, κωμών κλπ. Και της περιοχής των ή και εις ολοκλήρους συνοικισμούς, πρός ωρισμένους σκοπούς (π.χ. νοσοκομεία και κλινικαί εντός κέντρων αναψυχής κλπ.) καίτοι ουδένα εκ της τοιαύτης χρησιμοποιήσεως δύναται να διατρέξη κίνδυνον η δημοσία υγεία και ασφάλεια.
γ) Να επιβάλλωνται εις τους ιδιοκτήτας οικοδομών υποχρεώσεις καλής συντηρήσεως τούτων μετά των συναφών εγκαταστάσεων πάσης φύσεως και των περί αυτάς ιδιωτικών πρασιών, αυλών και κήπων και των περιτοιχισμάτων αυτών, από απόψεως υγιεινής, ασφαλείας ευπροσώπου παραστάσεως και δυνατού χρησιμοποιήσεως δι` ούς διατίθενται ούται σκοπούς.

Κατά το άρθρο 22 παρ. 1, ορίζονται τα εξής:
1. Οι εν τω εγκεκριμένω σχεδίω καθοριζόμενοι κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 υπό στοιχείον α` χώροι, αμέσως από της απαλλοτριώσεως των υπ` αυτών καταλαμβανομένων ακινήτων, καθίστανται αυτοδικαίως κοινόχρηστοι.

Κατά το άρθρο 29 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Απαγορεύεται η ανέγερσις δημοσίων, δημοτικών και κοινής εν γένει ωφελείας κτιρίων επί οικοδομησίμων μεν κατά το εγκεκριμένον σχέδιον οικοπέδων, αλλά μη προοριζομένων υπ` αυτού προς τον σκοπόν τούτον.
Μη προβλέποντος του σχεδίου θέσεις δια τα τοιαύτα κτίρια, ή κρινομένων των θέσεων τούτων ακαταλλήλων, επιβάλλεται η προηγουμένη τροποποίησις του σχεδίου προς καθορισμόν των καταλλήλων θέσεων. Μη υπάρχοντος εγκεκριμένου σχεδίου, απαιτείται προς καθορισμόν των ανωτέρω θέσεων η προηγουμένη έγκρισις αυτού, έστω και εις περιωρισμένην περί τας θέσεις ταύτας έκτασιν .

Με το άρθρο 30 και τα επόμενα ορίζεται το δικαίωμα απαλλοτρίωσης των προοριζομένων για κοινόχρηστους, κοινωφελείς ή κοινής χρήσεως σκοπούς κτιρίων, μεταξύ άλλων, ως εξής:
1. Ο εν τω εγκεκριμένω σχεδίω καθορισμός των εν τη παρ. 1 του άρθρ.2 υπό στοιχεία α` και β` αναφερομένων εν γένει χώρων και οικοπέδων χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως λόγω δημοσίας ωφελείας των υπό των χωρών τούτων καταλαμβανομένων ακινήτων.

Το άρθρο 70 εντάσσεται στις γενικές διατάξεις και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι:
1. Ως σχέδια πόλεων, κωμών κλπ. κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Δ/τος νοούνται ου μόνον τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια αυτών αλλά και πάσα μεταγενεστέρα τροποποίησις και επέκτασις των σχεδίων τούτων.
Το άρθρο 85Α έχει διαδικαστικό περιεχόμενο, και ορίζει τα εξής:
Εξαιρέσει των περιπτώσεων του άρθρου 3, όπου κατά τας λοιπάς διατάξεις του παρόντος Νομοθετικού Δ/τος προβλέπεται έκδοσις Δ/τος μετά γνωμοδότησιν συμβουλίων, ο όρος ούτος έχει μόνον δυνητικήν ισχύν, δυναμένης και να παραλείπηται της γνωμοδοτήσεως ταύτης.

Β.2) Εφαρμοζόμενες διατάξεις του Ν.Δ. 690/1948 «περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων», και ειδικότερα της παρ. 8 του άρθρου 1 του εν λόγω Ν.Δ.
Οι διατάξεις του Ν.Δ. 690/1948 που εφαρμόζονται στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι οι εξής:
Αρθρ. 1.
1. Οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κλπ.) οι καθοριζόμενοι υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος εγκριθέντων, επισπεύσει των ιδιοκτητών ή των αναλαβόντων την εκμετάλλευσιν των οικείων εκτάσεων, σχεδίων ρυμοτομίας συνοικισμών, θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από της εγκρίσεως του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού, είτε επεβλήθη εις τους άνω επισπεύσαντας την έγκρισιν η υποχρέωσις της παραιτήσεως αυτών από της κυριότητος, νομής και κατοχής των χώρων τούτων, ασχέτως αν εξεπληρώθη αύτη ή όχι, είτε δεν επεβλήθη μεν τοιαύτη υποχρέωσις, η επιδιωχθείσα όμως παρά τούτων έγκρισις του σχεδίου είχεν ως αναγκαίον, κατ` αμάχητον τεκμήριον, επακολούθημα την, κατ` ελευθέραν βούλησιν αυτών, παραίτησίν των από της κυριότητος, νομής και κατοχής των υπό των ως άνω χώρων καταλαμβανομένων γηπέδων, άνευ της οποίας δεν ήτο δυνατή η έγκρισις του σχεδίου και η διάθεσις των υπό τούτου ορισθέντων οικοδομησίμων δι` οιονδήποτε σκοπόν χώρων. Οι ως άνω κοινόχρηστοι χώροι περιέχονται εις την κοινήν χρήσιν ελεύθεροι παντός βάρους, υποθήκης ή προσημειώσεως, των τυχόν επί τούτων εγγεγραμμένων βαρών κλπ. περιοριζομένων επί των λοιπών ακινήτων των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου.
2. Η προηγουμένη παράγραφος ισχύει και διά τους συνεπεία μεταγενεστέρας τροποποιήσεως σχεδίου καθορισθέντας κοινοχρήστους χώρους τους καταλαμβάνοντας γήπεδα ανήκοντα κατά τον χρόνον της τροποποιήσεως εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, εφ` όσον η τροποποίησις εγένετο τη αιτήσει αυτών ή άλλως εγένετο αποδεκτή καθ` οιονδήποτε χρόνον έστω και σιωπηρώς, μη εκδηλωθείσης εγγράφως μέχρι της ισχύος του παρόντος οιασδήποτε αντιθέσεως ή επιφυλάξεως τούτων. Εν τη περιπτώσει της παρούσης παραγράφου οι τυχόν εκ της τροποποιήσεως καταργούμενοι κοινόχρηστοι χώροι καθιστάμενοι οικοδομήσιμοι περιέρχονται εις την κυριότητα, νομήν και κατοχήν των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου, καθ` ό ποσόν δεν υπερβαίνουν το εμβαδόν των κατά το προηγούμενον εδάφιον καθισταμένων διά της τροποποιήσεως κοινοχρήστων. 
3. Αι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και εις την περίπτωσιν χώρων, οίτινες δεν καθωρίσθησαν μεν κοινόχρηστοι εκ του εγκριθέντος σχεδίου, τους οποίους όμως οι επισπεύσαντες την έγκρισιν αυτού εξεδήλωσαν είτε δι` επαγγελίας, είτε διά διαφημιστικών χαρτών και διαγραμμάτων ή αγγελιών προς τον σκοπόν της προσελεύσεως αγοραστών και εν γένει καθ` οιονδήποτε τρόπον την πρόθεσιν αυτών όπως θέσουν τούτους εις την χρήσιν του κοινού. Εν περιπτώσει οιασδήποτε αμφισβητήσεως της τοιαύτης ως άνω προθέσεως των επισπευσάντων την έγκρισιν αποφαίνεται, οριστικώς και τελεσιδίκως, το αρμόδιον Πρωτοδικείον επί τη αγωγή είτε των επισπευασάντων, είτε του Ελληνικού Δημοσίου, είτε του οικείου Δήμου ή Κοινότητος ή και παντός ιδιοκτήτου ακινήτου εν τη περιφερεία του οικείου Δήμου ή Κοινότητος.
4. Αι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν ισχύουν εάν οι κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνωσιν ακίνητα μη ανήκοντα εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, δια την αποζημίωσιν των οποίων ως προς το αναλογούν εις τους Δήμους και τας Κοινότητας μέρος, υπόχρεοι ορίζονται οι επισπεύσαντες την έγκρισιν του σχεδίου.
5. Τα εν τοις παραγράφοις 1 και 2 οριζόμενα ισχύουσιν αναλόγως και διά τα οικόπεδα τα προοριζόμενα κατά τα αυτά ως άνω σχέδια διά την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων, εν οις και οι χώροι αθλητικών εν γένει εγκαταστάσεων, λουτρών και κέντρων αναψυχής, ών η κυριότης, νομή και κατοχή, εάν δεν μετεβιβάσθη μέχρι τούδε εις εκπλήρωσιν αναληφθείσης ή και απλώς επιβληθείσης υποχρεώσεως, θεωρείται μεταβιβαζομένη εκ του παρόντος νόμου εις τα αρμόδια προς ανέγερσιν των κοινής ωφελείας κτιρίων νομικά πρόσωπα, της μεταγραφής αυτών ενεργουμένης φροντίδι των προσώπων τούτων.
6. Απαγορεύεται πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γηπέδων προοριζομένων διά τους εν ταις παραγρ. 1, 2, 3 και 5 σκοπούς εις τους κατά το παρόν άρθρον συνοικισμούς. Η απαγόρευσις αύτη δεν ισχύει εις την περίπτωσιν της παρ. 4, αι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ως προς την αποζημίωσιν των τυχόν μέχρι της ισχύος του παρόντος μεταβιβασθέντων γηπέδων των προοριζομένων διά τους ως άνω σκοπούς. Πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου έχουσα ως αντικείμενον απαγορευομένην ως άνω μεταβίβασιν κυριότητος είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος.
7. Επί των γηπέδων, περί ων η παρ. 3, μέχρι της εκδόσεως της κατ` αυτήν αποφάσεως του Πρωτοδικείου, απαγορεύεται απολύτως η εκτέλεσις οιασδήποτε φύσεως οικοδομικών εργασιών, εν αίς και η περίφραξις αυτών, ως και η έγκρισις ή επέκτασις υφισταμένου παρ` αυτά σχεδίου ρυμοτομίας και η δι` οιονδήποτε σκοπόν αναγκαστική απαλλοτρίωσις αυτών εν όλω ή εν μέρει, εφαρμοζομένων μετά την απόφασιν του Πρωτοδικείου των ισχυουσών γενικών περί σχεδίων πόλεων διατάξεων.
8. Αι διατάξεις του άρθρου τούτου εφαρμόζονται και επί των μετά την ισχύν του παρόντος εγκριθησομένων συνοικισμών ή και επεκτάσεων συνοικισμών ή γενικώς σχεδίων πόλεων και κωμών τη επισπεύσει οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή και των ιδιοκτητών των εκτάσεων. Πάντως κατά την έγκρισιν, δι` ην απαιτείται γνωμοδότησις ειδικής επταμελούς πολεοδομικής επιτροπής, συντιθεμένης κατά τα διά Β. Διατάγματος κανονισθησόμενα, επιτρέπεται η επιβολή οιωνδήποτε εν γένει όρων ή περιορισμών ή υποχρεώσεων, επί πλέον ή ανεξαρτήτως των υπό του άρθρου 7 του από 17 Ιουλίου 1923 Ν. Διατάγματος "περί σχεδίων πόλεων κλπ." και της παρ. 5 του άρθρου 6 του Νόμου 5269/1931 προβλεπομένων μετά την εκπλήρωσιν των οποίων και παρά πάντων των βαρυνομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εξ ολοκλήρου, εφαρμόζεται η έγκρισις και η μη εκπλήρωσις των οποίων εντός των τασσομένων τυχόν διά της εγκρίσεως προθεσμιών καθιστά άνευ άλλης τινός πράξεως ή διατυπώσεως άκυρον την γενομένην έγκρισιν. Επίσης επιτρέπεται όπως προς εξασφάλισιν της εκπληρώσεως των όρων, περιορισμών και υποχρεώσεων απαιτήται η εγγραφή υποθήκης, θεωρουμένης ως επιβαλλομένης εκ του Νόμου, επί των οικοπέδων των επισπευδόντων την έγκρισιν κατά τα οριζόμενα εν εκάστη περιπτώσει διά του εγκριτικού Διατάγματος.
* * *
Όσον αφορά τον σκοπό του νόμου, και ειδικότερα τον λόγο της τροποποιήσεως του Ν.Δ. 17/7/1923 με το Ν.Δ. 690/1948, παραθέτουμε τα σχετικά εδάφια την Εισηγητική έκθεσης του τελευταίου, τα οποία έχουν ως εξής:
Έχομεν την τιμήν να θέσωμεν υπό την ψήφον της Βουλής σχεδίου Νόμου "περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων".
Διά της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του σχεδίου επιδιώκειται η τακτοποίησις των κοινοχρήστων χώρων των εγκριθέντων αυτοτελών συνοικισμών τη επισπεύσει διαφόρων φυσικών ή νομικών προσώπων, οίτινες κυρίως ευρίσκονται περί την Πρωτεύουσαν ως οι συνοικισμοί Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, Ψυχικού, Χολαργού, Εκάλης, Πεντέλης, Ηλιουπόλεως κλπ. Η τακτοποίησις αύτη αποβλέπει εις την εξασφάλισιν των κοινοχρήστων χώρων διά της αποξενώσεως των ιδιοκτητριών αυτών εταιρειών, συνιδιοκτητών ή νομικών προσώπων όπου ακόμη δεν επεβλήθη τούτο κατά την έγκρισιν του σχεδίου, τουθ` όπερ εγένετο διά τους πλείστους συνοικισμούς ή επεβλήθη, αλλά δεν εγένετο επίσημος παραίτησις.
Η βούλησις των επισπευσάντων όπως παραιτηθώσι της κυριότητος των κοινοχρήστων χώρων είναι προφανής και ανεπίδεκτος αμφισβητήσεως, εφ` όσον άλλως δεν θα ήτο δυνατόν να διαιρεθούν αι εκτάσεις εις οικόπεδα προς εκποίησιν, η αξία των οποίων περιέχει εκτός του κέρδους και την αξίαν των διατεθέντων διά κοινοχρήστους χώρους γηπέδων. Τούτο ως αρχή εγένετο δεκτόν και υπό των δικαστηρίων και υπό αυτού του Αρείου Πάγου διά της υπ` αριθ. 199/1941 αποφάσεως αυτού και συνεπώς θα ηδύνατο να θεωρηθή παρέλκουσα η νομοθετική ρύθμισις. Αλλά δεν κρίνεται ορθόν και από απόψεως διοικήσεως ν` αφεθή η διασφάλισις των κοινοχρήστων χώρων των άνω συνοικισμών εις την μακράν και δαπανηράν διαδικασίαν των δικαστηρίων.
Διά της παρ. 2 του ιδίου άρθρου επιδιώκεται ωσαύτως η εξασφάλισις των κοινοχρήστων χώρων των καθορισθέντων μετά την έγκρισιν του σχεδίου, συνεπεία τροποποιήσεως τούτου και εφ` όσον η τροποποίησις εγένετο τη αιτήσει των επισπευσάντων την έγκρισιν και οι κοινόχρηστοι χώροι προήλθον εκ των γηπέδων των ως άνω επισπευασάντων. Εν τη περίπτωσει ταύτη εάν οι μετά την τροποποίησιν καταργούμενοι χώροι καθίστανται οικοδομήσιμοι, περιέρχονται εις την κυριότητα, νόμην είχεν αρχικώς αφαιρεθή.
Διά της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου επαφίεται η λύσις εις τα αρμόδια τακτικά δικαστήρια, εις περιπτώσεις καθ` ας η βούλησις των ενδιαφερομένων, σχετικώς με την παραίτησίν των από της κυριότητος των κοινοχρήστων χώρων, δεν προκύπτει εκ του σχεδίου ρυμοτομίας, αλλά προκύπτει είτε εξ επαγγελιών είτε διά διαφημιστικών χαρτών, διαγραμμάτων ή αγγελιών, προς τον σκοπόν της προσελεύσεως αγοραστών και υπάρχει αμφισβήτησις της ως άνω προθέσεως εκ μέρους των επισπευσάντων την έγκρισιν.
Διά της παραγράφου 4 του άρθρου 1 προβλέπεται η μη εφαρμογή των διατάξεων των παραγρ. 1 και 2 του ιδίου άρθρου εάν οι κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνωσιν ακίνητα μη ανήκοντα εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, οπότε διά την αποζημίωσιν την βαρύνουσαν τους Δήμους ή Κοινότητας υπόχρεοι είναι οι επισπεύσαντες την έγκρισιν του σχεδίου.
Υπό της παραγράφου 5 εξασφαλίζονται οι χώροι οι προβλεπόμενοι υπό των σχεδίων διά την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων, αθλητικών εγκαταστάσεων, λουτρών, κέντρων αναψυχής κλπ. καθ` όσον προβλέπεται η μεταβίβασις των ανωτέρω χώρων εις τα αρμόδια διά την ανέγερσιν νομικά πρόσωπα ως και η ενέργεια της μεταγραφής φροντίδι τούτων.
Διά της παραγράφου 6 απαγορεύεται η μεταβίβασις της κυριότητος γηπέδων άτινα προορίζονται διά τους υπό των παρ. 1,2,3 και 5 σκοπούς, της τυχόν μεταβιβάσεως θεωρουμένης ακύρου.
Διά της παρ. 7 απαγορεύεται η εκτέλεσις οιασδήποτε φύσεως οικοδομικών εργασιών προ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως ήτις θ` αποφαίνεται περί της αμφισβητήσεως κατά τα εν τη παρ. 3 οριζόμενα.
Διά της παρ. 8, εις περίπτωσιν εγκρίσεως παρομοίων συνοικισμών, προβλέπεται η δυνατότης της επιβολής οιωνδήποτε περιορισμών υπό μορφήν εισφοράς είτε εις χρήμα, είτε εις έκτασιν γης, είτε υποθήκης εκ του νόμου επί των κοινωφελών έργων κλπ.

Β.3) Άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 της 24/29 Δεκεμβρίου 1938 Περί Προστασίας των δημοσίων κτημάτων (ΦΕΚ Α΄/488/29-12-1938), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 31/1968 της 28.11/2.12.1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων». (Α` 281)
Ο Α.Ν. 1539/1938 θεσπίζει ιδιαίτερο, προνομιακό καθεστώς, για τα ακίνητα του Δημοσίου. Ανάμεσα στις σπουδαιότερες διατάξεις του είναι αυτή του άρθρου 4, που ορίζει ότι τα ακίνητα του Δημοσίου δεν χρησιδεσπόζονται, και η οποία έχει ως εξής:
1. Τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμία υπόκεινται παραγραφήν.
2. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος αρξάμενη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθει μέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντας νόμους.
Το 1968, η κατά τα παραπάνω προστασία των ακινήτων του δημοσίου επεκτάθηκε και στα ακίνητα των Ο.Τ.Α., με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 31/1968 , το οποίο έχει ως εξής:
1. Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ 488 Α`).
2. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται: α) Δημόσιο, β) διεύθυνση δημοσίων κτημάτων, γ) υπουργός ή Υπουργείο Οικονομικών, δ) οικονομικός έφορος ή οικονομικός υπάλληλος, ε) πρόεδρος νομικού συμβουλίου, νοείται αντίστοιχα: α) οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, β) οικονομική υπηρεσία του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) δήμος ή κοινότητα, δ) δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας, ε) νόμιμος εκπρόσωπος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης".

Β.4) Διατάξεις του Ν.Δ. 3033/1954 της 6/14-10-54 (Α 258). Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων και του Ν. 1337/1983 της 12/14.3.83. Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (Α` 33).
Στο Ν.Δ. 3033 της 6/14-10-54 (Α 258). Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων, στα άρθρα 38 – 40, ρυθμίζονται τα έσοδα των Δήμων «εξ εισφορών», και ειδικότερα στο άρθρο 38 οι «εκούσιες εισφορές», στο άρθρο 39 οι εισφορές «ωφελουμένων εκ της εκτελέσεως έργων» και στο άρθρο 40 οι εισφορές «επεκτάσεως σχεδίου πόλεως». Το τελευταίο αυτό άρθρο έχει ως εξής:
1. Εν περιπτώσει επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως δήμου ή κοινότητος οι ιδιοκτήται οικοπέδων, άτινα περιλαμβάνονται εις το νέον σχέδιον, υποχρεούνται εις καταβολήν εισφοράς ίσης προς τα τριάκοντα τοις εκατόν της αξίας αυτών κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως του περί υπαγωγής των εις το σχέδιον πολεως Βασ. Διατάγματος.
2. Η αξία του οικοπέδου προς υπολογισμόν της εισφοράς καθορίζεται κατά τας διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 3 του παρόντος, εις την αξίαν του οικοπέδου δεν συνυπολογίζεται η αξία των επ` αυτού κτισμάτων. Η εισφορά καταβάλλεται εις εξ ίσας εξαμηνιαίας δόσεις της πρώτης καταβαλλομένης την 1ην του μεθεπομένου από της βεβαιώσεως μηνός. Εν περιπτώσει μεταβιβάσεως του οικοπέδου καθίστανται απαιτηταί και αι μη ληξιπρόθεσμοι δόσεις της εισφοράς.
3. Το προϊόν της εισφοράς διατίθεται αποκλειστικώς δι` έργα και απαλλοτριώσεις προς εφαρμογήν εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων.
4. Της εισφοράς απαλλάσσονται επί μίαν πενταετίαν,
α) οι σεισμόπληκτοι των περιοχών Ιονίων Νήσων, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδος και Πελοποννήσου,
β) οι πυροπαθείς, συνεπεία πολεμικών γεγονότων ή του συμμοριτοπολέμου, δημόσιοι υπάλληλοι και
γ) οι ανάπηροι και τα θύματα πολέμου, δια τα οικόπεδα άτινα παρεχωρήθησαν αυτοίς υπό του Κράτους, βάσει του Ν. Διατάγματος 2936/1954 εφ` όσον είναι άποροι α` ή β` κατηγορίας.
5. Απαλλάσσονται της εισφοράς οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί εφ` όσον ούτοι δια δηλώσεως των ενώπιον του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος αναλάβουν την υποχρέωσιν να εκτελέσουν ιδίαις δαπάναις εντός της εκτάσεώς των, επί της οποίας επεξετάθη το σχέδιον πόλεως, τα απαιτούμενα έργα κοινής ωφελείας, οίον οδοποιίας, υδρεύσεως, αποχετεύσεως, ηλεκτροφωτισμού κοινοχρήστων χώρων. Τα έργα εκτελεσθήσονται βάσει μελετών νομίμως εγκεκριμένων κατά τας διατάξεις του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος και εντός τετραετίας από της επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως. Η έναρξις της εκτελέσεως των έργων δέον να γίνη από του πρώτου έτους της εγκρίσεως των μελετών των έργων και καθ` έκαστον έτος της τετραετίας δέον να εκτελήται ανάλογον μέρος αυτών. Η παρακολούθησις της εκτελέσεως και η παραλαβή αυτών γενήσεται υπό της τεχνικής υπηρεσίας του δήμου ή κοινότητος. Αν μετά πάροδον εκάστου έτους δεν εκτελεσθή το ανάλογον μέρος των έργων ή μετά την τετραετίαν δεν ολοκληρωθή η εκτέλεσις αυτών, ο δήμος ή κοινότης κατόπιν αποφάσεως του συμβουλίου εγκρινομένης υπό του νομάρχου βεβαιοί και εισπράττει εις ολόκληρον την υπό του παρόντος προβλεπομένην εισφοράν. Κατά της αποφάσεως του νομάρχου επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού των Εσωτερικών εντός δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως . Η εκτέλεσις του έργου εν όλω ή εν μέρει βεβαιούται δι` εκθέσεως της ανωτέρω τεχνικής υπηρεσίας.
6. Της εισφοράς εξαιρούνται παλαιοί συγκεκροτημένοι συνοικισμοί εις πόλεις ή κωμοπόλεις, ων το σχέδιον ευρίσκεται υπό κατάρτισιν ή δεν ωλοκληρώθη εισέτι, εφ` όσον τούτο ήθελε διαπιστωθή υπό επιτροπής αποτελουμένης εκ του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος, του νομομηχανικού και του οικονομικού εφόρου. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν ισχύει δια τους δήμους και κοινότητας της τέως διοικήσεως πρωτευούσης και του τέως δήμου Θεσσαλονίκης.
Όπως προκύπτει, οι αναφερόμενες εισφορές είναι αποκλειστικά χρηματικές (όχι σε γη, όπως ορίζεται στη συνέχεια με τον Ν. 1337/1983, βλ. παρακάτω), και, ως εκ τούτου, δεν διαπλέκονται με την μεταβίβαση της κυριότητος του εδάφους στον δήμο ή άλλο αρμόδιο ν.π.δ.δ. κατ’ άρθρο 1 του Ν. 690/1948.

Β.5) Διατάξεις του Ν. 1337/1983 της 12/14.3.83. Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (Α` 33) και του  Π.Δ. 93/1987 «αναμόρφωση νομοθεσίας για τους συνεταιρισμούς κ.τ.λ.»
Εξέλιξη του θεσμού της «εισφοράς» κατά τα άρθρα 38 – 40 Ν.Δ. 3033 της 6/14-10-54 (Α 258) «Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων» είναι και η εισφορά, σε γη και σε χρήμα, πλέον, κατ’ άρθρο 1337/1983, τον λεγόμενο «Νόμο Τρίτση», ο οποίος αποτελεί τομή στην πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, σε βαθμό ώστε, οι οικισμοί που εντάχθηκαν στο Σχέδιο πόλεως, να διαχωρίζονται σε «προ του 1983» και «μετά το 1983».
Εν προκειμένω, το σύνολο των επιμάχων κοινοχρήστων χώρων της Πολιτείας είχε ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 1337/1983, και όλες οι τροποποιήσεις του Ρ.Σ. (πλην της χωροθέτησης του 7ου Δημοτικού Σχολείου, του 1990) είχαν ολοκληρωθεί πριν το 1983. Πλην όμως, αμέσως ή εμμέσως, κατ’ αναλογίαν ή κατ’ αντιδιαστολή, και εν γένει για την παρακολούθηση της εξέλιξης των σχετικών πολεοδομικών θεσμών, ερμηνευτική αξία για τα ερευνώμενα ζητήματα έχουν οι παρακάτω διατάξεις του Ν. 1337/1983:
Αρθρο 2.
Γενικό πολεοδομικό σχέδιο
1. Για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ένταξης ή επέκτασης πόλης ή οικισμού κατά το προηγούμενο άρθρο καταρτίζεται γενικό πολεοδομικό σχέδιο. Το σχέδιο καλύπτει όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεοδόμηση περιοχές ενός τουλάχιστον Δήμου ή Κοινότητας.
2. Το γενικό πολεοδομικό σχέδιο περιλαμβάνει τους απαραίτητους χάρτες, σχέδια, διαγράμματα και κείμενα ώστε να περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά το νόμο αυτόν στοιχεία και ιδιαίτερα τα όρια της κάθε πολεοδομικής ενότητας, της περιοχής επέκτασης, την υποδιαίρεση της περιοχής επέκτασης σε ζώνες πυκνοδομημένες, αραιοδομημένες ή αδόμητες, τη γενική εκτίμηση των αναγκών των πολεοδομικών ενοτήτων σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις ή ενισχύσεις στον τομέα της στέγης, τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης των πολεοδομικών ενοτήτων σε συνάρτηση με τις παραπάνω ανάγκες, που αναφέρεται στις χρήσεις γης, τα κέντρα, το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, την πυκνότητα και το μέσο συντελεστή δόμησης και περιλαμβάνει τις τυχόν απαγορεύσεις δόμησης και χρήσης, την επιλογή των τρόπων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης με τον καθορισμό των αντίστοιχων ζωνών και την εκτίμηση των αναφαινομένων επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επίσης είναι δυνατό να προσδιορίζει και συγκεκριμένες περιοχές στις οποίες κατά προτεραιότητα διοχετεύονται στεγαστικά δάνεια και ενισχύσεις (Ζώνες Ειδικής Ενίσχυσης - ΖΕΕ), καθώς και πόροι για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης.

Αρθρο 8.
Εισφορά σε γη
1. Οι ιδιοκτήτες που βρίσκονται σε ζώνες πυκνοδομημένες και οι οποίες εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο με τις διατάξεις του νόμου αυτού, υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Για το ποσοστό της συμμετοχής, τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο βεβαίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 32 -39 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 "περί σχεδίων πόλεων κλπ." του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931  και των εκτελεστικών τους διαταγμάτων όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα.
2. Στις ίδιες πυκνοδομημένες ζώνες, αν ιδιοκτησία εμβαδού 500 τ.μ. και πάνω βαρύνεται λόγω της εφαρμογής των κατά την προηγούμενη παράγραφο διατάξεων με εισφορά σε γη για αυταποζημίωση ή λόγω υποχρέωσης αποζημίωσης τρίτων, με εμβαδόν λιγότερο από το εμβαδόν που προκύπτει από την εφαρμογή των ποσοστών που καθορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση μέχρι να συμπληρωθεί το ποσοστό αυτή της παρ. 4. Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται για όλες τις πυκνοδομημένες ζώνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στο άρθρο 10 του Ν. 1221/1981 περιοχές. …
3. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και βρίσκονται σε ζώνες αραιδομημένες ή αδόμητες, υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις. …
4. … [… καθορισμός ποσοστού υποχρεωτικής εισφοράς ανάλογα με το εμβαδόν του οικοπέδου …]

11. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην περιοχή επέκτασης κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ως νόμιμα υπάρχοντες κοινόχρηστοι χώροι και δεν λαμβάνονται υπόψη υπέρ των ιδιοκτητών για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη.
Αρθρο 28
Κοινόχρηστοι χώροι μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων
Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις.
Αρθρο 42
Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί - Δεύτερη κατοικία μέσα στις Ζ.Ο.Ε.
1. Με Π.Δ/γματα, που εκδίδονται μέσα σε 4 μήνες μια και μόνη φορά προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, μπορούν να καθορίζονται οι όροι και περιορισμοί και οι διαδικασίες με τις οποίες θα εγκρίνεται η πολεοδόμηση εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς και οικοδομικούς οργανισμούς που λειτουργούν ως Νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με ανάλογη εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στο κεφάλαιο Α` του νόμου αυτού.
"Η πολεοδόμηση αυτή γίνεται με τις προϋποθέσεις ότι ο συνεταιρισμός ή ο οργανισμός" …
α) Θα παραχωρήσει στον οικείο Ο.Τ.Α. χωρίς αντάλλαγμα μέρος της ιδιοκτησίας του όπως και τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και ειδικού προορισμού χώρους μέσα στο πολεοδομούμενο τμήμα και
β) Θα κατασκευάσει και θα συντηρεί τα έργα υποδομής και γενικά τα κοινόχρηστα έργα.
Τα Π.Δ/γματα της παραγράφου αυτής προβλέπουν επίσης τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του μέρους της ιδιοκτησίας του συνεταιρισμού η του οργανισμού που θα πολεοδομηθεί, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της εισφοράς σε χρήμα, τα θέματα που αναφέρονται στις εγγυήσεις που θα δίνει ο συνεταιρισμός ή τους οργανισμούς για τη πραγματοποίηση των υποχρεώσεών του και γενικά για τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
*  *  *
Η εφαρμογή των παραπάνω ρυθμίσεων του Ν.Δ. 1337/1983, σήμερα, ρυθμίζεται από το Π.Δ. 93/1987 της 9/16.4.87, με αντικείμενο Αναμόρφωση και ενοποίηση της νομοθεσίας για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, τρόπος οργάνωσης διοίκησης και λειτουργίας αυτών και πολεοδόμηση εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών και οικοδομικών οργανισμών.- (Α` 52), ως εξής:
Αρθρο 18
Πολεοδόμηση έκτασης οικοδομικών συνεταιρισμών και
οικοδομικών οργανισμών
… 2. Παραχώρηση στον ΟΤΑ.
Οι οικοδομικού συνεταιρισμοί και οικοδομικοί οργανισμοί υποχρεούνται πριν από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης να παραχωρούν με συμβολαιογραφική πράξη, η οποία αναφέρεται στο προοίμιο του π.δ/τος έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης και χωρίς απαίτηση αποζημίωσης στον οικείο ΟΤΑ.
α) Τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και ειδικών χρήσεων χώρους που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη και αποτελούν το 30 - 40% τουλάχιστον του πολεοδομούμενου τμήματος. Για τον ακριβή καθορισμό του ποσοστού που καταλαμβάνουν οι χώροι αυτοί λαμβάνονται υπόψη οι προτεραιότητες του άρθρου 21 σε συνδυασμό με τις ειδικές πολεοδομικές απαιτήσεις και μορφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην έκταση του οικοδομικού συνεταιρισμού ή οικοδομικού οργανισμού κοινόχρηστοι χώροι συνυπολογίζονται στο παραπάνω ποσοστό.
β) Οικοδομήσιμη επιφάνεια σε ποσοστό 5% επί της συνολικής οικοδομήσιμης επιφάνειας της έκτασής τους, μετά την αφαίρεση των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων που παραχωρούνται στον οικείο ΟΤΑ κατά την προηγούμενη παράγραφο. Η επιφάνεια αυτή προορίζεται για κοινωφελείς σκοπούς ή για την εκτέλεση στεγαστικών προγραμμάτων και η θέση της καθορίζεται με το π.δ/γμα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης.
Παρ. 4 εδ. β): Ο οικοδομικός συνεταιρισμό ή οικοδομικός οργανισμός καταρτίζει και υποβάλλει στο Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ πριν από τη έγκριση της πολεοδομικής μελέτης πρόγραμμα κατασκευής των έργων τεχνικής υποδομής. Η υποχρέωση του οικοδομικού συνεταιρισμού ή οικοδομικού οργανισμού για εισφορά σε χρήμα εξαντλείται με τις υποχρεώσεις του για τη μελέτη, κατασκευή και συντήρηση των έργων τεχνικής υποδομής στην ιδιοκτησία του. …
Παρ. 5. Εφαρμογή σχεδίου - έργα υποδομής.
α) Μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης ο οικοδομικός συνεταιρισμός και οικοδομικός οργανισμός υποχρεούται να αναθέτει την εφαρμογή του σχεδίου στο έδαφος και να κατασκευάζει και συντηρεί τα έργα τεχνικής υποδομής, και γενικά τα κοινόχρηστα έργα στην έκταση της ιδιοκτησίας του. …
* * *

IV. Εξέλιξη του νομοθετικού πλαισίου για τους Συνεταιρισμούς σε συνάρτηση με την σύνταξη και τις τροποποιήσεις του Καταστατικού του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία»
Α. Εξέλιξη Νομοθετικού Πλαισίου για τους Συνεταιρισμούς
Νομολογιακά, οι Συνεταιρισμοί ορίζονται  ως ιδιότυπες ενώσεις προσώπων που συνεργάζονται για την προάσπιση και προαγωγή των περιουσιακών, επαγγελματικών και λοιπών συμφερόντων τους, αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η οργάνωση και δράση των οποίων, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που καθιερώνει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα, με τις επί μέρους διατάξεις του, τελεί υπό την προστασία και την εποπτεία του Κράτους.
Ο Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» ΣυνΠ.Ε. [περιορισμένης ευθύνης] ιδρύθηκε με τον αρχικό τίτλο «Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών «Νέα Πολιτεία»», σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 602/31-12-1914 (ΦΕΚ 33/24-1-1915) και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του. Ο Ν. 602/1915 αναφέρεται καταρχάς σε κάθε συνεταιρισμό, και όχι ειδικά στους Οικοδομκούς Συνεταιρισμούς. Κατά τον γενικό ορισμό του άρθρου 1:
«Συνεταιρισμός κατά την έννοια του παρόντος νόμου είναι η εταιρεία, ήτις αποτελείται εκ συνεταίρων, ών ο αριθμός και οι εισφοραί είναι μεταβλητά και σκοπεί την δια συνεργασίας των συνεταίρων προαγωγήν της ιδιωτικής οικονομίας εκάστου αυτών.
Τοιούτοι συνεταιρισμοί είναι ιδία οι πιστωτικοί, οι συνεταιρισμοί αγοράς, πωλήσεως, καταναλώσεως, οι παραγωγικοί, οι οικοδομικοί».
Στο ελάχιστο περιεχόμενο που, βάσει του άρθρου 5, «απαιτείται πάντως να περιέχη…» το καταστατικό του συνεταιρισμού ορίζονται, μεταξύ άλλων, και ο σκοπός, οι όροι της παραδοχής και της εξόδου των συνεταίρων, καθώς και …
Παρ. 10: «… τον τρόπον του υπολογισμού των κερδών και ζημιών, της διανομής αυτών μεταξύ των συνεταίρων, εφόσον δεν την αποκλείει το καταστατικόν, του σχηματισμού αποθεματικού κεφαλαίου…».
Με το άρθρο 12 ορίζεται ότι ο συνεταιρισμός έχει εμπορική ιδιότητα.
Στο άρθρο 22 ορίζεται ότι ο συνεταιρισμός ιδρύεται με απεριόριστη ή με περιορισμένη ευθύνη των συνεταίρων (κατά το άρθρο 6, στην επωνυμία πρέπει να περιέχεται η ένδειξη, αντιστοίχως: Συν.Π.Ε. ή Συν.Α.Ε.).
*  *  *
Το Νομικό Πλαίσιο των Οικοδομικών Συνεταιρισμών ρυθμίζεται περαιτέρω με τον Α.Ν. 201/1967 της 27/28.11.1967. Περί ειδικών διατάξεων επί Οικοδομικών Συνεταιρισμών. (Α. 215), όπου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Στο άρθρο 1 παρ. 1: Ως Οικοδομικός Συνεταιρισμός κατά την έννοιαν του παρόντος νοείται πας Συνεταιρισμός, ανεξαρτήτως της επωνυμίας αυτού, όστις, εκ του περιεχομένου του καταστατικού του, έχει ως κύριον ή παράλληλον σκοπόν την απόκτησιν και διανομήν εις τα μέλη αυτού εκτάσεων, αστικών ή εξοχικών, διά την ανέγερσιν οικοδομής ή την καθ` οιονδήποτε τρόπον, στεγαστικήν ή μη εξυπηρέτησιν τούτων, εξαιρέσει της αποσκοπούσης εις την γεωργικήν δασονομικήν ή αγροτικήν εν γένει εκμετάλλευσιν.
`Στο άρθρο 4 παρ. 3 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν.Δ. 886/1971, ΦΕΚ Α 109):
"3. Οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί δικαιούνται να αγοράζουν μόνον τας αναγκαιούσας εις την οικιστικήν εξυπηρέτησιν των μελών αυτών εδαφικάς εκτάσεις….»
*  *  *
Το νομοθετικό πλαίσιο των οικοδομικών Συνεταιρισμών τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το Ν.Δ. 886 της 24/31.5.1971: «Περί διατάξεων τινών αφορωσών εις Οικοδομικούς Συνεταιρισμούς». (Α` 109).
Ανάμεσα στις ουσιώδεις μεταβολές, αναφέρουμε τις εξής:
`Αρθρον 7.
1. Οι μέχρι της ισχύος του παρόντος καθ` οιονδήποτε τρόπον συμβληθέντες τρίτοι, μετ` Οικοδομικού Συνεταιρισμού, προς αγοράν ακινήτων εκ των υπ` αυτού διανεμομένων, εγγράφονται τη αιτήσει αυτών, ως μέλη του Συνεταιρισμού τούτων, εφ` όσον πληρούν και τους λοιπούς υπό του Ν. 602/1915 "περί Συνεταιρισμών", ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως απαιτουμένους όρους έστω και εάν δεν συντρέχουν εν τω προσώπω αυτών, αι υπό του Καταστατικού του Συνεταιρισμού προβλεπόμεναι προϋποθέσεις και ιδιότητες. Οι ούτως εγγραφόμενοι, ως συνεταίροι ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της διαχειρίσεως της προ της εγγραφής αυτών κτηθείσης περιουσίας του εις ον εγγράφονται Οικοδομικού Συνεταιρισμού, ουδέ ευθύνονται διά τας υποχρεώσεις του Συνεταιρισμού τας συναφθείσας προ της εγγραφής των ως μελών αυτού, επιφυλασσομένων των εκ της μεταξύ αυτών και του Συνεταιρισμού συναφθείσης συμβάσεως απορρεουσών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
2. Διά την εφαρμογήν του εδαφ. 1 της προηγουμένης παραγράφου οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί υποχρεούνται όπως εντός εξαμήνου προθεσμίας από της ισχύος του παρόντος καλέσουν, δι` επί αποδείξει επιδοτέας προσκλήσεως, τους μετ` αυτών συμβληθέντας τρίτους προς υποβολήν της περί εγγραφής εις τον Συνεταιρισμόν αιτήσεώς των υποβλητέας εντός διμήνου προθεσμίας από της επιδόσεως της περί τούτου προσκλήσεως.
`Αρθρον 8.
1. Τα υπό των Οικοδομικών Συνεταιρισμών κτώμενα, επί σκοπώ οικιστικής εξυπηρετήσεως των μελών αυτών, ακίνητα απαγορεύεται να μεταβιβάζωνται εις τρίτους μη συνεταίρους.
Αι κατά παράβασιν της διατάξεως ταύτης μετά του Συνεταιρισμού συναπτόμεναι δικαιοπραξίαι είναι άκυροι.
2. Εξαιρούνται της απαγορεύσεως ταύτης αι περιπτώσεις αι αναφερόμεναι εις τας προ της ισχύος του παρόντος αναληφθείσας διά συμβολαιογραφικών πράξεων ή χρηματικών προς τους Συνεταιρισμούς καταβολών διά μόνης εκδόσεως σχετικών αποδείξεων, υποχρεώσεις περί μεταβιβάσεως εις τρίτους ακινήτων εκ των υπ` αυτών διανεμομένων, εφ` όσον οι τρίτοι ούτοι δεν καθίστανται μέλη του Συνεταιρισμού συμφώνως τω άρθρω 7 του παρόντος.
Αι κατά την παρούσαν παράγραφον απλαί αποδείξεις χρηματικών καταβολών ισχύουν και λαμβάνονται υπ` όψιν, εφ` όσον φέρουν βεβαίαν χρονολογίαν, αποδεικνυομένην διά πράξεως του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου ή της κατοικίας του καταβαλόντος, περιαπτομένης επί του σώματος αυτών εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από της ισχύος του παρόντος κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Η πράξις αύτη καταχωρείται εις το βιβλίον πράξεων και εκθέσεων του Ειρηνοδικείου διά της αναγραφής εν αυτώ κατ` αύξοντα αριθμόν του ονοματεπωνύμου του αιτούντος, του τίτλου του Οικοδομικού Συνεταιρισμού και της χρονολογίας θεωρήσεως της αποδείξεως.
"3. Επίσης εξαιρούνται της εν παραγρ. 1 του παρόντος απαγορεύσεως αι ανταλλαγαί ακινήτων μεταξύ Οικοδομικών Συνεταιρισμών και Ν.Π.Δ.Δ. επιδιωκόντων κατά κύριον λόγον οικιστικούς σκοπούς εν τω τέλει πολεοδομικής τακτοποιήσεως των ανηκουσών εις έκαστον των συμβαλλομένων εκτάσεων".
Άρθρο 13
1. Τα δικαιώματα των Οικοδομικών Συνεταιρισμών επί κοινοχρήστων χώρων, κειμένων επί κτηθεισών ή εφεξής κτωμένων, υπ’ αυτών εκτάσεων προς δημιουργίαν οικισμών, περιέρχονται αυτοδικαίως εις τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα άνευ ανταλλάγματος .
2. Πάσαν αμφισβήτησιν επί της εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου επιλύει το αρμόδιον κατά περίπτωσιν Πρωτοδικείον.
*  *  *
Η νομοθεσία περί Οικοδομικών Συνεταιρισμών άλλαξε στη συνέχεια, αφού, δυνάμει του άρθρου 42 του Ν. 1337/1983 (βλ. παραπάνω), δημοσιεύτηκε καταρχάς το Π.Δ. 17/1984, το οποίο καταργήθηκε με την δημοσίευση του Π.Δ. 93/1987: «Αναμόρφωση και ενοποίηση της νομοθεσίας για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, τρόπος οργάνωσης διοίκησης και λειτουργίας αυτών και πολεοδόμηση εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών και οικοδομικών οργανισμών.- (Α` 52).».
Μεταξύ των σημαντικών διατάξεων του εν λόγω Π.Δ., αναφέρουμε τις εξής:
Αρθρο 1
Ορισμός - σκοπός
Οικοδομικός συνεταιρισμός είναι κάθε συνεταιρισμός που έχει από το Καταστατικό του, αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση για τα μέλη του, κατοικιών σε αστικές ή παραθεριστικές περιοχές ή την εν γένει αναμόρφωση, ανάπλαση και εξυγίανση περιοχών κατοικίας προς όφελος μόνον των μελών του.
Αρθρο 2
Κατηγορίες οικοδομικών συνεταιρισμών
1. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί διακρίνονται σε:
α) Αστικούς οικοδομικούς συνεταιρισμούς.
β) Παραθεριστικούς οικοδομικούς συνεταιρισμούς.
2. Αστικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί είναι:
α) Οι συνεταιρισμοί που έχουν σκοπό να αποκτήσουν τα μέλη τους κύρια κατοικία. Δικαίωμα συμμετοχής σε αστικούς οικοδομικούς συνεταιρισμούς έχουν μόνο όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος Π.Δ/τος και στερούνται κύριας κατοικίας στον τόπο μόνιμης διανομής τους που βεβαιώνεται από τον ενδιαφερόμενο με υπεύθυνη δήλωση του Α.Ν. 105/69 και αποδεικνύεται με αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης, καθώς και όταν η κατοικία που διαθέτουν δεν πληρεί τις στεγαστικές τους ανάγκες, σύμφωνα με την παράγρ. 4 δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 της υπ` Γ. 622/61/1984 απόφασης του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΦΕΚ 9Β/1984).
β) Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που αποσκοπούν στην αναμόρφωση, ανάπλαση και εξυγίανση διαμορφωμένων περιοχών κύριας κατοικίας εφόσον προβλέπονται από εγκεκριμένο ΓΠΣ. Δικαίωμα συμμετοχής σ` αυτούς τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς έχουν μόνο όσοι έχουν ιδιοκτησία στην περιοχή.

4. Τρόποι εξασφάλισης κατοικίας.
Ολοι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί μπορούν να εξασφαλίσουν κατοικία για τα μέλη τους με τους παρακάτω τρόπους:
α) Με παραγωγή κατοικιών από ενιαίο κατασκευαστικό φορέα.
β) Με διανομή αυτοτελών οικοπέδων για την ανέγερση κατοικιών από τα μέλη.
γ) Με απ` ευθείας αγορά έτοιμων κατοικιών.
δ) Με συνδυασμό των παραπάνω περιπτώσεων και με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του παρόντος Π.Δ/τος.
Άρθρο 5: …
9. Απαγορεύεται η μεταβολή του σκοπού και της κατηγορίας του Οικοδομικού Συνεταιρισμού με ποινή διάλυσής του, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 16 του παρόντος. Στην περίπτωση Οικοδομικού Συνεταιρισμού της παραγρ. 11.3 του άρθρου 4 του παρόντος απαγορεύεται επίσης η μεταβολή ως προς τον τρόπο στεγαστικής εξυπηρέτησης των μελών με ποινή διάλυσης.
Αρθρο 24
Υπάρχοντες οικοδομικοί συνεταιρισμοί με εγκεκριμένο σχέδιο
Οσοι από τους υπάρχοντες οικοδομικούς συνεταιρισμούς και οικοδομικούς οργανισμούς είχαν κατά τη δημοσίευση του π.δ/τος 17/84 εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και δεν έχουν διαλυθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος π.δ/τος οφείλουν μέσα σε διάστημα 1 χρόνου από τη δημοσίευση του να υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων έκθεση πεπραγμένων μετά την έγκριση του ρυμοτομικού τους σχεδίου καθώς και πρόγραμμα ολοκλήρωσης των έργων υποδομής μέσα στην έκτασή τους. Το πρόγραμμα εγκρίνεται από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ και η ολοκλήρωση της εφαρμογής του από τον οικοδομικό συνεταιρισμό ή οικοδομικό οργανισμό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία κοινοποίησης στον οικοδομικό συνεταιρισμό ή οικοδομικό οργανισμό της παραπάνω απόφασης έγκρισης του προγράμματός του. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση του οικοδομικού συνεταιρισμού ή του οικοδομικού οργανισμού βασισμένη σε αντικειμενικές δυσκολίες και λόγους. Εάν δεν τηρηθούν οι προθεσμίες, ο Υπουργός ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 παραγρ. 5β του παρόντος.
*  *  *
Β. Επισήμανση ορισμένων κρισίμων διατάξεων του Καταστατικού του «Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία» ΣυνΠΕ»
Στο από 12/3/1948 Καταστατικό του «Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών και πρώην Βουλευτών και Γερουσιαστών «Νέα Πολιτεία»», με έδρα την Αθήνα, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Στο άρθρο 3ο, ως σκοπός του Συνεταιρισμού:
Ο Συνεταιρισμός έχει αποκλειστικόν σκοπόν την παρ’ εκάστου των μελών αυτού απόκτησιν οικίας και κατοικίας και την βελτίωσιν του εντός ή περί της οικίας ταύτης κοινοχρήστου χώρου, άνευ διανομής κέρδους.
Ο Συνεταιρισμός έχει σκοπόν κυρίως να εξασφαλίση δια τους συνεταίρους του ιδιόκτητον κατοικίαν, γενικώτερον δε να επιλαμβάνηται και να μεριμνά των ζητημάτων στεγάσεως αυτών, τόσον από απόψεως καταλληλότητος και επαρκείας, όσον και από απόψεως υγιεινής. Προσέτι, προς γενικωτέραν εξυπηρέτησιν των συνεταίρων, ο Συνεταιρισμός δύναται να αναλαμβάνη και την εκπροσώπησιν, παρακολούθησιν και διαχείρισιν πάσης τυχόν ακινήτου περιουσίας τούτων και ενεργεί ως εντολοδόχος αυτών.
Στο άρθρο 4, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι: «προς εκπλήρωσιν του σκοπού του, ο Συνεταιρισμός δύναται να προβαίνει: …
«…4. Εις την ανοικοδόμησιν κατοικιών καταλλήλων δια την στέγασιν συνεταίρων.
5. Εις την μελέτην και εκτέλεσιν των απαιτουμένων έργων δια την βελτίωσιν και συμπλήρωσιν ιδιοκτήτων κατοικιών συνεταίρων.
6. Εις την εκτέλεσιν έργων ή και την ανέγερσιν κτιρίων κοινής ωφελείας και εξυπηρετήσεως διά τε τους συνεταίρους και τους χώρους ένθα ομαδικαί στεγάσεις τούτων …
8.  Εις την διάθεσιν παντός ακινήτου προερχομένου εξ αγοράς δια διαθεσίμων του Συνεταιρισμού, εφόσον τούτο ήθελε κριθή σκόπιμον ή επωφελέστερον.
9. Εις την σύναψιν βραχυχρονίων ή μακροχρονίν συμβάσεων μισθώσεων αστικών ή μη ακινήτων προς εξυπηρέτησιν συνεταίρων ή την δι’ εκμεταλλεύσεως τούτων επικουρικήν ενίσχυσιν προς επίτευξιν των σκοπών του Συνεταιρισμού»
Στο άρθρο 6 ορίζονται οι προϋποθέσεις εισόδου μελών (Βουλευτής ή πρώην Βουλευτής ή Γερουσιαστής, συγγενής του, κατ’ εξαίρεση δημόσιος υπάλληλος, σε ελεγχόμενο ποσοστό) .
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Καταστατικού, στα δικαιώματα των συνεταίρων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα …
«2) Να ζητούν ενυπόθηκα δάνεια επί τόκω εκ του ταμείοιυ του Συνεταιρισμού, εφόσον επαρκούν τα μέσα αυτού.
3) Να απολαμβάνωσιν εν γένει των έργων κοινής ωφελείας των υπό του Συνεταιρισμού εκτελουμένων».
Η ονομασία του Συνεταιρισμού τροποποιείται στην σημερινή, «Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» ΣυνΠ.Ε.», με την Γ.Σ. του Συνεταιρισμού της 22/12/1968, που εγκρίθηκε με την απόφαση 15715/552/31-3-1959 του Υπουργού Εργασίας.
*  *  *
Υπό το νομοθετικό καθεστώς των Α.Ν. 201/1967 και Ν.Δ. 886/1971 διαμορφώθηκε στην σημερινή του μορφή το Καταστατικό του Συνεταιρισμού, το οποίο εγκρίθηκε καταρχάς στην Γ.Σ. της 22/12/1968, αλλά εγκρίθηκε με την αρ. Δ4/19268/12-2-1972 Απόφαση του Υπουργού Κοινωνιών Υπηρεσιών, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 217/10-3-1972.
Ανάμεσα στις διαφορές του Καταστατικού του 1972, σε σχέση με αυτό του 1949, επισημαίνουμε:
Στο άρθρο 2, αναφέρεται ρητά η εμπορική ιδιότητα του Συνεταιρισμού, κατ’ άρθρο 12 του Ν. 602/1915.
Το άρθρο 3 (σκοπός) παραμένει ακριβώς όπως στο Καταστατικό του 1949.
Το άρθρο 4, όπου ορίζονται οι ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει ο Συνεταιρισμός για την εκπλήρωση του σκοπού του, εμπλουτίζεται σημαντικά, σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο του Καταστατικού του 1949, χωρίς, όμως, να αλλάξουν ορισμένοι βασικοί χαρακτήρες του. Έτσι, οι παρ. 4, 5 και 6, παραμένουν όπως και στο Καταστατικό του 1949, όπως και οι παράγραφοι 8 και 9 του Καταστατικού του 1949, οι οποίες, όμως, έχουν αριθμηθεί ως παρ. 10 και 11. Ως παράγραφος 8, προστίθεται η εξής: «… Εις την σύναψιν συμβάσεων μεθ’ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, δι’ ών θα ανατίθητε η μελέτη, η τοπογράφησις, ρυμοτόμησις και κατάτμησις οικοπεδικών εκτάσεων εις οικόπεδα και κοινοκτήτους – κοινοχρήστους χώρους, τηρουμένης, όπου απαιτείται, της διαδικασίας του Νόμου και ειδικότερων του Β.Δ. 1059/1966 »
Σημαντική, εν συνεχεία, είναι η μεταρρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 16, το οποίο αφορά τα δικαιώματα των Συνεταραίρων, και η οποία, σε σχέση με την προηγούμενη διατύπωση , διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Να απολαμβάνωση εν γένει όλων των υπό του Συνεταιρισμού λαμβανομένων υπέρ των συνεταίρων μέτρων, συμφώνως προς το καταστατικόν και τας αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως»
Σημαντική είναι, επίσης, η αναμόρφωση του άρθρου 17, το οποίο ονομάζεται «πόροι και εργασίαι του Συνεταιρισμού», και στο οποίο προστίθεται, μεταξύ άλλων, η εξής παράγραφος:
«Η αγορά των γηπέδων θα ενεργήται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου κατόπιν αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως, … Επί της εξευρεθησομένης εκτάσεως θα αφεθούν οι αναγκαίοι εκτός διανομής χώροι δια την εκτέλεσιν έργων ρυμοτομίας, οδοποιίας και λοιπών κοινοχρήστων και κοινωφελών έργων, συμφώνως προς το εγκεκριμένον σχέδιον πόλεως κατ’ εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων, η δε απομένουσα συμφώνως τω σχεδίω έκτασις προς ανέγερσιν οικισμού θα κατανεμηθεί εις άρτια οικόπεδα και θα διανεμηθεί δια κλήρου εις τα μέλη του Συνεταιρισμού».
*  *  *
Το Καταστατικό του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία», σύμφωνα με τα δεδομένα που τέθηκαν υπόψη της παρούσας Γνωμοδότησης, δεν τροποποιήθηκε, υπό το νεότερο νομικό καθεστώς των Συνεταιρισμών του Π.Δ. 93/1987. Έτσι, η τελευταία μορφή του, είναι η τροποποίηση του 1972.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτοδίκαια, κάθε τυχόν αντίθεση μεταξύ διατάξεων του Καταστατικού και αυτών του Ν. 1337/1983 και του Π.Δ. 93/1987, στο βαθμό που εφαρμόζονται στον εν λόγω Συνεταιρισμό, θα σημαίνει και την ακυρότητα των πρώτων .


V. Ερμηνεία των διατάξεων του Ν.Δ. της 17 Ιουλ./16 Αυγ. 1923, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 690/1948 ενόψει και της συναφούς νομοθεσίας που παρατέθηκε
Από την παράθεση των παραπάνω βασικών διατάξεων που ορίζουν το νομοθετικό καθεστώς της θέσπισης και της εφαρμογής ενός σχεδίου πόλεως, προκύπτουν οι εξής αρχές:

V.1. Περιπτώσεις νόμιμης περιέλευσης γης σε Δήμους και ν.π.δ.δ. χωρίς απαλλοτρίωση: Ν.Δ. 17/7/1923, Ν.Δ. 690/1948, Ν. 1337/1983
1) Τα δύο πλέον σχετικά, εν προκειμένω, νομοθετήματα, δηλαδή το από 17-7-1923 Ν.Δ. και το Ν.Δ. 690/1948 είναι ισχύος κοινού τυπικού νόμου με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, ως κοινά νομοθετήματα, πρέπει να εναρμονίζονται (και λαμβάνεται μέριμνα να εναρμονίζονται) με τις βασικές συνταγματικές αρχές και διατάξεις.
2) Το Ν.Δ. της 17/7/1923 ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 690/1948. Συνεπώς, το πλαίσιο της υφισταμένης νομοθεσίας προκύπτει από την συνδυασμένη ερμηνεία των δύο ως άνω νομοθετημάτων .
3) Περαιτέρω, τα σχέδια πόλεως θεσπίζονται και τροποιούνται με Ρυμοτομικά Διατάγματα (κατά περιόδους, Βασιλικά ή Προεδρικά Διατάγματα και, από το 1986 και μετά, στο πλαίσιο της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, και με αποφάσεις του Νομάρχη), τα οποία εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση καταρχάς των δύο, ως άνω, νομοθετημάτων.
4) Τα εκδιδόμενα βάσει των παραπάνω νομοθετημάτων Ρυμοτομικά Διατάγματα και Νομαρχιακές αποφάσεις, ως νομοθετήματα [στον βαθμό που συνιστούν κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως] κατώτερης ιεραρχικής βαθμίδας, αλλά και ως διοικητικές πράξεις, υποκείμενες στην αρχή της νομιμότητας, ελέγχονται όσον αφορά την συμφωνία τους με το ΣΥΝΟΛΟ των διατάξεων των ως άνω νομοθετημάτων (τυπικών νόμων). Είναι ευνόητο ότι, από τις ισχύουσες διατάξεις τυπικών νόμων, σε κάθε περίπτωση ορισμένες εφαρμόζονται, και ορισμένες όχι. Αυτό, όμως, είναι ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής της κάθε διάταξης νόμου (επίσης: ερμηνείας και εφαρμογής του οικείου νομοθετικού διατάγματος).
5) Βασική αρχή ελέγχου της νομιμότητας, αλλά και ερμηνείας του κάθε Ρυμοτομικού Διατάγματος, είναι ο περιορισμός του καταρχάς από τα όρια της εξουσιοδοτήσεως, όπως αυτή περιέχεται στις κατ’ ιδίαν εξουσιοδοτικές διατάξεις του σχετικού Νομοθετήματος. Είναι σαφές, όπως προαναφέρθηκε, ότι κάθε Ρ.Δ. εκδίδεται δυνάμει ορισμένων νομοθετικών διατάξεων. Πλην όμως, δεν ανήκει στον εκδότη του Ρυμοτομικού Διατάγματος να επιλέξει ποιες διατάξεις θα εφαρμόσει, και ποιες όχι. Για τον λόγο αυτό, το ποιες νόμιμες διατάξεις αναφέρονται στο προοίμιο του κάθε Ρυμοτομικού Διατάγματος ή απόφασης, έχει μόνο ενδεικτική (σχετική) ερμηνευτική αξία, και δεν είναι αποφασιστικό για την ερμηνεία και εφαρμογή, ούτε των νόμων, ούτε του ίδιου του Ρυμοτομικού Διατάγματος .
6) Βασική αρχή, η οποία διατρέχει το Ν.Δ. της 17/7/1923, είναι η προσπάθεια εναρμόνισης μεταξύ δύο αρχών:
(i) Της αρχής της «θεραπείας» των λειτουργικών αναγκών των υπό ίδρυση οικισμών, ειδικότερα «των προβλεπομένων αναγκών κατά τους υπό της υγιεινής, της ασφαλείας, της οικονομίας και της αισθητικής επιβαλλομένους όρους» (βλ. άρθρο 1 παρ. 1). Για την θεραπεία των αναγκών αυτών, ορίζονται, μεταξύ άλλων, και ότι, το εκδιδόμενο Διάταγμα ορίζει: «Τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους…»
(ii) Της αρχής της εξισορρόπησης μεταξύ δύο αρχών:
(1) της προστασίας της κοινής ωφέλειας, την οποία θεραπεύει η θέσπιση των κοινοχρήστων χώρων και εκείνων που αποσκοπούν σε κοινωφελείς σκοπούς. Με το σημερινό Σύνταγμα, ο σκοπός αυτός προστατεύεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος.
(2) Της προστασίας της ιδιοκτησίας. Με το σημερινό Σύνταγμα, ο σκοπός αυτός προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος.
7) Το σύστημα που υιοθετείται, καταρχάς με το Ν.Δ. της 17/7/1923 είναι το εξής:
(i) Κατά κανόνα , οι ιδιοκτησίες που απαιτούνται για τους κοινοχρήστους και κοινωφελείς χώρους, απαλλοτριώνονται και αποζημιώνονται, όπως ορίζεται στο άρθρο 30 του ιδίου Ν.Δ. (βλ. και άρθρο 22 παρ.1) .
(ii) Κατ’ εξαίρεση, κατά το άρθρο 7 του Ν.Δ. της 17/7/1923, προβλέπεται η χωρίς απαλλοτρίωση και αποζημίωση παραχώρηση στο δημόσιο ή στον οικείο δήμο «δωρεάν γηπέδων καταλαμβανομένων υπό κοινοχρήστων χώρων ή προοριζομένων δια κοινωφελείς σκοπούς», στην περίπτωση που η είσοδος περιοχής στο σχέδιο πόλεως επισπεύδεται από τους ιδιοκτήτες μεγάλων εδαφικών εκτάσεων.
Ως δωρεάν παραχωρούμενοι χώροι, στην περίπτωση του άρθρου 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ., νοούνται οι χώροι του άρθρου 2 παρ. 1.α) [«κοινόχρηστοι»] και β) [«κοινωφελείς»] του ιδίου νομοθετήματος. Είναι, δηλαδή, οι χώροι οι οποίοι, εάν δεν παραχωρούνταν δωρεάν κατά το άρθρο 7, θα έπρεπε να απαλλοτριωθούν κατά το άρθρο 30. Μόνο έτσι ερμηνεύεται στην συστηματική του πληρότητα το από 17/7/1923 Ν.Δ.  
Οι προϋποθέσεις της περιέλευσης των «δωρεάν γηπέδων» στο δημόσιο, τίθενται στο ίδιο το άρθρο 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ., και είναι οι εξής:
(1) Επίσπευση  της εισόδου της περιοχής στο σχέδιο πόλεως από τους ιδιοκτήτες (ιδίως: προκειμένου περί μεγάλων εκτάσεων).
(2) Καταβολή εγγυήσεως από τους ενδιαφερόμενους στο Δημόσιο ή στον οικείο Δήμο.
(3) Ορισμός των υποχρεώσεων παράδοσης των χώρων στο οικείο Βασιλικό Διάταγμα, με το οποίο εισέρχεται η περιοχή στο σχέδιο πόλεως.
(4) Σύμβαση μεταξύ των ιδιοκτητών και του δημοσίου ή του οικείου Δήμου, με την οποία αποξενώνονται οι ιδιοκτήτες της κυριότητας των κοινοχρήστων χώρων (ή αναλαμβάνουν να αποζημιώσουν τυχόν άλλους ιδιοκτήτες), οι οποίοι, από της κυρώσεως της συμβάσεως με Β.Δ. (δημοσιευόμενο στο ΦΕΚ) ισχύει ως τίτλος μεταβίβασης της κυριότητας της έκτασης στο Δημόσιο.
8) Στην βάση της παραπάνω λογικής, προβλέπεται η δωρεάν παράδοση εκτάσεων από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες στο Δημόσιο, με μια διαδικασία, της οποίας το ουσιαστικό και το τυπικό σκέλος έχουν ως εξής:
(i) Ουσιαστικώς, το Δημόσιο «ανταλλάσσει», τρόπον τινά, τις αναγκαίες γαίες για την κατασκευή κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, με την είσοδο της συνολικής έκτασης στο σχέδιο πόλεως, με άλλα λόγια: με την άδεια οικοδόμησης και την αύξηση της αξίας του. Από ορισμένες διατάξεις, μάλιστα (όπως η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Π.Δ. 690/1948, προκύπτει ότι οι επισπεύδοντες την είσοδο μιας περιοχής στο σχέδιο πόλεως, διαφήμιζαν το πωλούμενο προϊόν με πληροφορίες όπως ότι «θα περάσει ο δρόμος», κ.τ.λ. ).
(ii) Τυπικώς, με μια σύμβαση μεταξύ ιδιοκτητών και δημοσίου. Στην Σύμβαση αυτή, παρά τα έντονα χαρακτηριστικά δημοσίου δικαίου που παρατηρούνται, ιδίως κατά τα τυπικά χαρακτηριστικά της (πρόβλεψή της με διάταγμα, επικύρωσή της με διάταγμα, δημόσιος σκοπός των παραδιδομένων εκτάσεων, ως κοινοχρήστων και κοινωφελών), ο «πυρήνας» είναι μια σύμβαση «ιδιωτικού δικαίου»: ο ιδιοκτήτης αποξενούται της κυριότητας των κοινοχρήστων και κοινωφελών εκτάσεων, η οποία και περιέρχεται στο δημόσιο ή στον οικείο δήμο . Για τον λόγο αυτό, στην μεταγενέστερη νομολογία και ερμηνεία του νόμου, ελήφθη πρόνοια να υπάρχει επαρκής συμμετοχή του ιδιοκτήτη ή εκμεταλλευτή της συγκεκριμένης έκτασης, στην κατά πλάσμα του νόμου «σύμβαση», που συνιστά η «αίτηση» του ιδίου και η «αποδοχή» από μέρους του Κράτους, γιατί αλλιώς παραμένει ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας .
*  *  *
9) Το νομοθετικό καθεστώς του Ν.Δ. 17/7/1923 συμπληρώθηκε, διορθώθηκε και διευκρινίστηκε ουσιαστικά με το Ν.Δ. 690/1948. Από τον συνδυασμό των δύο νομοθετημάτων προκύπτει ότι, συστηματικά, η συμμετοχή του ιδιοκτήτη ή εκείνου που έχει αναλάβει την εκμετάλλευση των εκτάσεων, μπορεί να συναχθεί από ευρεία κατηγορία πράξεών ή συμπεριφορών του, που είναι:
(i) Πριν, κατά ή και μετά την έγκριση του Ρυμοτομικού Σχεδίου: η αναγγελία ότι κάποιος χώρος της ιδιοκτησίας του θα γίνει κοινόχρηστος, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 690/1948, με την οποία ορίζεται ότι, πλην των κοινοχρήστων χώρων που καθορίζονται με Ρυμοτομικό Διάταγμα, καθίστανται κοινόχρηστοι χώροι και χώροι, οι οποίοι δεν καθωρίσθησαν μεν κοινόχρηστοι από το ρυμοτομικό σχέδιο, τους οποίους όμως οι επισπεύσαντες την έγκριση του σχεδίου εκδήλωσαν, με οποιονδήποτε τρόπο (επαγγελία, διαφημιστικών χαρτών, διαγραμμάτων ή αγγελιών προς τον σκοπόν της προσελεύσεως αγοραστών και εν γένει καθ` οιονδήποτε τρόπον) την πρόθεσή τους να θέσουν τούτους εις την χρήσιν του κοινού. Η διάταξη αυτή ενισχύει την ουσιαστική  κατοχύρωση των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων από την όλη ρύθμιση του Ν.Δ. 690/1948 .
(ii) Συμμετοχή στην διαδικασία κατάρτισης του Ρυμοτομικού Σχεδίου: η «επίσπευση του ιδιοκτήτη» για την σύσταση ή επέκταση του Ρυμοτομικού Σχεδίου, η πρόταση, απ’ αυτόν, των κοινοχρήστων χώρων, σχεδιαγραμμάτων κ.τ.λ. Ο ιδιοκτήτης πρέπει να είναι ιδιοκτήτης της επίμαχης έκτασης κατά την αίτηση, και όχι απαραιτήτως κατά την έγκριση . Ως «επίσπευση» νοείται οποιαδήποτε συμμετοχή, η οποία θα συνίσταται, καταρχάς, στην αίτηση του ιδιοκτήτη για την είσοδο μιας περιοχής στο σχέδιο πόλεως ή στην τροποποίησή του ή στην επέκτασή του. Μπορεί, όμως, να συνίσταται και σε άλλες πράξεις συμμετοχής στην διαδικασία έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου, όπως, λ.χ., στην σύνταξη του σχεδίου το οποίο, μετά την έγκρισή του με Π.Δ., συνιστά το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής. Όταν ο κοινόχρηστος χώρος δημιουργείται με την τροποποίηση, η «επίσπευση» του ιδιοκτήτη ή του εκμεταλλευτή της έκτασης θα πρέπει να υπάρχει και κατά την τροποποίηση (Π.Δ. 690/1948, παρ. 1 και 2).
(iii) Μετά την δημοσίευση του Ρυμοτομικού Σχεδίου: οποιαδήποτε συμπεριφορά, με την οποία ο ιδιοκτήτης δηλώνει ότι αποδέχεται τους κοινόχρηστους χώρους (Π.Δ. 690/1948, παρ. 2, η οποία, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμόζεται και στην παρ. 1).
Οποιαδήποτε από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις και αν συντρέχει (χωρίς να είναι αναγκαία, αλλά ούτε και να αποκλείεται, η συνδρομή δύο ή τριών προϋποθέσεων ταυτόχρονα), ο ιδρυόμενος κοινόχρηστος ή κοινωφελής χώρος έχει μετατεθεί εκ του νόμου  κατά κυριότητα στο αντίστοιχο δημόσιο νομικό πρόσωπο (κατά κανόνα Ο.Τ.Α.  ή, κατ’ εξαίρεση, Δημόσιο ή άλλα ν.π.δ.δ.).
10) Στο παραπάνω πλαίσιο, ο επισπεύδων την ένταξη ή αυτός ο οποίος διαφημίζει τους κοινόχρηστους χώρους ή τους αποδέχεται, πρέπει να είναι πράγματι ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής του χώρου . Ειδικότερα, η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εκμεταλλευτή του επιμάχου ή κοινοχρήστου χώρου, έχει έννομες συνέπειες, τόσο εμπράγματες, όσο και ενοχικές, κατά την σαφή έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του Π.Δ. 690/1948, που είναι οι εξής:
(i) Εμπράγματα, ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής του χώρου αποξενούται από την κυριότητα (όπως και την νομή και κατοχή) του κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου (άρθρο 1 παρ. 1, 2, 5, 8).
(ii) Ενοχικά, ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής του χώρου ευθύνεται και για την αποζημίωση των άλλων ιδιοκτητών, για όσα κομμάτια των ιδιοκτησιών τους περιέρχονται στους Ο.Τ.Α., ως κοινόχρηστοι ή κοινωφελείς χώροι, κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 του Ν.Δ. 690/1948  .
*  *  *
11) Όπως προκύπτει από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 690/1948, το σύστημα του άρθρου 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ. δεν λειτούργησε ομαλά. Ειδικότερα, υπήρξαν ιδιοκτήτες (μεγαλοεργολάβοι, συνεταιρισμοί, μεγαλοκτηματίες κ.τ.λ.), οι οποίοι επέσπευδαν την είσοδο των εκτάσεών τους στο σχέδιο, με την έκδοση σχετικού Π.Δ., αλλά είτε δεν προσέρχονταν για την υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας των κοινοχρήστων χώρων, είτε δεν τους παρέδιδαν στην κοινή χρήση. Για τον λόγο αυτό, το σύστημα του άρθρου 7 του Ν.Δ. 17/7/1923, αποδείχθηκε δυσλειτουργικό, και οι περιπτώσεις δυστροπίας των ιδιοκτητών στην παράδοση των κοινοχρήστων χώρων κατέληγαν στα δικαστήρια – κάτι που, για τον νομοθέτη του Ν. 690/1948, προφανώς δεν συνιστούσε αποδεκτή λύση του προβλήματος.
12) Τα Δικαστήρια, στα οποία είχε προσφύγει το δημόσιο, ήδη με την απόφαση 199/1941 του Αρείου Πάγου [βλ. εισηγητική έκθεση του Ν.Δ. 690/1948], είχαν κρίνει ότι, από την αίτηση των επισπευδόντων την ένταξη της επίμαχης έκτασης ιδιοκτητών, προκύπτει αμάχητα η βούλησή τους να παραδώσουν τους κοινόχρηστους χώρους στο δημόσιο, αφού χωρίς την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, δεν θα ήταν δυνατό να ενταχθεί η περιοχή τους στο σχέδιο πόλεως, ενώ ταυτόχρονα, η αξία των κοινοχρήστων χώρων είχε ήδη ενσωματωθεί στην αξία των κοινόκτητων χώρων που απέμεναν. Με τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια είχαν ήδη κρίνει  ότι, από την αίτηση των ιδιωτών ιδιοκτητών μεγάλων εκτάσεων για την είσοδο της περιοχής τους στο σχέδιο πόλεως, προέκυπτε κατά τρόπο αμάχητο η παραίτησή τους από τους κοινόχρηστους χώρους, ούτως ώστε δεν ήταν απαραίτητη και η πανηγυρική παραίτησή τους, με την σύναψη της σχετικής σύμβασης. Η Νομολογία αυτή, με τον Ν. 690/1948, ανήχθη σε επίπεδο νόμου, με την αιτιολογία [βλ. Εισηγητική έκθεση, παραπάνω] ότι «δεν κρίνεται ορθόν και από απόψεως διοικήσεως ν` αφεθή η διασφάλισις των κοινοχρήστων χώρων των άνω συνοικισμών εις την μακράν και δαπανηράν διαδικασίαν των δικαστηρίων». Η ουσία της νομοθετικής ρύθμισης του Ν.Δ, 690/1948, συνεπώς, είναι η εξής: η βούληση των επισπευδόντων ιδιοκτητών για την παράδοση των κοινοχρήστων χώρων προκύπτει αμάχητα από την αίτησή τους για την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης. Στην περίπτωση αυτή, οι κοινόχρηστοι χώροι «περιέρχονται στην κοινή χρήση», από της εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου, που τους επιβάλλει.
13) Από τις όλες ρυθμίσεις του Π.Δ. 690/1948 συνάγεται ότι, σκοπός του είναι η «εκ του νόμου» αποξένωση των προηγουμένων ιδιοκτητών από τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των χώρων που προορίζονται από το αντίστοιχο Ρυμοτομικό Διάταγμα να καταστούν κοινόχρηστοι ή κοινωφελείς . Στην κατεύθυνση αυτή, ο νομοθέτης, καθιέρωσε καταρχάς ένα τυπικό κριτήριο: η κυριότητα μετατίθεται στο αρμόδιο δημόσιο νομικό πρόσωπο (καταρχάς Ο.Τ.Α., κατ’ εξαίρεση το δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ.), υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις, ΑΠΌ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥ Ρ.Δ. Παρ’ όλο που το κριτήριο της δημοσίευσης του Ρ.Δ. φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, «τυπικό», ωστόσο, στο ίδιο το Π.Δ. 690/1948 αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, αφού το Ρ.Δ. θεωρείται ότι αποτελεί την πράξη ολοκλήρωσης μιας ιδιότυπης «σύμβασης» ιδιοκτητών – δημοσίου : οι μεν ιδιοκτήτες, με την αίτησή τους, «τεκμαίρεται αμάχητα» (άλλως: κατά πλάσμα δικαίου) ότι παραιτούνται εκ των προτέρων από την κυριότητα των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΘΑ ΟΡΙΣΤΟΥΝ ΣΤΟ Ρ.Δ., το δε Δημόσιο, με την έκδοση του Ρ.Δ., θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί την εν λόγω «παραίτηση», καθορίζοντας μονομερώς το περιεχόμενό της, δηλαδή τους χώρους από τους οποίους «παραιτούνται» οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες . Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστικής σημασίας αναδεικνύεται το περιεχόμενο του άρθρου 1 του Π.Δ. 690/1948 και κατά τον σκοπό του, που είναι προφανώς ο καθορισμός του χρόνου αποξένωσης των προηγουμένων ιδιοκτητών από κάθε δικαίωμά τους στους επιμάχους χώρους, και καθορίζεται ότι αυτός είναι ο χρόνος της δημοσίευσης του σχεδίου. Παρ’ όλο που ο νόμος ρυθμίζει ρητά τον χρόνο της «περιέλευσης στην κοινή χρήση», ο αυτός χρόνος είναι και χρόνος μεταβίβασης της κυριότητας των κοινοχρήστων στο αρμόδιο ν.π. (δήμο ή δημόσιο), αφού προδήλως σκοπός του νόμου δεν είναι να καταστούν οι κοινόχρηστοι χώροι αδέσποτοι .
*  *  *
14) Τρίτο, κατ’ ουσίαν, κατά σειρά ιστορικής διαδοχής (μετά, δηλαδή, το σύστημα του Ν.Δ. 17/7/1923, που απαιτούσε σύναψη σύμβασης, και το σύστημα του Ν.Δ. 6901948, όπου η σύμβαση «τεκμαίρεται αμάχητα» εκ του νόμου), έρχεται το σύστημα του Ν. 1377/1983 («Νόμος Τρίτση»), το οποίο αποτελεί μια τροποποίηση του προηγουμένου , προς τις εξής κατευθύνσεις:
(i) Εξακολουθεί να χαράσσεται διάκριση μεταξύ της «συμμετοχής» των ιδιοκτητών και της «εισφοράς» τους σε γή, για την δημιουργία κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων (άρθρο 8, «εισφορά σε γη»).
(ii) Όσον αφορά την «συμμετοχή», ο νόμος παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 32-39 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 "περί σχεδίων πόλεων κλπ." κ.λ.π., δηλαδή σε διατάξεις που ορίζουν ότι η αναγκαία έκταση για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων καταρχάς απαλλοτριώνεται.
(iii) Όσον αφορά την «εισφορά», δηλαδή την υποχρεωτική προσφορά γης χωρίς αποζημίωση, για την δημιουργία κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «εισφορά σε γη» (άρθρο 8) και στην «εισφορά σε χρήμα» (άρθρο 9). Η «εισφορά σε γη», καθορίζεται υποχρεωτική, με βάση «αντικειμενικά κριτήρια», τα οποία συναρτώνται κυρίως με το μέγεθος του οικοπέδου του υποχρέου .
(iv) Η όλη διαδικασία αφενός «δημοσιοποιείται», δηλαδή ανατίθεται στο Κράτος, το οποίο την ρυθμίζει μέσω καταρχάς των τεχνοκρατών του (άρθρο 2: «Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο»). Η μεγάλη «συγκέντρωση» εξουσίας στο Κράτος, που προκαλείται έτσι, αντισταθμίζεται με «δημοκρατικές διαδικασίες», σε διάφορες βαθμίδες συμμετοχής διαφόρων φορέων.
(v) Διατηρείται κατά κύριο λόγο ο μηχανισμός των ενστάσεων. Αυτές διασφαλίζουν, τρόπον τινά, έναν μηχανισμό «ακρόασης» των ενδιαφερομένων, προκειμένης της επαχθούς επέμβασης του Κράτους στην ιδιοκτησία τους.
15) Συνεπώς, στην πορεία προς το σύστημα επέκτασης των ρυμοτομικών σχεδίων του Ν. 1337/1983, η σύναψη σύμβασης (Ν.Δ. 17/7/1923) και η κατά πλάσμα δικαίου (και «κατ’ αμάχητο τεκμήριο») σύμβαση του Ν.Δ. 690/1948, δηλαδή διαδικασίες οιονεί ιδιωτικού δικαίου, με τις οποίες το Κράτος αποκτά άνευ ανταλλάγματος (δηλαδή, και υφισταμένων των προϋποθέσεων: χωρίς ανάγκη ή υποχρέωση απαλλοτρίωσης) πρώην ιδιωτική γη, έναντι του δικαιώματος οργάνωσης της εν λόγω γης σε πόλη, έχει αποφασιστικά δώσει την θέση του σε διαδικασίες «δημοσίου δικαίου», δηλαδή σε έναν αυξημένο ρόλο του κράτους και της κρατικής επιβολής στην διαδικασία οργάνωσης οικισμών και πόλεων, κυρίως μέσω του νέου θεσμού της υποχρεωτικής «εισφοράς σε γη», η οποία, πλέον, βαρύνει όχι μόνο τους ιδιοκτήτες «μεγάλων εκτάσεων», αλλά κάθε ιδιοκτήτη, σε ποσοστό ανάλογα με την έκταση γης που κατέχει .
16) Το σύστημα του 1337/1983  στηρίχτηκε στις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1975, με τις οποίες θεσπίστηκαν οι αρχές ενός «άλλου συστήματος απόκτησης κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων» . Βασική συνέπεια της νέας αυτής συνταγματικής ρύθμισης είναι ότι, εφόσον η διασφάλιση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων αναγορεύεται σε Συνταγματική προτεραιότητα και αποκτά Συνταγματική προστασία, η «στάθμιση» του δικαιώματος του ατόμου επί της ιδιοκτησίας του έναντι του δικαιώματος του κοινωνικού συνόλου για οργάνωση του οικισμού και κατοχύρωση κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων ανάγεται, πλέον, σε στάθμιση δυο συνταγματικών διατάξεων: του άρθρου 17 και του άρθρου 24 . Στο παραπάνω πλαίσιο, ο Ν. 1337/1983 διέπεται από την τάση της κατοχύρωσης των υφισταμένων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων (βλ., λ.χ., άρθρο 8 παρ. 11, άρθρο 28). Οι δε κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, παραδίδονται κατά τεκμήριο οιονεί καθολικό στον οικείο Ο.Τ.Α. (άρθρα 28, 42 παρ. 1).
17) Οι δύο περιπτώσεις «εισφοράς», δηλαδή, σε γη και χρήμα, εξειδικεύονται, στην περίπτωση των Συνεταιρισμών, με το άρθρο 42 του Ν. 1337/1983, [πέραν της «ανάλογης» εφαρμογής των προηγουμένων διατάξεων] ως εξής:
(i) Η «εισφορά σε γη», εξειδικεύεται στην υποχρέωση παραχώρησης, από τον Συνεταιρισμό, «στον οικείο Ο.Τ.Α. χωρίς αντάλλαγμα μέρος της ιδιοκτησίας του όπως και τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και ειδικού προορισμού χώρους μέσα στο πολεοδομούμενο τμήμα» (άρθρο 42 παρ. 1 περ. α). Το «μέρος της ιδιοκτησίας» του συνεταιρισμού που οφείλει ο τελευταίος να δώσει χωρίς αντάλλαγμα, στον νόμο, δεν προσδιορίζεται ακριβώς, ως ποσοστό, και η σχετική υποχρέωση του Συνεταιρισμού αποτελεί, προφανώς, επιβίωση των ρυθμίσεων των Ν.Δ. 17/7/1923 (άρθρο 7), Ν.Δ. 690/1948, άρθρο 1, Ν.Δ. 886/1971άρθρο 13, στο καθεστώς του Ν. 1337/1983, δηλαδή ένα παράλληλο και ειδικό σύστημα υποχρεώσεων των Συνεταιρισμών για την παραχώρηση των κοινοχρήστων, κοινωφελών και ειδικού σκοπού χώρων στον αντίστοιχο Ο.Τ.Α.
(ii) Η «εισφορά σε χρήμα», εξειδικεύεται στην υποχρέωση «κατασκευής και συντήρησης» των «έργων υποδομής» και γενικά των κοινοχρήστων έργων» της πολεοδομούμενης περιοχής. Με τον τρόπο αυτό, συνεπώς, ο Συνεταιρισμός δεν γίνεται εκ του νόμου «ανάδοχος δημόσιας υπηρεσίας», αλλά εκπληρώνει την υποχρέωσή του εισφοράς σε χρήμα, κατά τρόπο ειδικό. Για τον λόγο αυτό, η κατασκευή και συντήρηση των έργων υποδομής δεν επάγεται και αντίστοιχα δικαιώματα του Συνεταιρισμού, λ.χ. κατοχής των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, αφού αυτά έχουν «παραχωρηθεί» στον οικείο Ο.Τ.Α.
*  *  *
V.2. Έννοια, διάκριση, νομοθετική και συνταγματική προστασία «κοινοχρήστων» και «κοινωφελών» χώρων
18) Ήδη, στις σχετικές ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, προκύπτει μια σχετική ελαστικότητα  όσον αφορά τον ορισμό των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων. Ειδικότερα:
(i) Κατά το άρθρο 2 παρ. α) του από 17/7/1923 Ν.Δ., οι κοινόχρηστοι χώροι περιλαμβάνουν: «Τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους»
(ii) Στη συνέχεια, ο Αστικός Κώδικας (που εισήχθη με τον Α.Ν. 2783/1941 και αποκαταστάθηκε με το Ν.Δ. της 7/10-5-1946 (ΦΕΚ Α΄/151 «περί αποκαταστάσεως» του Α.Κ. και του ΕισΝΑΚ), στο άρθρο 967 Α.Κ., ορίζει τους κοινόχρηστους χώρους ενδεικτικά: «Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Κατά το άρθρο 968 Α.Κ.: Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.
(iii) Στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 690/1948, οι κοινόχρηστοι χώροι ορίζονται με παραδείγματα που τίθενται εντός παρενθέσεως: «(πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κλπ.)».
(iv) Κατά τον ΓΟΚ/1955 (ν.δ. 9 Αυγούστου/30 Σεπτεμβρίου 1955 Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους (Α΄266), δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί: "Αρθρον 3.-1. Έγκεκριμένον σχέδιον οικισμού ή απλώς σχέδιον οικισμού ή ρυμοτομικον σχέδιον ή σχέδιον πόλεως καλείται το κατά τάς οικείας διατάξεις έγκεκριμένον διάγραμμα μετά του τυχόν ειδικού οικοδομικού κανονισμού αυτού, το καθορίζον τον τρόπον δομήσεως περιοχής τινός, ήτοι τους κατά τα εφεξής κοινοχρήστους και οικοδομήσιμους χώρους, την χρησιμοποίησιν έκαστου τμήματος της πόλεως δι ωρισμένους (σκοπούς, τας θέσεις των διαφόρων Δημοσίων ή κοινωφελών κτιρίων και τους οιουσδήποτε αναγκαίους περιορισμούς ως προς την μορφήν, το μέγεθος και τας θέσεις των οικοπέδων, τας διαστάσεις, τον τρόπον κατασκευής και χρήσεως των ανεγειρομένων κτιρίων, ως και των διαφόρων εγκαταστάσεων αυτών.-2. Κοινόχρηστοι χώροι καλούνται αι πάσης φύσεως οδοί και αι τοπικαί διαπλατύνσεις αυτών, αι πλατείαι και τα άλση ή κήποι, οίτινες καθορίζονται υπό του σχεδίου της πόλεως ή εν ελλείψει τοιούτου υφίστανται εν τοις πράγμασι διατεθέντες ή περιελθόντες εις κοινήν χρήσιν καθ’ οιονδήποτε νόμιμον τρόπον- 3. Οικοδομήσιμοι χώροι καλούνται γενικώς οι χώροι, εντός των όποιων επιτρέπεται κατ` αρχήν ή ανέγερσις οικοδομών, ασχέτως των ειδικών περιορισμών ως προς την θέσιν αυτών εντός των ορίων των ιδιοκτησιών.- 4. Ρυμοτομικαί γραμμαί καλούνται τα όρια μεταξύ των κοινοχρήστων και των μη κοινοχρήστων χώρων του σχεδίου ρυμοτομίας 5. Οικοδομική γραμμή καλείται ή εξωτάτη γραμμή έφ` ης επιτρέπεται ή τοποθέτησις τής πρός τον κοινόχρηστον χώρον όψεως (προσόψεως) των οικοδομών. 6."Οπου το σχέδιον τής πόλεως προβλέπει μόνον τας κατά την προηγουμένην § ρυμοτομικός γραμμάς ή όπου δεν υπάρχει σχέδιον πόλεως, αι ρυμοτομικού γραμμαί θεωρούνται ως οικοδομικοί τοιαύται. - 7. Πλάγιον οίκ/σιμον όριον και οπίσθιον οικοδομήσιμον όριον καλείται αντιστοίχως ή ως προς τα πλάγια όρια ή προς το οπίσθιον όριον (άρθρον 4 § 1) του οικοπέδου ακρότατη γραμμή, πέραν τής οποίας δεν επιτρέπεται ή τοποθέτησις των αντιστοίχων όψεων των κτιρίων.
(v) Με τον ΓΟΚ/73 (ΓΟΚ 1973, ν.δ.8/9-6-1973, ΦΕΚ 124Α 1973), ορίστηκαν τα εξής: 1. Εγκεκριμένον σχέδιον οικισμού ή σχέδιον πόλεως (πολεοδομικόν σχέδιον) καλείται το κατά τας οικείας διατάξεις εγκεκριμένον διάγραμμα μετά του τυχόν ειδικού οικοδομικού κανονισμού αυτού, το καθορίζον τους ειδικούς όρους δομήσεως, τας κοινοχρήστους και δομησίμους εκτάσεις και την χρησιμοποίησιν εκάστου τμήματος ή ζώνης του οικισμού. 2. Κοινόχρηστοι εκτάσεις καλούνται αι πάσης φύσεως οδοί και αι τοπικαί διαπλατύνσεις αυτών, αι πλατείαι και τα άλση, ή κήποι, άτινα καθορίζονται υπό του σχεδίου του οικισμού ή εν ελλείψει τοιούτου υφίστανται εν τοις πράγμασι διατεθέντα ή περιελθόντα εις κοινήν χρήσιν καθ` οιονδήποτε νόμιμον τρόπον.  3. Δομήσιμοι εκτάσεις καλούνται γενικώς αι εκτάσεις εντός των οποίων επιτρέπεται κατ` αρχήν η ανέγερσις κτιρίων.  4. Ρυμοτομικαί γραμμαί καλούνται αι γραμμαί αι αποτελούσαι τα όρια μεταξύ των κατά τα ανωτέρω κοινοχρήστων και δομησίμων εκτάσεων του σχεδίου πόλεως ή του τυχόν άνευ σχεδίου οικισμού. 5. Γραμμή δομήσεως (οικοδομική γραμμή) καλείται η εξωτάτη προς την κοινόχρηστον έκτασιν γραμμή μέχρι της οποίας επιτρέπεται η δόμησις. 6. Όπου το σχέδιον του οικισμού προβλέπει μόνον τας κατά την παράγραφον 4 ρυμοτομικάς γραμμάς ή όπου υπάρχει οικισμός άνευ σχεδίου, αι ρυμοτομικαί γραμμαί θεωρούνται ως γραμμαί δομήσεως
(vi) Σήμερα, στο πλαίσιο του ισχύοντος Γ.Ο.Κ. (Ν. 1577/85 της 17/18.12.85. Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός.- (Α' 210), άρθρο 2 παρ. 2) , ορίζεται ότι: «Κοινόχρηστοι χώροι είναι οι κάθε είδους δρόμοι, πλατείες, άλση και γενικά οι προοριζόμενοι για κοινή χρήση ελεύθεροι χώροι, που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού ή έχουν τεθεί σε κοινή χρήση με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο» .
(vii) Κρίσιμο για την έννοια των κοινοχρήστων χώρων, όπως προοδευτικά διευκρινίστηκε νομοθετικά, είναι το γεγονός ότι αυτοί πρέπει να παραμένουν ελεύθεροι στο κοινωνικό σύνολο. Για τον λόγο αυτό ακριβώς, οι κατασκευές που επιτρέπεται να κατασκευάζονται σε κοινόχρηστους χώρους, ως «οικοδομήσιμους», μη είναι περιορισμένες, όπως προκύπτει από το άρθρο 246 Κ.Β.Π.Ν., το οποίο έχει ως εξής:
Αρθρο 246
Κατασκευές σε κοινόχρηστους χώρους
(άρθρα 23 παρ. 1.3, 4, 53 παρ. 1 και 83 παρ. 1 ν.δ. 17.7/16.8.1923, παρ. 1 ν.δ.8/13.8.1926, άρθρο 1 ν. 3976/1929, άρθρο 1 παρ. 1 ν.δ. 194/1969, άρθρο 19ν. 1577/1985)
1. Απαγορεύεται απολύτως η ανέγερση με οποιονδήποτε τρόπο οικοδομών, περιτοιχισμάτων , φρακτών και γενικά η εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών δόμησης και οποιαδήποτε προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση στα οικόπεδα που καταλαμβάνονται από κοινόχρηστους χώρους του εγκεκριμένου σχεδίου και γενικά πάνω ή κάτω από το έδαφος των χώρων αυτών.
2. Στους κοινόχρηστους χώρους του οικισμού επιτρέπονται κατασκευές α) για τη διαμόρφωση του εδάφους, όπως κλίμακες, τοίχοι, διάδρομοι, κεκλιμένα επίπεδα, β) για τον εξοπλισμό τους, όπως στέγαστρα, αποχωρητήρια, περίπτερα, κιόσκια, τέντες, εγκαταστάσεις παιδότοπων και άθλησης, πάγκοι, γ) για τον εξωραϊσμό τους, όπως συντριβάνια, κρήνες, φανοί, δενδροφυτείες, ανθοδόχες, εγκαταστάσεις στήριξης φυτών και γενικά κατασκευές για την εξυπηρέτηση του προορισμού των χώρων αυτών. Στους κοινόχρηστους χώρους επιτρέπεται επίσης η εγκατάσταση μνημείων και η τοποΘέτηση έργων τέχνης ύστερα από γνώμη της ΕΠΑΕ. Ολες οι παραπάνω κατασκευές και εγκαταστάσεις πραγματοποιούνται από τον οικείο δήμο ή κοινότητα ή, μετά από άδεια του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων  Εργων καθορίζονται οι κατηγορίες των πιο πάνω κατασκευών ή εγκαταστάσεων για τις οποίες δεν απαιτείται οικοδομική άδεια.
Στο παραπάνω πλαίσιο, έχει συζητηθεί στην θεωρία και έχει απασχολήσει την Νομολογία το ζήτημα εάν οι έννοιες του «κοινοχρήστου» κατά την Πολεοδομική Νομοθεσία και κατά τον Αστικό Κώδικα συμπίπτουν ή όχι . Όντως, ο θεσμός του «κοινοχρήστου» κατά τον Αστικό Κώδικα είναι ένας θεσμός αστικού, δηλαδή ιδιωτικού δικαίου, ενώ ο θεσμός του «κοινοχρήστου χώρου» κατά την πολεοδομική νομοθεσία, είναι ένας θεσμός του πολεοδομικού, δηλαδή του δημοσίου δικαίου. Οι προϋποθέσεις τους, συνεπώς, δεν ταυτίζονται απολύτως, ιδίως κατά το ότι, στο αστικό δίκαιο, θεμέλιο της θέσης ενός πράγματος σε κοινή χρήση, μπορεί να είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ στο πολεοδομικό δίκαιο είναι η κρατική πράξη, ή ο νόμος, ώστε ο «κοινόχρηστος χώρος» δεν αρκεί να έχει τεθεί «σε κοινή χρήση», αλλά και να έχει τεθεί «νομίμως» σε κοινή χρήση . Ωστόσο, οι δύο έννοιες έχουν ένα κοινό εννοιολογικό πυρήνα, αφού η νομοθεσία τείνει να διασφαλίζει (τουλάχιστον) ότι, οι «κοινόχρηστοι» χώροι από πολεοδομική άποψη, είναι «κοινόχρηστοι» και από αστική άποψη, δηλαδή τίθενται πράγματι στην διάθεση του κοινού, ενώ από την άλλη πλευρά τείνει να «νομιμοποιεί» κοινοχρήστους χώρους, οι οποίοι έχουν τεθεί όντως στην διάθεση του κοινού, ή έχουν απαγγελθεί ότι θα τεθούν στην διάθεση του κοινού. Για τον λόγο αυτό, ουσιαστικό κριτήριο του κοινοχρήστου χώρου από πολεοδομική άποψη, είναι, μεταξύ άλλων, ότι αυτός θα παραμείνει «ελεύθερος», ώστε να είναι προσιτός στο κοινό .
19) Όσον αφορά τους «κοινωφελείς σκοπούς» και τα κτίρια «κοινής ωφελείας», επίσης οι νομοθετικές διατυπώσεις παρουσιάζουν επίσης μια ελαστικότητα, και ειδικότερα:
(i) Στο από 17/7/1923 Ν.Δ. ο όρος «κοινωφελής» εμφανίζεται σε δύο κατηγορίες του άρθρου 2 παρ. 1:
(1) Στην περ. α) στην οποία γίνεται πρόβλεψη για «τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους», και
(2) στην περ. β), στην οποία γίνεται πρόβλεψη για «Τα προς ανέγερσιν δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και τα προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων κοινής ωφελείας έργων αναγκαιούντα οικόπεδα»
(ii) Με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2039/1939, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 101 του ΕισΝΑΚ, δόθηκε νομοθετικός ορισμός του «κοινωφελούς» χώρου, ως εξής: «Κοινωφελής σκοπός κατά την έννοιαν του παρόντος είναι κατ' αντίθεσιν προς τον ιδιωτικόν πας κρατικός, θρησκευτικός, φιλανθρωπικός, εν γένει δ' επωφελής εις το κοινόν εν όλω ή εν μέρει σκοπός» 
(iii) Στο άρθρο 966 Α.Κ. τα πράγματα «τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών», από κοινού με τα «κοινά σε όλους», ορίζονται ως «πράγματα εκτός συναλλαγής». Κατά το άρθρο 1054 Α.Κ., τα εκτός συναλλαγής πράγματα είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας.
(iv) Με το Ν.Δ. 690/1948, άρθρο 1 παρ. 5, η ρύθμιση των παρ. 1 και 2, δηλαδή η ρύθμιση που ισχύει για τους κοινόχρηστους χώρους, επεκτείνεται αναλόγως και στα «οικόπεδα τα προοριζόμενα κατά τα αυτά ως άνω σχέδια διά την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων, εν οις και οι χώροι αθλητικών εν γένει εγκαταστάσεων, λουτρών και κέντρων αναψυχής».
(v) Με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν.Δ. 690/1948, απαγορεύεται η μεταβίβαση – δηλαδή, πρακτικά, τίθενται «εκτός συναλλαγής» - των οικοπέδων που χαρακτηρίζονται οπωσδήποτε κατά τον νόμο αυτό κοινόχρηστοι ή κοινωφελείς χώροι (Απαγορεύεται πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γηπέδων προοριζομένων διά τους εν ταις παραγρ. 1, 2, 3 και 5 σκοπούς εις τους κατά το παρόν άρθρον συνοικισμούς. … Πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου έχουσα ως αντικείμενον απαγορευομένην ως άνω μεταβίβασιν κυριότητος είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος).
(vi) Κατά τον ΓΟΚ/1955 (Ν.Δ. 9 Αυγούστου/30 Σεπτεμβρίου 1955 Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους (Α΄266)), άρθρο 3 παρ. 1, το Ρυμοτομικό Σχέδιο ορίζει «τας θέσεις των διαφόρων Δημοσίων ή κοινωφελών κτιρίων»
(vii) Κατά τον ΓΟΚ/1973 (Ν.Δ. 8 της 9/9.6.1973. "Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού".- (Α` 124).), ‘Αρθρον 41.: 1. Η έγκρισις του σχεδίου της γενικής διατάξεως γίνεται διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Έργων. 2. Διά των αυτών Π.Δ/των καθορίζονται εκάστοτε υπό τους περιορισμούς των επομένων άρθρων ο συντελεστής δομήσεως (Σ.Δ.) το ποσοστόν καλύψεως της περιοχής, αι θέσεις, αι διαστάσεις, το ύψος και η χρήσις των κτιρίων, αι κοινόχρηστοι ελεύθεροι εκτάσεις πρασίνου και σταθμεύσεως οχημάτων, αι εκτάσεις δια κοινωφελή κτίρια, αι οδοί κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών, αι πλατείαι, ως και οι κατά περίπτωσιν ειδικοί όροι και περιορισμοί.
(viii) Με την μεταγενέστερη, πολεοδομική νομοθεσία, ορίζεται (Ν. 1577/85 της 17/18.12.85. Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός.- (Α' 210) , άρθρο 2 παρ. 2) : ότι «Κοινωφελείς χώροι είναι οι χώροι του οικισμού που, σύμφωνα με το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, προορίζονται για την ανέγερση κατασκευών κοινής ωφέλειας».
20) Η παραπάνω ρύθμιση, περιλαμβανομένων των διατάξεων της παρ. 5, με βάση την παρ. 8 του άρθρου 1, εφαρμόζεται και για τα ρυμοτομικά σχέδια που εκδίδονται μετά την ισχύ του Ν.Δ. 690/1948. Ειδικότερα, με την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου, ορίζονται τα εξής:
α) Με τα Β.Δ. που θεσπίζονται σχέδια πόλεως, «επιτρέπεται η επιβολή οιωνδήποτε εν γένει όρων ή περιορισμών ή υποχρεώσεων, επί πλέον ή ανεξαρτήτως των υπό του άρθρου 7 του από 17 Ιουλίου 1923 Ν. Διατάγματος "περί σχεδίων πόλεων κλπ." και της παρ. 5 του άρθρου 6 του Νόμου 5269/1931 προβλεπομένων». Το νόημα της διάταξης αυτής είναι ότι η διαδικασία του άρθρου 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ. δεν καταργείται, δηλαδή δεν καταργείται η δυνατότητα σύναψης σύμβασης μεταξύ των ιδιοκτητών και του δημοσίου φορέα στον οποίο περιέρχονται οι εκτάσεις, αλλά καθιερώνεται παράλληλα η δυνατότητα επιβολής της παραχώρησης δωρεάν γηπέδων και εκ του νόμου, δηλαδή από την ίδια την παρ. 8 εδ. 2.
β) Ανανεώνονται οι εγγυήσεις για την παράδοση των επιμάχων χώρων, αφού, εκτός από την παροχή εγγυήσεων, όπως υποθήκης, ορίζεται και ότι, σε περίπτωση μη παράδοσης του χώρου, επέρχεται ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ του σχεδίου.
γ) Ορίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής των περιορισμών, δηλαδή η προηγούμενη γνωμοδότηση ειδικής επταμελούς πολεοδομικής επιτροπής.
δ) Η κατά τα λοιπά εφαρμογή των παρ. 1 και 2 στις περιπτώσεις των ρυμοτομικών σχεδίων της παρ. 8, επάγεται άνευ ετέρου ότι τα εν λόγω οικόπεδα περιέρχονται στην κοινή χρήση με την έκδοση του διατάγματος.
21) Στο παραπάνω πλαίσιο, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Δ. 690/1948, ορίζει την «ανάλογη» ισχύ των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου (ήτοι: της ρύθμισης για τους κοινοχρήστους χώρους) στα «οικόπεδα τα προοριζόμενα κατά τα αυτά ως άνω σχέδια δια την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων». Όσον αφορά την ερμηνεία αυτής της διάταξης:
Στην παρ. 1 του άρθρου 1, ορίζεται ότι οι κοινόχρηστοι χώροι που καθορίζονται από τα αντίστοιχα Β.Δ. που έχουν ήδη εκδοθεί, «θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από της εγκρίσεως του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού». Στην παρ. 2 του άρθρου 1, η ρύθμιση της παρ. 1 επεκτείνεται στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός ή ο αποχαρακτηρισμός χώρων ως κοινοχρήστων επιτελείται με τροποποίηση.
Αυτό που είναι σαφές και ορισμένο στις εν λόγω παραγράφους είναι ότι οι κοινόχρηστοι χώροι «θεωρούνται περιελθόντες» στην κοινή χρήση, κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του ρυμοτομικού σχεδίου, και τούτο για τα ρυμοτομικά σχέδια που εκδόθηκαν πριν από το Ν.Δ. 690/19480.
Η «ανάλογη» εφαρμογή των διατάξεων αυτών αφορά προφανώς τα αρμόδια νομικά πρόσωπα, στα οποία πρέπει να παραδοθεί ο επίμαχος χώρος.
Ειδικότερα, όσον αφορά τους κοινοχρήστους χώρους, η κυριότητά τους ορίζεται επαρκώς από το άρθρο 968 Α.Κ.: κύριός τους θα είναι (πλην ειδικών εξαιρέσεων, που μπορεί να ορίζονται από τον νόμο) δήμος (κοινότητα) ή το δημόσιο.
Όσον αφορά τα κοινωφελή κτίρια, όμως, δεν είναι το ίδιο σαφές ποιο είναι το αρμόδιο ν.π. για την ανέγερση και λειτουργία τους. Τούτο, επειδή οι κοινωφελείς σκοποί μπορεί να επιδιώκονται από διαφορετικό δημόσιο νομικό πρόσωπο : το δημόσιο, αν ο σκοπός είναι δημόσιος – υπό την έννοια ότι υπερβαίνει το συμφέρον των κατοίκων της περιοχής – τον δήμο αν μπορεί να χαρακτηριστεί «τοπική» υπόθεση (τεκμήριο αρμοδιότητος των Δήμων για τις τοπικές υποθέσεις, βλ. και άρθρο 102 παρ. 1 Σ., βλ. παρακάτω), ή ανάλογα για τους θρησκευτικούς κ.τ.λ. σκοπούς .
Για τον λόγο αυτό, όπως προκύπτει από την έννοια των κοινωφελών χώρων, και από την συνδυασμένη ερμηνεία των ρυθμίσεων των άρθρων 2 παρ. 1, 29, 30 παρ. 1 του Ν.Δ. 17/7/1923 και 5 παρ. 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948, προκύπτει ότι, ο καθορισμός κοινωφελούς χώρου τότε μόνο έχει πραγματοποιηθεί, όταν προκύπτει τόσο η ειδικότερη θέση στην οποία αυτός έχει τοποθετηθεί, όσο και το νομικό πρόσωπο, υπέρ του οποίου έχει προοριστεί ο χώρος . Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, τότε δεν θεσμοθετείται κατ’ ουσίαν κοινωφελής, αλλά (συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων) κοινόχρηστος χώρος.
22) Εν συνόψει, η εννοιολογική συσχέτιση των «κοινοχρήστων», έναντι των «κοινωφελών» χώρων, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, περιλαμβάνει αφενός την διάκρισή τους, αφετέρου την κοινή τους νομοθετική και συνταγματική προστασία.
23) Ειδικότερα, ως προς την διάκρισή τους, προκύπτουν τα εξής: Οι κοινόχρηστοι χώροι διακρίνονται, εννοιολογικά, από τους κοινωφελείς. Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι (εν γένει), οι «κοινόχρηστοι χώροι» ορίζονται ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ (βλ., λ.χ., Γ.Ο.Κ./85, άρθρο 2 παρ. 2), η οποία αποδίδει, τρόπον τινά, και το «πνεύμα» των προηγουμένων ρυθμίσεων) , ενώ οι «κοινωφελείς» ορίζονται οι ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΜΟΙ χώροι, οι οποίοι προορίζονται «για την ανέγερση κατασκευών  κοινής ωφελείας » (βλ., λ.χ., Γ.Ο.Κ./85), άρθρο 2 παρ. 3) .
24) Η αναγκαιότητα της διάκρισης των κοινοχρήστων χώρων από τους κοινωφελείς, προκύπτει από την ίδια την ερμηνεία των διατάξεων του Ν.Δ. 17/7/1923 «περί σχεδίων πόλεων». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2, στο Ρυμοτομικό Διάταγμα περιλαμβάνεται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ:
(i) Ο καθορισμός των χώρων του άρθρου 2 παρ. 1.α) (… τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους)
(ii) Ο καθορισμός των χώρων του άρθρου 2 παρ. 1.β) (…Τα προς ανέγερσιν δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και τα προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων κοινής ωφελείας έργων αναγκαιούντα οικόπεδα).
(iii) Ο καθορισμός των «ιδιωτικών οικοδομήσιμων χώρων, που αποτελούνται από: «γ) Τους οικοδομησίμους χώρους και εν γένει την χρησιμοποίησιν εκάστης θέσεως προς ωρισμένον κοινωνικόν σκοπόν» .
(iv) Η παραπάνω διάκριση συνδυάζεται με το άρθρο 29 του ίδιου Ν.Δ. (Απαγορεύεται η ανέγερσις δημοσίων, δημοτικών και κοινής εν γένει ωφελείας κτιρίων επί οικοδομησίμων μεν κατά το εγκεκριμένον σχέδιον οικοπέδων, αλλά μη προοριζομένων υπ` αυτού προς τον σκοπόν τούτον …).
Συνεπώς, και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές του Ν.Δ. 17/7/1923, οι οποίες έχουν παραμείνει ισχυρές έως και σήμερα, οι κοινόχρηστοι από τους κοινωφελείς χώρους πρέπει να καθορίζονται από το σχέδιο πόλεως, δηλαδή με Ρυμοτομικό Διάταγμα και δεν αφήνεται στις τοπικές αρχές, ούτε στην πρωτοβουλία των ιδιωτών. Ο διαχωρισμός πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που οι κοινόχρηστοι και οι κοινωφελείς χώροι να διακρίνονται σαφώς, μεταξύ τους, αφετέρου και από τους «οικοδομήσιμους» που ανήκουν σε ιδιώτες. Δεν είναι νόμιμο να αφήνεται η διάκριση αυτή στην διοίκηση ή στους ιδιώτες. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι νόμιμο να ορίζεται ο αυτός χώρος ως «κοινόχρηστος» και ως «κοινωφελής» ταυτόχρονα, με το ίδιο Ρ.Δ. 
25) Πέραν τούτου, και από την άποψη της «προστασίας του περιβάλλοντος», κατ’ άρθρο 24 Σ. ο «κοινόχρηστος χώρος» δεν είναι ισοδύναμος με τον «κοινωφελή». Έτσι, η σχετική Νομολογία του ΣτΕ για την προστατευόμενη ποιότητα ζωής των πολιτών, αφορά καταρχάς τους κοινοχρήστους χώρους, και όχι τους «κοινωφελείς». Όντως, από τις σκέψεις της ήδη πάγιας Νομολογίας του ΣτΕ που αφορά στις τροποποιήσεις των Ρυμοτομικών Διαταγμάτων, προκύπτει ότι ο «κοινόχρηστος» (όχι κατ’ ανάγκην ο «κοινωφελής») χώρος θεωρείται, τρόπον τινά, υποκατάστατο του φυσικού περιβάλλοντος, και πάντως σημαντικός παράγων για την διατήρηση της ποιότητας ζωής στην πόλη .
26) Στο παραπάνω πλαίσιο, κρίσιμο για την κατανόηση των εννόμων συνεπειών των παραπάνω αλλεπάλληλων τροποποιήσεων του Ρυμοτομικού Σχεδίου της περιοχής της Πολιτείας είναι ότι, αν ο χαρακτηρισμός χώρου ως κοινοχρήστου κατά το Ρ.Δ. είναι καταρχάς ελεύθερος , ο αποχαρακτηρισμός του δεσμεύεται από τον νόμο και το Σύνταγμα, και δεν είναι ελεύθερος. Ήδη, στο πλαίσιο του Ν.Δ. 690/1948, τίθεται η αρχή ότι, όταν αποχαρακτηρίζεται από κοινόχρηστος και καθίσταται οικοδομήσιμος ένας χώρος, πρέπει, με την ίδια τροποποίηση, να καθίσταται κοινόχρηστος χώρος αντιστοίχου εμβαδού, αλλιώς, οι αποχαρακτηριζόμενοι χώροι δεν περιέρχονται στους ιδιοκτήτες τους, αλλά στον οικείο Δήμο . Συνεπώς, εάν, με Ρ.Δ., αποχαρακτηριστεί δημόσιος χώρος, χωρίς να οριστεί κάπου άλλού (με το ίδιο Ρ.Δ.) άλλος δημόσιος [κοινόχρηστος ή κοινωφελής] χώρος, τουλάχιστον ίσου εμβαδού, ο χώρος που αποχαρακτηρίστηκε παραμένει στην κυριότητα του δημοσίου νομικού προσώπου (κατά κανόνα: του δήμου) .
27) Η παράγραφος αυτή ενισχύεται από την σημερινή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 24 του Συντάγματος, αφού προδήλως οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι προστατεύονται από το εν λόγω Συνταγματικό άρθρο, και δεν πρέπει να μειώνονται. Ειδικότερα, σημαντική για την ερμηνεία των σχετικών νομικών διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ειδικότερα, στο άρθρο 24 παρ. 1, 2 εδ. α΄ και 3 του Συντάγματος, ορίζεται ότι:
"1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον."
2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.

3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει.
Συνεπώς, από το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος και ανατίθεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους η διαμόρφωση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση των πόλεων και γενικώς των οικιστικών περιοχών με σκοπό την εξασφάλιση της λειτουργικότητας των οικισμών και των καλλίτερων δυνατών όρων διαβίωσης, συνάγεται ότι κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής τα οικεία όργανα οφείλουν να μεριμνούν για την αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις και, πάντως, απαγορεύεται να επιβάλλονται ρυθμίσεις και μέτρα που συνεπάγονται επιδείνωσή του. (βλ. ΣτΕ, Ολομ. 10/1988 κ.π.α.).
Από τη συνταγματική αυτή επιταγή απορρέει ειδικότερα και ο κανόνας ότι τροποποιήσεις ρυμοτομικών σχεδίων, με τις οποίες καταργείται κοινόχρηστος χώρος ή τμήμα του, καταρχήν απαγορεύονται διότι η μείωση των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων επιφέρει υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, ενόψει της κατά την κοινή πείρα ζωτικής σημασίας των χώρων αυτών για την ποιότητα ζωής των κατοίκων των αστικών περιοχών, επιτρέπεται δε μόνον, εφόσον συντρέχουν πολεοδομικοί λόγοι, αναδιάταξη των χώρων με την προϋπόθεση ότι με αυτή επέρχεται απλώς αλλαγή της θέσης τους, χωρίς να μειώνεται η συνολική έκτασή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 2587/1992, 3403/1992, 2242/1994, ΣτΕ 1616/1997, πάγια Νομολογία) .
*  *  *
28) Η σαφής, κατά τα παραπάνω, εννοιολογική διάκριση των κοινοχρήστων από τους κοινωφελείς χώρους, δεν αντιφάσκει στο γεγονός ότι, ως χώροι που εξυπηρετούν «δημοσιολογικούς σκοπούς», υπόκεινται κατά μεγάλο μέρος σε κοινή νομοθετική προστασία. Πράγματι, οι κοινόχρηστοι και οι κοινωφελείς υπόκεινται σε σειρά κοινών ή αναλόγων νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως ότι ορίζονται και οι δύο από το Εγκεκριμένο Ρυμοτομικό Σχέδιο (από 17/7/1923 Ν.Δ., έως και σήμερα ), είναι πράγματα εκτός συναλλαγής (Α.Κ. 966), υπόκεινται στις ίδιες διατάξεις Συνταγματικής προστασίας (άρθρο 24 Σ./75), και – όσον αφορά την προκείμενη υπόθεση – περιέρχονται στην κυριότητα του «αρμόδιου» ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (Ο.Τ.Α., δημοσίου κ.τ.λ.), κατ’ ανάλογο τρόπο (άρθρο 1 παρ. 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948)
29) Πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι, λόγω του αυξημένου δημοσίου ενδιαφέροντος των κοινοχρήστων και των κοινωφελών χώρων, οι διατάξεις που διέπουν την έννομη κατάστασή τους είναι δημοσίου δικαίου, και ειδικότερα τόσο διοικητικού και συνταγματικού . Ιεραρχικά, η κοινή προστασία κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, προοριζομένων, από κοινού, για «δημοσιολογικούς σκοπούς», κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, που αναφέρεται από κοινού σε «κοινόχρηστους» και οι «κοινωφελείς» χώρους ιδίως στην παρ. 3, όπου αναφέρεται σε υποχρεωτική συμμετοχή, «χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς…».
30) Ωστόσο, και από την άποψη του «ιδιωτικού» δικαίου, στο παραπάνω πλαίσιο, της κοινής προστασίας τους, ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει τους κοινόχρηστους και τους κοινωφελείς χώρους από κοινού, ως «εκτός συναλλαγής» πράγματα, στις διατάξεις 966 – 971, οι οποίοι παρατίθενται παρακάτω.
Άρθρο 966 - Πράγματα εκτός συναλλαγής
Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών.
Άρθρο 967 - Κοινόχρηστα
Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους.
Άρθρο 968 - Κυριότητα σε κοινόχρηστα
Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.
Άρθρο 969
Αν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ περισσότερων δικαιουμένων να χρησιμοποιούν κοινόχρηστο νερό, προτιμάται κατά σειρά: 1. η σπουδαιότερη χρήση για την κοινή ωφέλεια˙ 2. η χρήση που προάγει περισσότερο την κοινωνική οικονομία˙ 3. η αρχαιότερη˙ 4. η χρήση για επιχείρηση που συνδέεται με ορισμένο τόπο˙ 5. η χρήση προς όφελος του παροχθίου.
Άρθρο 970
Σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να αποκτηθούν με παραχώρηση της αρχής κατά τους όρους του νόμου ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση .
Άρθρο 971
Τα πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή από τότε που έπαψε ο προορισμός τους για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό.
31) Η συστηματική αυτή νομοθετική ένταξη των κοινοχρήστων και των κοινωφελών χώρων στην έννοια και την ειδική αστική προστασία των «εκτός συναλλαγής πραγμάτων» αντιστοιχούν μια σειρά ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Τέτοια είναι η νομοθετική ρύθμιση, λ.χ., του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Δ. 690/1948, κατά την οποία η προστασία που αφορά στους κοινοχρήστους χώρους των πρώτων παραγράφων του εν λόγω Ν.Δ., επεκτείνεται «αναλόγως» και στους κοινωφελείς χώρους. Σε άλλη περίπτωση, λ.χ., κατά το άρθρο 42 του Ν. 1337/1983, στον οικείο Ο.Τ.Α. χωρίς αντάλλαγμα μέρος της ιδιοκτησίας του όπως και τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και ειδικού προορισμού χώρους.
*  *  *
Από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2, σε συνδυασμό και με το άρθρο 11 του ν.δ. 17.7/16.8.1923), προκύπτει ότι το ζήτημα του καθορισμού, με το Ρυμοτομικό Διάταγμα, της τριμερούς διάκρισης: κοινοχρήστων / κοινωφελών / οικοδομησίμων χώρων, δεν διαπλέκεται με το ζήτημα των «χρήσεων γής», για τους εξής λόγους:
1) Η διάκριση των χώρων σε «κοινόχρηστους», «κοινωφελείς» και «(ιδιωτικούς) οικοδομήσιμους», ερείδεται σε διαφορετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν.Δ. 17/7/1923 (άρθρο 2), σε σχέση με τον καθορισμό των χρήσεων. 
2) Ο καθορισμός ενός χώρου ως «κοινοχρήστου» ή ως «κοινωφελούς», και υπό την προϋπόθεση ότι είναι αρκούντως ορισμένος (ως προς το είδος του κοινοχρήστου χώρου, ή ως προς τη θέση, τον φορέα και τον προορισμό των κοινωφελών εγκαταστάσεων), είναι ΕΙΔΙΚΟΣ ως προς τον καθορισμό της χρήσης, η οποία αφορά όλη την περιοχή.
3) Εκ φύσεως, ένας περιορισμός της χρήσης, λόγω της γενικής φύσεώς του, έχει ως αποδέκτες τους ιδιώτες ιδιοκτήτες οικοδομησίμων εκτάσεων. Η «χρήση» του κοινοχρήστου ή του κοινωφελούς χώρου, αντίθετα, διασφαλίζεται από τον δημόσιο φορέα στον οποίο περιέρχεται ο χώρος, βάσει των διατάξεων του νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζεται με επαρκή σαφήνεια στο αντίστοιχο Ρ.Δ.
Συνεπώς, το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 17/7/1923, ως προς την διάκριση και την απόδοση στους οικείους φορείς των «κοινοχρήστων» και «κοινωφελών» χώρων, δεν διαπλέκεται με το ζήτημα της «χρήσης γης», κατά το άρθρο 11 του Ν.Δ. 17/7/1923.

V.3. Τεκμήριο αρμοδιότητας των Ο.Τ.Α. τοπικές υποθέσεις
32) Τόσο οι κοινόχρηστοι, όσο και οι κοινωφελείς χώροι ενός οικισμού, κατά τεκμήριο (δηλαδή εάν δεν προκύπτει σαφώς κάτι άλλο) υπάγονται στην αρμοδιότητα του οικείου Ο.Τ.Α. Τούτο προκύπτει από την «συνταγματική» ερμηνεία των διατάξεων υπό το Σύνταγμα του 75 , και ειδικότερα, με την γενική αρμοδιότητα των Δήμων για τις τοπικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων ανήκει και η διοίκηση των χώρων που προορίζονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων της περιοχής, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 Σ., όπως αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) του οποίου η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001, και το οποίο έχει ως εξής:
"1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους.
Συνεπώς, υπό την σημερινή διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 3 Σ., η επιβολή παραχώρησης δωρεάν οικοπέδων για την αναγνώριση μιας περιοχής ως οικιστικής, αφορά εξίσου τους κοινόχρηστους και τους κοινωφελείς χώρους. Η διάταξη αυτή ορίζει, επίσης, τον τρόπο «σύμφωνης με το Σύνταγμα» ερμηνείας και εφαρμογής του συνόλου της νομοθεσίας σήμερα.
33) Ο νόμος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση που εκδόθηκε στα πλαίσια της παραπάνω συνταγματικής ρύθμισης, είναι ο Ν. 3463/2006, όπου οι τοπικές υποθέσεις και οι συναφείς αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων ορίζονται με μεγάλη ευρύτητα, στο άρθρο 75, όπου θεσπίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Ι. Οι δημοτικές και οι κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας.
Οι αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων αφορούν, κυρίως, τους τομείς:

α) Ανάπτυξης, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως:
10. Η ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση δημοτικών και κοινοτικών αγορών.

12. Η διαχείριση, η αξιοποίηση και η εκμετάλλευση της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας και η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση δημοτικών και κοινοτικών κτιρίων.

1. Η εκπόνηση τοπικών προγραμμάτων για την προστασία και αναβάθμιση του φυσικού, αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών.

β) Περιβάλλοντος, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως:

7. Η μελέτη, διαχείριση και εκτέλεση προγραμμάτων οικιστικής και πολεοδομικής ανάπτυξης.

γ) Ποιότητας Ζωής και Εύρυθμης Λειτουργίας των Πόλεων και των Οικισμών, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως:
1. Η εξασφάλιση και διαρκής βελτίωση των τεχνικών και κοινωνικών υποδομών στις πόλεις και τα χωριά όπως η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση συστημάτων ύδρευσης, αφαλάτωσης, τηλεθέρμανσης, έργων ηλεκτροφωτισμού των κοινόχρηστων χώρων, η δημιουργία χώρων πρασίνου, χώρων αναψυχής, πλατειών και λοιπών υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων.

13. Η μέριμνα και η λήψη μέτρων για την απρόσκοπτη πρόσβαση στους κοινόχρηστους χώρους.

ε) Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως:
1. Η εφαρμογή πολιτικών ή η συμμετοχή σε δράσεις που αποσκοπούν στην υποστήριξη και κοινωνική φροντίδα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας και της τρίτης ηλικίας, με την ίδρυση και λειτουργία νομικών προσώπων και ιδρυμάτων όπως παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, βρεφοκομείων, ορφανοτροφείων, κέντρων ανοικτής περίθαλψης και ημερήσιας φροντίδας, ψυχαγωγίας και αναψυχής ηλικιωμένων, γηροκομείων κ.λπ. και τη μελέτη και εφαρμογή σχετικών κοινωνικών προγραμμάτων.

στ) Παιδείας, πολιτισμού και αθλητισμού, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως:
1. Η κατασκευή, διαχείριση και βελτίωση των υλικοτεχνικών υποδομών του εθνικού συστήματος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Παιδείας και ιδιαίτερα η συντήρηση, η καθαριότητα και η φύλαξη των σχολικών κτιρίων.

5. Η εφαρμογή πολιτικών για την ανάδειξη και προστασία του τοπικού πολιτισμού, η προβολή των πολιτιστικών αγαθών και των σύγχρονων πολιτιστικών έργων που παράγονται σε τοπικό επίπεδο, με τη δημιουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, μουσείων, πινακοθηκών, κινηματογράφων και θεάτρων, φιλαρμονικών και σχολών διδασκαλίας μουσικής, σχολών χορού, ζωγραφικής, γλυπτικής κ.λ.π., καθώς και η μελέτη και εφαρμογή πολιτιστικών προγραμμάτων.

7. Η επισκευή, συντήρηση και αξιοποίηση παραδοσιακών και ιστορικών σχολικών κτιρίων και κτιρίων που παραχωρούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.

11. Η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση αθλητικών εγκαταστάσεων, όπως δημοτικών και κοινοτικών γυμναστηρίων, αθλητικών κέντρων και δημοτικών και κοινοτικών χώρων άθλησης.

V.4. Αποκλειστικός σκοπός του Οικοδομικού Συνεταιρισμού είναι το ιδιωτικό συμφέρον των μελών του
34) Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί η ευθεία αντίθεση των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ορίζουν τον αντίστοιχο Ο.Τ.Α. ως κατά τεκμήριο αρμόδιο για την διασφάλιση του κοινοχρήστου και κοινωφελούς χαρακτήρα του χώρου, με τις αντίστοιχες διατάξεις ΟΛΩΝ των νομοθετημάτων περί συνεταιρισμών, και ιδίως οικοδομικών, οι οποίες τονίζουν τον ιδιωτικό χαρακτήρα των συμφερόντων που αντιπροσωπεύει ο Συνεταιρισμός (ιδίως: ο οικοδομικός) . Έτσι:
(i) Στο άρθρο 1 του Ν. 602/1915, τονίζεται ο ιδιωτικός σκοπός του Συνεταιρισμού, που είναι ένα είδος «εταιρείας», η οποία σκοπεί την δια συνεργασίας των συνεταίρων προαγωγήν της ιδιωτικής οικονομίας εκάστου αυτών. Συνεπώς, ο Συνεταιρισμός είναι εκ του νόμου περιορισμένος σε ιδιωτικό σκοπό, και αποκλείεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αντιπροσώπευση, από μέρους του, ενός συνόλου ευρύτερου από τα μέλη του, άλλως, τους «εταίρους» του.
(ii) Στο άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 201/1967 ο ιδιωτικός χαρακτήρας των Οικοδομικών, πλέον, συνεταιρισμών, δηλαδή η αποκλειστικά υπέρ των μελών τους δράση τους, τονίζεται ακόμα σαφέστερα: ο Οικδομικός Συνεταιρισμός επιτρέπεται μόνον, «εκ του περιεχομένου του καταστατικού του», να «έχει ως κύριον ή παράλληλον σκοπόν την απόκτησιν και διανομήν εις τα μέλη αυτού εκτάσεων, αστικών ή εξοχικών, διά την ανέγερσιν οικοδομής ή την καθ` οιονδήποτε τρόπον, στεγαστικήν ή μη εξυπηρέτησιν τούτων». Γι’ αυτό ακριβώς, οι εδαφικές εκτάσεις που δικαιούται να αγοράζει είναι αυτές που σκοπούν αποκλειστικά «εις την οικιστικήν εξυπηρέτησιν των μελών αυτών» (άρθρο 8).
(iii) Όμοια, με το Π.Δ. 93/1987, αυστηροποιήθηκε ο αποκλειστικός προορισμός του Οικοδομικού Συνεταιρισμού για την οικιστική εξυπηρέτηση των μελών του: ο Συνεταιρισμός μπορεί, μόνο, να «έχει από το Καταστατικό του, αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση για τα μέλη του, κατοικιών σε αστικές ή παραθεριστικές περιοχές ή την εν γένει αναμόρφωση, ανάπλαση και εξυγίανση περιοχών κατοικίας προς όφελος μόνον των μελών του.» Εάν ο σκοπός αυτός αλλάξει, η ποινή είναι διάλυση (άρθρο 5 παρ. 9).
35) Στα παραπάνω δεν αντιφάσκει το γεγονός ότι, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού Καθεστώτος, ο Συνεταιρισμός μπορεί να υποχρεωθεί είτε σε «εισφορά», είτε (αντί προσφοράς), σε «κατασκευή» των «κοινωφελών έργων» του οικισμού.
36) Έτσι, ήδη βάσει του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3033/1954 της 6/14-10-54 (Α 258). Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων, οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί μπορεί να επιλέξουν, αντί εισφοράς σε χρήμα, να «αναλάβουν την υποχρέωσιν να εκτελέσουν ιδίαις δαπάναις εντός της εκτάσεώς των, επί της οποίας επεξετάθη το σχέδιον πόλεως, τα απαιτούμενα έργα κοινής ωφελείας, οίον οδοποιίας, υδρεύσεως, αποχετεύσεως, ηλεκτροφωτισμού κοινοχρήστων χώρων». Σημειώνεται ότι, με βάση το εν λόγω άρθρο, η «ανάληψη» της υποχρέωσης του Συνεταιρισμού υπόκειται σε τυπικές προϋποθέσεις, όπως δήλωση στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας, μελέτες και έγκριση των έργων που θα εκτελεστούν, τήρηση προθεσμιών κ.τ.λ. Από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της Γνωμοδότησης, καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις εκτέλεσης των έργων (και απαλλαγής του Συνεταιρισμού από την οικεία υποχρέωση εισφοράς) δεν προέκυψε ότι τηρήθηκε. Όμως, πέραν της αναλογικής εφαρμογής (βάσει του σκοπού του νόμου) και στην περίπτωση που ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός εκτέλεσε τέτοια έργα χωρίς τήρηση των νομίμων τύπων, η ερμηνευτική αξία της διάταξης αυτής είναι μεγάλη για την περίπτωση του οικισμού της Πολιτείας, όπου προκύπτει ότι ο Οικοδομικός Συνεταιρρισμός, εκτέλεσε κοινωφελή και κοινόχρηστα έργα στους επίμαχους χώρους: η κατασκευή (και συντήρηση) των κοινωφελών και κοινοχρήστων έργων ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΑΦΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ των έργων αυτών. Ο μεν Συνεταιρισμός καταβάλει την σχετική δαπάνη ή εκτελεί το σχετικό έργο εν είδει «εισφοράς», οι δε χώροι περιέρχονται στον αρμόδιο δημόσιο φορέα, και κατά τεκμήριο στον οικείο Ο.Τ.Α. 
37) Η ίδια ρύθμιση προκύπτει και βάσει του Ν. 1337/1983, στην περίπτωση των Συνεταιρισμών, εξειδικεύονται περιπτώσεις «εισφοράς», σε γη και χρήμα, με το άρθρο 42, ως εξής:
(i) Η «εισφορά σε γη», εξειδικεύεται στην υποχρέωση παραχώρησης, από τον Συνεταιρισμό, «στον οικείο Ο.Τ.Α. χωρίς αντάλλαγμα μέρος της ιδιοκτησίας του όπως και τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και ειδικού προορισμού χώρους μέσα στο πολεοδομούμενο τμήμα» (άρθρο 42 παρ. 1 περ. α) .
(ii) Η «εισφορά σε χρήμα», εξειδικεύεται στην υποχρέωση «κατασκευής και συντήρησης» των «έργων υποδομής» και γενικά των κοινοχρήστων έργων» της πολεοδομούμενης περιοχής (άρθρο 42 παρ. 1 περ. β).
Σε συνδυασμό με το συνολικό σύστημα της οργάνωσης των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων μιας περιοχής, με βασικό, πλέον, φορέα, τον Ο.Τ.Α. οι παραπάνω υποχρεώσεις του Συνεταιρισμού για «κατασκευή και συντήρηση» των έργων υποδομής, δεν καθιστά τον Συνεταιρισμό «κύριο», ούτε «δικαιούχο», καθ’ οιονδήποτε τρόπο, του κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου. Τούτο διότι, ο Συνεταιρισμός δεν γίνεται εκ του νόμου «ανάδοχος δημόσιας υπηρεσίας», αλλά εκπληρώνει την υποχρέωσή του εισφοράς σε χρήμα, κατά τρόπο ειδικό. Για τον λόγο αυτό, η κατασκευή και συντήρηση των έργων υποδομής δεν επάγεται και αντίστοιχα δικαιώματα του Συνεταιρισμού, λ.χ. κατοχής των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, αφού αυτά έχουν «παραχωρηθεί» στον οικείο Ο.Τ.Α., ενώ ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός έχει ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ, αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του, και όχι του κοινωνικού συνόλου, για το οποίο αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δημόσια νομικά πρόσωπα, και καταρχάς οι Ο.Τ.Α.
*  *  *
V.5. Συμπεράσματα
38) Από την παραπάνω ανάλυση, και όσον αφορά την ειδικότερη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 του Π.Δ. 690/1948 στη συνέχεια της παρούσας, προκύπτουν τα εξής:
(i) Οι κοινόχρηστοι χώροι, ιδίως οι πλατείες, χώροι πρασίνου, κ.τ.λ. ανήκουν κατά κυριότητα στον Δήμο, αφού εξυπηρετούν αναγκαία τις δημοσίας φύσεως τοπικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής.
(ii) Αναλόγως, το δημόσιο νομικό πρόσωπο, στο οποίο «ανήκουν» αμέσως με την έγκριση του Ρυμοτομικού Διατάγματος οι «κοινωφελείς» χώροι, πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από το αντίστοιχο Ρυμοτομικό Διάταγμα. Μια εγγραφή, λ.χ., «αστυνομικός σταθμός», είναι σαφής,όσον αφορά το νομικό πρόσωπο, στο οποίο θα περιέλθει ο χώρος (ο χώρος ανήκει, αυτομάτως, στο δημόσιο ). Μια εγγραφή, όμως, «χώρος για ανέγερση αστυνομικού σταθμού, ιερού ναού και σχολείου», είναι ασαφής, και δεν ισχύει ως έγκριση «κοινωφελούς» χώρου, αλλά, το πολύ – πολύ, ως επαγγελία μεταγενέστερης τροποποίησης, για έγκριση τέτοιων χώρων. Συνεπώς, δεν ισχύει ως έγκριση «κοινωφελούς» χώρου, διότι είναι ανεφάρμοστη. Ο χαρακτήρας του «κοινοχρήστου» χώρου, εδώ, υπερισχύει.
(iii) Ομοίως, από το αντίστοιχο Ρυμοτομικό Διάταγμα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και ο χώρος που προορίζεται για τον σχετικό σκοπό. Πρέπει, δηλαδή, ο χώρος αυτός να ορίζεται ως οικοδομήσιμος, με κόκκινη γραμμή (δεν αρκεί μόνον η ρυμοτομική, πράσινη γραμμή). Τούτο προκύπτει, όχι μόνο από την διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 1 του Π.Δ. 590/1948: «τα οικόπεδα τα προοριζόμενα κατά τα αυτά ως άνω σχέδια δια την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων», αλλά και από τον σκοπό και την λογική της διάταξης: η ανέγερση του κτιρίου πρέπει να είναι δυνατή ήδη από την έκδοση του Ρυμοτομικού Διατάγματος, δηλαδή πρέπει το κτίριο να είναι χωροθετημένο με το ίδιο το Ρ.Δ., και να μην χρειάζεται έκδοση άλλου διατάγματος για να χωροθετηθεί.
(iv) Κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών Ρυμοτομικών Διαταγμάτων ισχύει τεκμήριο υπέρ της τοπικής υπόθεσης, δηλαδή της περιέλευσης του χώρου στον Δήμο. Δηλαδή, η εγγραφή «κοινωφελής» χώρος τεκμαίρεται ότι αφορά στην εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής, και όχι το κοινωνικό σύνολο σ’ όλη την επικράτεια. Τούτο προκύπτει καταρχάς από την ίδια την «λογική» του «τεκμηρίου» του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948 (υπό την έννοια ότι, οι επισπεύδοντες την έγκριση του σχεδίου παραιτούνται από τα ατομικά τους ιδιοκτησιακά δικαιώματα, υπέρ των κοινών δικαιωμάτων των ιδίων επισπευδόντων, ως συνόλου λαμβανομένων, πλέον, και όχι ως ατόμων), αλλά, κυρίως, στου σκοπού του ρυμοτομικού σχεδίου, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του από 17/7/1923 Ν.Δ., κατά το οποίο οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι σκοπούν καταρχάς στην «θεραπείαν των προβλεπομένων αυτής αναγκών κατά τους υπό της υγιεινής, της ασφαλείας, της οικονομίας και της αισθητικής επιβαλλομένους όρους». Όλοι αυτοί είναι ΑΜΕΣΩΣ τοπικοί, και όχι Εθνικής εμβελείας σκοποί. Συνεπώς, εάν δεν προκύπτει σαφώς ότι το αρμόδιο δημόσιο ν.π. για την «ανέγερση» των «κοινωφελών» κτιρίων είναι κάποιο συγκεκριμένο ν.π., αυτό είναι ο Δήμος . Επιπλέον, ορισμένοι σκοποί έχουν κριθεί, νομολογιακά, και βάσει των ισχυουσών νομοθετικών διατάξεων, ότι είναι δημοτικοί, και συνεπώς, ο αντίστοιχος χώρος ή το αντίστοιχο κτίριο περιέρχεται, με την δημοσίευση του οικείου Ρυμοτομικού Διατάγματος, στην κυριότητα του αρμόδιου Δήμου. Μεταξύ των σκοπών και των κτιρίων αυτών έχει κριθεί ότι ανήκει η «αγορά», αφού υπό τον ορισμό αυτό σε ρυμοτομικό σχέδιο νοείται «προδήλως δημοτική αγορά» (βλ. ad hoc Α.Π. αρ. 499/1983, ΣτΕ 1323/1995).
(v) Αυτό που αποκλείεται, σε κάθε περίπτωση, είναι ο «κοινόχρηστος» ή «κοινωφελής» σκοπός να εμπίπτει στον «σκοπό του Συνεταιρισμού», ενόψει του ότι ο τελευταίος μπορεί, από νομική άποψη, να αφορά αποκλειστικά το ιδιωτικό συμφέρον των εταίρων, βλ. σχετική ανάλυση παραπάνω.


VI. Νομολογιακή ερμηνεία των διατάξεων του από 27/7/1923 Ν.Δ. «περί σχεδίων πόλεων», όπως τροποποιήθηκαν με το Ν.Δ. 690/1948
Η παραπάνω ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την νομολογία, τόσο των πολιτικών δικαστηρίων , όσο και των διοικητικών , που επιλήφθηκαν συναφών υποθέσεων, ώστε μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής, για τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή της συναφούς νομοθεσίας.
Όσον αφορά την Νομολογία του Α.Π. και των πολιτικών εν γένει Δικαστηρίων, αυτή εκδόθηκε επί αμφισβητήσεων που αφορούν καταρχάς τους «κοινόχρηστους» χώρους, δηλαδή τους χώρους του άρθρου 2 §1 εδ. α`, του Ν.Δ. 17-7/16-8-1923. Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στην ΟλομΑ.Π. 228/1983 (ΝΟΒ/1983 (1554), ΝΟΜΟΣ), η οποία ερμηνεύει τον νόμο ως εξής:
«Επειδή η § 1 του αρθρ. 1 του ν.δ. 690 της 7/8 Μαΐου 1948 "περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων, ορίζει, ότι "οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κλπ.), οι καθοριζόμενοι υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος εγκριθέντων, επισπεύσει των ιδιοκτητών ή των αναλαβόντων την εκμετάλλευσιν των οικείων εκτάσεων, σχεδίων ρυμοτομίας συνοικισμών, θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από της εγκρίσεως του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού, είτε επεβλήθη εις τους ως άνω επισπεύοαντας την έγκρισιν η υποχρέωσις της παραιτήσεως αυτών από της κυριότητος, νομής και κατοχής των χώρων τούτων, ασχέτως αν εξεπληρώθη αύτη ή όχι, είτε δεν επεβλήθη μεν τοιαύτη υποχρέωσις, η επιδιωχθείσα όμως παρά τούτων έγκρισις του σχεδίου είχεν ως αναγκαίον, κατ` αμάχητον τεκμήριον, επακολούθημα την κατ ελευθέραν βούλησιν αυτών παραίτησίν των από της κυριότητος, νομής και κατοχής των υπό των ως άνω χώρων καταλαμβανόμενων γηπέδων, άνευ της οποίας δεν ήτο δυνατή η έγκρισις του σχεδίου και η διάθεσις των υπό τούτου ορισθέντων οικοδομημάτων δι` οιονδήποτε σκοπόν χώρων. Οι ως ανω κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται εις την κοινην χρήσιν ελεύθεροι παντός βάρους, υποθήκης ή προσημειώσεως, των τυχόν επί τούτων εγγεγραμμένων βαρών κλπ. περιοριζόμενων επί των λοιπών ακινήτων των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου". Κατά δε την §2 του ιδίου άρθρου, "η προηγουμένη παράγραφος (1) ισχύει και δια τους συνεπεία μεταγενέστερος τροποποιήσεως σχεδίου καθορισθέντος κοινοχρήστους χώρους καταλαμβάνοντας γήπεδα ανήκοντα κατά τον χρόνον της τροποποιήσεως εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, εφ` όσον η τροποποιησις εγένετο τη αιτήσει αυτών ή άλλως εγενετο αποδεκτή καθ` οιονδήποτε χρόνον, έστω και σιωπηρώς, μη εκδηλωθείσης εγγράφως μέχρι της ισχύος του παρόντος οιασδήποτε αντίθέσεως ή επιφυλάξεως τούτων. Εν τη περιπτώσει της παρούσης παραγράφου οι τυχόν εκ της τροποποιήσεως καταργούμενοι κοινόχρηστοι χώροι, καθιστάμενοι οικοδομήσιμοι, περιέχονται εις την κυριότητα, νομην και κατοχην των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου, καθ` ό ποσόν δεν υπερβαίνουν το εμβαδόν των κατά το προηγούμενον εδάφιον καθισταμένων δια της τροποποιήσεως κοινοχρήστων". Και κατά την §4 του αυτού άρθρου του ιδίου νόμου, "αι διατάξεις των §§1 και 2 δεν ισχύουν, εάν οι κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνουν ακίνητα μη ανήκοντα εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, δια την αποζημίωσιν των οποίων, ως προς το αναλογούν εις τους δήμους και τας κοινότητας μέρος, υπόχρεοι ορίζονται οι επισπεύσαντες την έγκρισιν του σχεδίου". Εκ των διατάξεων αυτών, συνδυαζόμενων και με τας όμοιας των επομένων παραγράφων 6 και 8 του ιδίου άρθρου του ως άνω νόμου (690/1948), ως και των άρθρων 2 §1 εδ. α`, 3 §2 και 7 §§ 1 και 2 του ν.δ. της Ιουλίου /16 Αυγούστου 1923 "περί σχεδίου πόλεων και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών", εν όψει και του (αναφερομένου κατωτέρω) σκοπού των διατάξεων τούτων του ν. 690/1948, σαφώς συνάγονται τα εξής: Οι ιδιόκτητοι εδαφικών εκτάσεων, αίτινες καταλαμβάνονται από τα σχέδια ρυμοτομίας των συνοικισμών των εγκριθέντων μέχρις ότου ίοχυσεν ο νόμος 690/1948, ως κοινοχρήστων χώρων (δηλαδή ως πλατειών, δρόμων, αλσών, κήπων κλπ. του συνοικισμού), οι οποίοι και επεδίωξαν την έγκρισιν του σχεδίου ρυμοτομίας και ήσαν τότε ιδιοκτήται των εκτάσεων τούτων, θεωρούνται, "κατ` αμάχητον τεκμήριον", ότι παρητήθησαν από την κυριότητα, νομήν και κατοχήν των και από οιονδήποτε δικαίωμα των γενικώς επί των εδαφικών τούτων εκτάσεων, με την θέλησίν των, ώστε να επιτύχουν δια της εγκρίσεως και της εφαρμογής του σχεδίου την διαίρεσιν των υπολοίπων εκτάσεων των εις οικόπεδα οικοδομήσιμα και την διάθεσίν των. Αι εδαφικοί δ` αύται εκτάσεις των, τας οποίας το σχέδιον της ρυμοτομίας καθώρισεν ως κοινοχρήστους χώρους, θεωρούνται, ότι περιήλθον εις την προβλεπόμενην από το σχέδιον της ρυμοτομίας κοινήν χρησιν, αφ` ης τούτο ενεκρίθη. Τα αυτά ισχύουν και εις την περίπτωσιν καθ` ην δι` ενός σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού τίνος, είτε αρχικού είτε τροποποιητικού ενός προηγουμένου, καθορίζονται κοινόχρηστοι χώροι οίτινες καταλαμβάνουν γήπεδα, τα οποία ανήκουν εις τους επιδιώξαντας την έγκρισιν ή ζητήσαντας την τροποποίησιν του σχεδίου ή τουλάχιστον τους αποδεχθέντας ταύτην οποτεδήποτε, έστω και σιωπηρώς, χωρίς να εκδηλώσουν, εγγράφως, οποιανδήποτε αντίθεσιν των ή επιφύλαξίν των μέχρι της ενάρξεως ισχύος του νόμου 690/1948. Εις την περίπτωσιν μάλιστα αυτήν, αν ο ιδιοκτήτης των εδαφικών αυτών εκτάσεων, μετά την έγκρισιν ή την τροποποίησιν του σχεδίου και δια δηλώσεως εις τίνα συμβολαιόγράφον, παρητήθη της κυριότητος του, της νομής και της κατοχής του και παντός δικαιώματος του γενικώς επί τούτων, δια να καταστούν ως προβλέπει το σχέδιον κοινόχρηστοι χώροι, ούτος, από της "παραιτήσεως" του αυτής και εφεξής, μη απαιτουμένης δι` αυτό και "μεταγραφής" της εις τα βιβλία των μεταγραφών, παύει να είναι κύριος των εκτάσεων του τούτων, ακόμη και αν δεν είχεν αυτός επιδιώξει την έγκρισιν ή την τροποποίησιν του σχεδίου, και αι εκτάσεις αυταί καθίστανται από της εγκρίσεως του σχεδίου κοινόχρηστοι χώροι και ως τοιούτοι περιέρχονται πλέον εις τον κατά τον νόμον κύριον των κοινοχρήστων, είτε το Δημόσιον είναι αυτός είτε ο δήμος είτε η κοινότης, ακόμη και αν δια της παραιτήσεως του τότε ιδιοκτήτου δεν εδόθησαν πράγματι εις την (προβλεπόμενην από το εγκριθέν σχέδιον) κοινήν χρήσιν. Διότι ο σκοπός του νόμου 690/1948 ήτο να εξασφαλισθή η εφαρμογή του σχεδίου της ρυμοτομίας χωρίς δαπάνας δια τους κοινοχρήστους χώρους, δια της εθελοντικής παραχωρήσεως των αναγκαίων δια τον σκοπόν αυτών γηπέδων από τους ιδιοκτήτας των. Και ο σκοπός ούτος δεν εκπληρώνεται μόνον με το "αμάχητον τεκμήριον" ότι οι ιδιοκτήται των γηπέδων, των καταλαμβανόμενων εκ του σχεδίου ως κοινοχρήστων χώρων, παρητήθησαν σιωπηρώς από παντός δικαιώματος των επί τούτων, τούθ` όπερ αναγκαίως συνάγεται από το γεγονός ότι αυτοί επεδίωξαν την έγκρισιν ή εζήτησαν την τροποποίησιν του σχεδίου, άνευ της εφαρμογής του οποίου δεν θα ηδύνατο να διαιρέσουν τας υπολοίπους εκτάσεις των εις οικόπεδα οικοδομήσιμα και να διαθέσουν ταύτα εις τιμάς, εις τας οποίας περιέλαβον φυσικά και την αξίαν των γηπέδων των αφεθέντων εις κοινήν χρήσιν. Αλλά το αυτό συμβαίνει και με την ρητήν, δια συμβολαιογραφικής πράξεως, παραίτησίν των εκ της κυριότητος των και εκ παντός δικαιώματος των γενικώς επί των γηπέδων αυτών, τα οποία καθορίζονται από το σχέδιον ως κοινόχρηστοι χώροι.
Δεν απαιτείται δε μεταγραφή της "παραιτήσεως αυτής των ιδιοκτητών των γηπέδων τούτων, ούτε άμεσος παράδοσις αυτών εις την κοινήν χρησιν, αφού ταύτα δεν είναι αναγκαία ουδέ και εις την περίπτωσιν της συναγόμενης κατ "αμάχητον τεκμήριον" σιωπηρός παραιτήσεως, ένθα ο νόμος, εάν το ήθελεν, θα ηδύνατο να επιβάλη και την μεταγραφήν της αιτήσεως δια την έγκρισιν ή την τροποποίησιν του σχεδίου και την άμεοον παράδοσιν εις την κοινήν χρήσιν των καταλαμβανόμενων από αυτό, ως κοινοχρήστων χώρων, γηπέδων. Δεν τα επιβάλλει όμως, διότι και η άμεσος παράδοσις των γηπέδων τούτων εις την κοινήν χρήσιν δεν είναι δυνατή προ της διαμορφώσεως ολοκλήρου του (κοινοχρήστου) χώρου, αφού δια την διαμόρφωσίν του αυτήν απαιτούνται πολλάκις μεγάλα έξοδα, η δε μεταγραφή δεν είναι αναγκαία, αφού ο οκοπός της, δηλαδή η ασφάλεια των συναλλαγών, εκπληρώνεται με την δημοσιευσιν εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του εγκριθέντος σχεδίου, με τα καταλαμβανόμενα απ αυτό ως κοινόχρηστα γήπεδα».
Στο διατακτικό της ΟλομΑ.Π. 228/1983, η ερμηνεία του Ν.Δ. 690/1948 συνοψίζεται ως εξής:
κατά την σαφή έννοιαν των διατάξεων των αναφερομένων εις το αιτιολογικόν [Ν.Δ. 690/1948, άρθρο 1 παρ. 1, 2, 4, 6 και 8, 2 §1 εδ. α`, 3 §2 και 7 §§ 1 και 2 του ν.δ. της Ιουλίου /16 Αυγούστου 1923 "περί σχεδίου πόλεων και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών"], εις την περίπτωσιν καθ` ην δι` ενός σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού, είτε τούτο είναι το αρχικόν, είτε είναι τροποποιητικόν προηγουμένου, καθορίζονται κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνοντες γήπεδα τα οποία ανήκουν εις τους επιδιώξαντας την εγκρισιν του σχεδίου ή ζητήσαντας την τροποποίησιν του, ή έστω αποδεχθέντας ταύτην, οποτεδήποτε, έστω και σιωπηρώς, άνευ εκδηλώσεως, εγγράφως, οιασδήποτε αντιθέσεως των ή επιφυλάξεως των μέχρι της ενάρξεως ισχύος του νόμου 690/1948, εις την περίπτωσιν αυτήν, αν ο ιδιοκτήτης των εδαφικών αυτών εκτάσεων, μετά την εγκρισιν ή την τροποποίησιν του σχεδίου του συνοικισμού και με δήλωσίν του εις συμβολαιογραφον, παρητήθη εκ της κυριότητος του, της νομής και της κατοχής του και εκ παντός δικαιώματος του γενικώς επί των εδαφικών αυτών εκτάσεων, δια να δημιουργηθούν οι κοινόχρηστοι ούτοι χώροι, ως προβλέπει το σχέδιον, αυτός μεν από της "παραιτήσεως" του αυτής και μεταγενεστέρως και μη απαιτουμένης δι` αυτό και "μεταγραφής" της εις τα βιβλία των μεταγραφών, παύει να είναι κύριος των εκτάσεων τούτων, ακόμα και αν δεν είχεν αυτός επιδιώξει την εγκρισιν ή την τροποποίησιν του σχεδίου. Αι εδαφικοί αυταί εκτάσεις από της εγκρίσεως του σχεδίου καθίστανται κοινόχρηστοι χώροι και ως τοιούτοι περιέρχονται πλέον εις τον κύριον των κοινοχρήστων, είτε το Δημόσιον είναι αυτός, είτε ο Δήμος, είτε η Κοινότης και αν εισέτι με την παραίτησιν του έως τότε ιδιοκτήτου των δεν εδόθησαν πράγματι εις την (προβλεπομένην από το εγκριθέν οχέδιον) κοινήν χρήσιν»
Όπως προκύπτει, αμφισβητούμενο ζήτημα, που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης 228/1983, ήταν το ζήτημα της ανάγκης «μεταγραφής», σε περίπτωση της κατά το νόμιμο τεκμήριο της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948 παραίτησης των προηγουμένων ιδιοκτητών από την κυριότητα των κοινοχρήστων χώρων. Ειδικότερα, εάν υπάρχει ανάγκη μεταγραφής της παραίτησης των ιδιοκτητών, ακόμα και αυτών που δεν επέσπευσαν την ένταξη της επίμαχης περιοχής στο σχέδιο πόλεως. Κατά τα λοιπά, από προηγούμενη πάγια Νομολογία του Α.Π. προκύπτει ότι δεν χρειάζεται μεταγραφή, όταν εφαρμόζεται το νόμιμο τεκμήριο του Ν.Δ. 690/1948, επί των εκτάσεων των επισπευσάντων την έγκριση ιδιοκτητών: «Ειδικώς, δέν απαιτείται μεταγραφή και άμεσος θέσις είς κοινήν χρήσιν τοϋ γηπέδου έπί τής ρητής παραιτήσεως, διότι ταύτα δέν απαιτούνται και έπί τής σιωπηράς τοιαύτης εϊς ην θά ήτο δυνατή ή μεταγραφή τής περί επισπεύσεως ή επιδιώξεως αιτήσεως, αν ήθελε τήν μεταγραφήν και ταύτης ό νόμος, όστις δεν απαιτεί ταϋτα, διότι ή μεν άμεσος θέσις του γηπέδου εις την κοινήν χρήσιν δεν είναι δυνατή πρό της διαμορφώσεως του όλου χώρου, δι` ην πολλάκις απαιτούνται σημαντικαί δαπάναι, ή δε μεταγραφή δεν είναι αναγκαία δια τήν έπίτευξιν τοϋ σκοπού της ασφαλείας των συναλλαγών, αφού ό σκοπός ούτος επιτυγχάνεται διά της υπάρξεως τοΰ έχοντος εγκριθή διά της δημοσιεύσεως εις τήν Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έστω και μή τεθέντος έν ΐσχυί σχεδίου πόλεως.» (Α.Π. 1112/1980, ΝοΒ 1981-510).
Η νομολογία αυτή εφαρμόστηκε, και κατά περίπτωση επεκτάθηκε και σε παρεμφερείς περιπτώσεις, με αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, και αποτελεί πάγια, σήμερα, Νομολογία, όσον αφορά τους κοινοχρήστους χώρους. Από τις μεταγενέστερες αποφάσεις, αναφερόμαστε, ενδεικτικά, στις παρακάτω:
Με την Α.Π. 1459/2003 (Δ/ΝΗ 2005/1072, 1119, ΝΟΜΟΣ), διευκρινίζονται λεπτομερέστερα οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 690/1948, ως εξής:
«Εξάλλου, κατά την παράγ.1 του άρθρου 1 του ν.δ. 690/1948 «περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων», οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, οδοί, άλση, κήποι κ.λ.π.) που καθορίζονται από τα σχέδια ρυμοτομίας συνοικισμών, τα οποία εγκρίθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, με επίσπευση των ιδιοκτητών, θεωρούνται ότι περιήλθαν στην κοινή χρήση από της εγκρίσεως του σχεδίου του συνοικισμού που καθόρισε αυτούς, η έγκριση δε του σχεδίου που επιδίωξαν αυτοί είχε ως αναγκαίο, κατ` αμάχητο τεκμήριο, επακόλουθο την, κατά την ελεύθερη βούλησή τους, παραίτηση αυτών από την κυριότητα, νομή και κατοχή των καταλαμβανόμενων από τους παραπάνω χώρους γηπέδων, χωρίς την οποία δεν ήταν δυνατή η έγκριση του σχεδίου και η διάθεση των οικοδομήσιμων χώρων που ορίστηκαν από αυτό για οποιοδήποτε σκοπό. Οι διατάξεις αυτές, αποβλέπουν στην εξασφάλιση των κοινόχρηστων χώρων με την αποξένωση των ιδιοκτητών από τα δικαιώματά τους επί των χώρων αυτών και στην περίπτωση ακόμη που δεν επιβλήθηκε αυτό κατά την έγκριση του σχεδίου. Το παραπάνω τεκμήριο ισχύει και για τους κληρονόμους αυτών που επέσπευσαν την έγκριση, καθώς και στην περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. Οι προϋποθέσεις για την παραδοχή του εν λόγω τεκμηρίου είναι:
α) η έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο καθορίζονται ορισμένες εκτάσεις ως κοινόχρηστοι χώροι, να έγινε με επίσπευση εκείνων που ήσαν ιδιοκτήτες ή είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση των εκτάσεων αυτών,
β) εκείνοι που επέσπευσαν να ήσαν κύριοι της προς ρυμοτομία έκτασης κατά το χρόνο επίσπευσης και όχι απαραίτητα κατά το χρόνο έγκρισης του σχεδίου και
γ) η διοίκηση να αποδέχεται το σχέδιο που προτείνουν οι ιδιοκτήτες ως προς τους κοινόχρηστους χρόνους.
Ο ιδιοκτήτης που δεν επισπεύδει την έγκριση του σχεδίου, έχει όλα τα δικαιώματα και κάθε ευχέρεια εναντίωσης στην έγκριση του σχεδίου που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις, ώστε να μπορεί να υπερασπίσει τα έννομα συμφέροντά του, αν νομίζει ότι δεν συντρέχει λόγος για την απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ανεξάρτητα του ποιος είναι ο επισπεύδων.
Μάλιστα στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του παραπάνω νόμου, ο επισπεύσας ιδιοκτήτης δηλώνει προς το κοινό ότι επιθυμεί την κοινοχρησία των χώρων και τους διαφημίζει για να προσελκύσει αγοραστές ή μεγαλύτερο τίμημα, χωρίς να περιμένει να εγκριθεί το σχέδιο, αναλαμβάνοντας έτσι και τον κίνδυνο από τη μη έγκρισή του. Με τον τρόπο αυτό παραιτήθηκε οριστικά και χωρίς κανένα όρο ή επιφύλαξη από τα δικαιώματά του επί των κοινοχρήστων, τους οποίους διαφήμιζε και βάσει αυτών πουλούσε, δηλώνοντας έτσι ότι τους θέτει στη χρήση του κοινού, ανεξάρτητα από το αν θα εγκριθούν ή όχι».
Όσον αφορά τον αποχαρακτηρισμό κοινοχρήστου χώρου, γίνεται κοινώς δεκτό ότι αυτός, με τον αποχαρακτηρισμό του [εφόσον επέρχεται έγκαιρα], επανέρχεται στην ιδιωτική περιουσία του αντιστοίχου δημοσίου φορέα (δημοσίου, δήμου ή κοινότητας). Συναφώς, παραθέτουμε τις σκέψεις της ΕφΘεσσαλ 1310/1988:
«Τόσο κατά το προϊσχύον (Βυζαντινορωμαϊκό) δίκαιο (Δ. 43.8, 3 στ) όσο και κατά το ισχύον (ΑΚ 966, 967, 1054), οι οδοί, δημόσιες και δημοτικές είναι πράγματα κοινής χρήσεως, ως προορισμένα για χρήση των πολιτών - δημοτών (publico usui destinatae) και συνεπώς εκτός συναλλαγής ( extra commercium), κατά ακολουθία ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Όταν, όμως, για οποιονδήποτε λόγο, παύσουν να είναι κοινόχρηστα παύει και η ιδιότητά τους ως εκτός συναλλαγής πραγμάτων και ανεπίδεκτων χρησικτησίας, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος, όπως λ.χ. προκειμένου περί των κτημάτων του Δημοσίου το ν.δ. της 21 Απριλίου / 16 Μαΐου 1926 (άρθρ. 21) "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης κλπ" και ο α.ν. 1539/1938 (άρθρ. 4) "περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων" (ΑΠ 1016/1974 ΝοΒ 23.607). Οι δημοτικές οδοί που καταργούνται με το σχέδιο ρυμοτομίας αποβάλλουν την ιδιότητα τους ως κοινοχρήστων και εκτός συναλλαγής πραγμάτων και καθίστανται από της καταργήσεώς τους (που επέρχεται με τη δημοσίευση του διατάγματος που εγκρίνει το σχέδιο ρυμοτομίας) ιδιωτική περιουσία του οικείου Δήμου (πρβλ Α.Π. 286/1970 και 298/1969, ΝοΒ 18.1057 και 17.1098, αντιστοίχως) και μέχρι τις 2.12.1968, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 281) και άρχισε να ισχύει από τότε το ν.δ. 31/1968 (άρθρ. 7 του αυτού) "περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως κλπ", με το άρθρο 1 παρ. 1 του οποίου ορίστηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του α.ν. 1539/1938 περι προστασίας των δημοσίων κτημάτων, όπως αυτές ισχύουν εκάστοτε και οι συναφείς προς αυτές διατάξεις υπέρ του Δημοσίου, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικης Αυτοδιοικήσεως για την προστασία των κτημάτων τους (ήδη το άρθρο αυτό, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 του ν. 1416/1984 περί τροποποιήσεως και σμπληρώσεως της κοινοτικής νομοθεσίας, ορίζει ότι ως προς τα κτήματα των Δήμων και Κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αν/ν. 1539/1938), μπορούσαν να χρησιδεσποσθούν (πρβλ. ΑΠ 52/1985 ΝοΒ 33.1424) ακόμη και απ` αυτόν, στην ιδιοκτησία του οποίου προσκυρώνονται μετά την λόγω ρυμοτομίας κατάργησή τους και πριν δεν ακόμη από την καταβολή της νομιμης αποζημίωσης εκ μερους του για την αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους (προσκύρωσή τους ) γιατί οι οικείες συνταγματικές και άλλες διατάξεις που αποκλείουν τη λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ως τρόπου κτήσεως της κυριότητος επί του απαλλοτριωθέντος μεταβίβαση της κυριότητας αυτού στον υπέρ ού η απαλλοτρίωση χωρίς προηγούμενη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, δεν θεσπίζουν το απαράγραπτο του δικαιώματος κυριότητος του καθ` ου η απαλλοτρίωση επί του απαλλοτριωθέντος (προβλ. ΑΠ 674/1969 ΝοΒ 18.548, ΕφΛαρ 330/1980 ΕλλΔνη 22.539). …
Με τα αποδεικνυόμενα αυτά περιστατικά και εφόσον το ως άνω επίδικο τμήμα του προσκυρωθέντος ως άνω τμήματος της προαναφερθείσης δημοτικής οδού Κωνσταντινουπόλεως (όπως άλλωστε και όλο το προσκυρωθέν ως άνω τμήμα αυτής) είχε με την λόγω της ρυμοτομίας κατάργησή του ως κοινοχρήστου τμήματος οδού αποβάλλει την ιδιότητά του ως πράγματος εκτός συναλλαγής κατά τα προαναφερθέντα και είχε καταστεί έκτοτε ως περιουσία του εναγομένου Δήμου, επιδεκτικό χρησικτησίας μέχρι της 2.12.1968, που δημοσιεύτηκε το ν.δ. 31/1968, ο δικαιοπάροχος των εναγόντων έγινε κύριος αυτού με τακτική και έκτακτη χρησικτησία τόσο κατά το προϊσχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (C. 7, 33, 12 και C. 7, 39, 3) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση κατ` αρθρ. 51 του Εισαγ. Ν. του ΑΚ, α.ν. 2783/1941) όσο και κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 1041 και 1045 αυτού και άρθρα 64 και 65 ΕισΝ τούτου) είτε συνοπολογιζομένου είτε μη του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, αφού ο ίδιος κατείχε και νεμόταν τον ακίνητο αυτό (επιδεικτικό χρησικτησίας κατά τα παραπάνω μέχρι της 2.12.1968 μετά τη λόγω ρυμομοτομίας κατάργησή του ως κοινοχρήστου οδού και την προσκύρωσή του) με τα προσόντα τόσο της τακτικής όσο και της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι με νόμιμο τίτλο, καλή πιστή και διάνοια κυρίου επί τριάντα (και πλέον) συναπτά χρόνια ( 1938 - 1981), επομένως και επί είκοσι (και πλέον) άρα και επί δέκα (και πλέον) χρόνια από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23 Φεβρουαρίου 1946 κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του β.δ/τος της 7.5.1946 "περί αποκαταστάσεως του Αστικού Κώδικος και του εισαγωγικού αυτού νόμου"), όπως απαιτούσαν οι παραπάνω διατάξεις του προϊσχύοντος ΒΡ δικαίου και του ΑΚ και την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι για την τελευταία (έκτακτη χρησικτησία) δεν απαιτούνταν κατά τον Αστικό Κώδικα καλή πίση του χρησιδεσπόζοντος αλλά μόνο 20 ετής (αντί 30 ετούς κατά το προϊσχύον) νομή αυτού με διάνοια κυρίου επί του δεκτικού χρησικτησίας ακινήτου (άρθρ. 1045 και 1054 ΑΚ), ο οποίος χρόνος (20 ετία), ως βραχύτερος του προϊσχύοντος δικαίου και ως συμπληρούμενος ενωρίτερον αυτού (1946+20=1966, ενώ 1938+30=1968), υπολογίζεται από της εισαγωγής του ΑΚ κατ` άρθρ. 65 του ΕισΝ. αυτού, ο δικαιοπάροχος των εναγόντων πατέρας τους. Α.Ρ. και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι κατά την κτήση της νομής του ως άνω ακινήτου (1938) τελούσε σε κακή πίστη, γνωρίζοντας ότι είχε καταληφθεί αυτό από την απώτερη δικαιοπάροχό του και δικαιοπάροχο των αμεσότερων δικαιοπαρόχων του Ι.Μ. χωρίς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον εναγόμενο κύριο του ακινήτου Δήμο (πρβλ. σχετ. ΑΠ 58/1973 ΝοΒ 21.747), και πάλιν απέκτησε αυτός την κυριότητα αυτού με έκτακτη χρησικτησία».
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο Α.Π. επεξέτεινε την νομολογία του, όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948 στους κοινοχρήστους χώρους, και στην περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. β΄ του από 17/7/1923 Ν.Δ., δηλαδή στους προοριζόμενους για την ανέγερση «κοινωφελών» κτιρίων. Έτσι, ο Α.Π., με την απόφασή του αρ. Α.Π. 499/1983 [ΝΟΒ/1984 (53)], έκρινε – στην περίπτωση της δημοτικής αγοράς Φιλοθέης – τα εξής:
«Επειδή κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 690/1948 «περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλων διατάξεων». Οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κ.λπ.) οι καθοριζόμενοι υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος εγκριθέντων, επισπεύσει των ιδιοκτητών ή των αναλαβόντων την εκμετάλλευσιν των οικείων εκτάσεων, σχεδίων ρυμοτομίας, συνοικισμών, θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού …… Οι ως άνω κοινόχρηστοι χώροι περιέχονται εις την κοινήν χρήσιν ελεύθεροι παντός βάρους, υποθήκης ή προσημειώσεως …..», κατά δε την παρ. 5 του αυτού άρθρου και ν.δ/τος «τα εν τοις παρ. 1 και 2 οριζόμενα ισχύουσιν αναλόγως και διά τα οικόπεδα τα προοριζόμενα κατά τα αυτά ως άνω σχέδια διά την ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων, εν οις και οι χώροι αθλητικών εν γένει εγκαταστάσεων, λουτρών και κέντρων αναψυχής, ων η κυριότης, νομή και κατοχή εάν δεν μετεβιβάσθη μέχρι τούδε εις εκπλήρωσιν αναληφθείσης ή και απλώς επιβληθείσης υποχρεώσεως, θεωρείται μεταβιβαζομένη εκ του παρόντος νόμου εις τα αρμόδια προς ανέγερσιν της κοινής ωφελείας κτιρίων νομικά πρόσωπα, της μεταγραφής αυτών ενεργουμένης φροντίδι των προσώπων τούτων».
Εκ των παρατεθεισών διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι εκ του νόμου μεταβιβάζεται εις οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, αρμοδίους προς ανέγερσιν των κοινής ωφελείας κτιρίων, η κυριότης οικοπέδων, προοριζομένων κατά τα σχέδια ρυμοτομίας συνοικισμού, εγκριθέντα μέχρι της 8.5.1948 (χρονολογία ενάρξεως ισχύος του ρηθέντος ν.δ.) δια την επ΄ αυτών ανέγερσιν κοινής ωφελείας κτιρίων.
Εξ ετέρου τόσον εκ του από της ως είρηται παρ. 5 του ως άνω άρθρου και ν.δ/τος χρησιμοποιουμένου όρου «κτίρια κοινής ωφελείας», όσον και εκ της εις την αυτήν διάταξιν παρατιθεμένης ενδεικτικής απαριθμήσεως τούτων (αθλητικαί εγκαταστάσεις, λουτρά και κέντρα αναψυχής) προκύπτει ότι η διάταξις αύτη αναφέρεται εις οικόπεδα προωρισμένα κατά τα εγκεκριμένα σχέδια συνοικισμών, δια την επ΄ αυτών ανέγερσιν κτιρίων, μελλόντων να εξυπηρετήσουν δημοσιολογικούς σκοπούς ήτοι, μεταξύ άλλων, δημοτικούς ή κοινοτικούς σκοπούς κατά την έννοιαν του άρθρου 966 ΑΚ.
Τοιούτον σκοπόν επιτελούν αναμφισβήτως και αι κοινοτικαί αγοραί, προορισμόν έχουσαι, ουχί την θεραπείαν ανάγκης και δη οικονομικής τοιαύτης της Κοινότητος, αλλά την εξυπηρέτησιν των αναγκών των πολιτών αυτής και επομένως δεν αίρεται ο χαρακτηρισμός τούτων (αγορών) ως κοινοχρήστων εκ του λόγου ότι καταβάλλεται εις την κοινότητα τέλος ή μίσθωμα δια την χρησιμοποίησιν τούτων υπό ετέρων προσώπων προς εξυπηρέτησιν των αναγκών των δημοτών.
Τέλος τόσον κατά τον νόμον ΔΝΖ/1912 «περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων», όσον και κατά το ν.δ. 2888/1954 «περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος» σαφώς προκύπτει ότι εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των Κοινοτήτων ανήκει η κατασκευή και η συντήρησις των Κοινοτικών αγορών και τόπων αγορών και η ρύθμισις της λειτουργίας αυτών, με σκοπόν την εξυπηρέτησιν των αναγκών των δημοτών των και ουχί τον πορισμόν χρημάτων δια της εκμισθώσεως τούτων»
Σχόλια: από το όλο ιστορικό της απόφασης 499/1983 του Α.Π. προκύπτει ότι, τόσο το 1985, που εκδόθηκε η απόφαση αυτή, όσο και κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά και κατά τα επόμενα, παρατηρούνται (και διατηρούνται) τα εξής φαινόμενα:
1) Προηγούμενοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι αρνούνται να παραδώσουν στους δημόσιους φορείς (κυρίως: τους Δήμους) τα οικόπεδα που προορίζονται για κτίρια κοινής ωφελείας, και τα οποία, κατά το Ν.Δ. 490/1948 υποχρεούνται να παραδώσουν
2) Αποφάσεις δικαστικές (εδώ: η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναιρέθηκε με την απόφαση 499/1983), οι οποίες ερμηνεύουν τον νόμο (Ν.Δ. 690/1948) κατά διαφορετικό τρόπο, δηλαδή υπέρ των προηγουμένων ιδιοκτητών.
3) Τα ανώτατα δικαστήρια (όπως εδώ ο Άρειος Πάγος, βλ. και παρακάτω για το ΣτΕ) ερμηνεύουν τον νόμο δικαιώνοντας τους δημόσιους φορείς (κατά κύριο λόγο: τους Δήμους).
4) Παρά το ότι ο Α.Π. αναφέρεται σε χώρους που εγκρίθηκαν μέχρι την ισχύ του Ν.Δ. 690/1948 (8/5/1948), η λύση που δίδεται με την απόφαση αυτή αφορά προφανώς και τους μετά το Ν.Δ. 690/1948 εγκρινόμενους χώρους, δυνάμει της παρ. 8 του άρθρου 1.
5) Η σημαντική ερμηνευτική τομή, την οποία πραγματοποιεί ο Άρειος Πάγος με αποφάσεις του σαν την 499/1983, είναι ότι, τα οικόπεδα που προορίζονται για κτίρια κοινής ωφελείας περιέρχονται αμέσως, με την δημοσίευση του Ρ.Δ., στον αντίστοιχο Δήμο ή την Κοινότητα ως κοινόχρηστα.
6) Επίσης, κρίνει ο Α.Π. με την απόφασή του αυτή ότι, η πρόβλεψη, στο Ρυμοτομικό Διάταγμα, ενός χώρου ως προοριζομένου για ανέγερση αγοράς, αφορά σαφώς – και πάγια – δημοτική αγορά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών των δημοτών, και όχι για ιδιωτική εκμετάλλευση, και περιέρχεται στον αντίστοιχο Δήμο.
7) Και γενικότερα, ο Α.Π., για τις κοινωφελείς χρήσεις στα όρια ενός Δήμου, εφαρμόζει ένα «τεκμήριο αρμοδιότητας για τοπικές υποθέσεις» του Δήμου, και κρίνει ότι τα οικόπεδα που προορίζονται για κοινόχρηστες, αλλά και για κοινωφελείς χρήσεις, περιέρχονται καταρχάς στον Δήμο.
* * *
Παρόμοια – και κρίσιμη, όσον αφορά την προκείμενη Γνωμοδότηση, είναι η εξέλιξη της Νομολογίας στο ΣτΕ.
Όσον αφορά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του Ρ.Σ. της περιοχής «Πολιτεία», σημειώνουμε, ως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την προκείμενη γνωμοδότηση, την απόφαση 632/1953 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στο εγκεκριμένο τοπογραφικό διάταγμα και στην τροποποίηση που όντως επιφέρεται με το εγκριτικό Ρυμοτομικό Διάταγμα. Το ενδιαφέρον απόσπασμα της εν λόγω απόφασης έχει ως εξής:
«Επειδή, εκ των διατάξεων των άρθρων 3 και 70 παρ. 1 του από 17/7-16/8 Ν.Δ/τος «Περί σχεδίων Πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» (288) προκύπτει, ότι η τροποποίησις των σχεδίων των πόλεων ενεργείται δια Βας. Δ/τος, εκδιδομένου κατά την υπό των διατάξεων τούτων προβλεπομένην διαδικασίαν. Επομένως, το σχετικόν τοπογραφικόν διάγραμμα, εις ό αναφέρεται το περί τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως τινός Βασ. Δ/γμα, τροποποιεί το υφιστάμενον σχέδιοιν μόνον καθ’ ό μέρος εγκρίνεται υπό του ανωτέρω Δ/τος, εν ώ κατά τα λοιπά τμήματα αυτού ουδέν επάγεται έννομον αποτέλεσμα και δεν επιφέρει τροποποίησιν εις το υφιστάμενον σχέδιον της πόλεως ταύτης.
Επειδή το προσβαλλόμενον από 14/22 Αυγούστου 1952 Β.Δ., ως προκύπτει εκ του όλου περιεχομένου αυτού, και των προηγηθεισών γνωμοδοτήσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητος Καλαμακίου (υπ’ αρ. 133/52) και του Συμβουλίου Οικισμού (υπ’ αρ. 804/52), ενέκρινε τροποποίησιν του σχεδίου της Κοινότητος Καλαμακίου, μόνον εις την οδόν Σωκράτους και ειδικώς εις το έμπροσθεν της οικίας Λ. Τζουλιάτη τμήμα αυτής, ουδεμίαν δε επέφερε το Δ/γμα τούτο τροποποίησιν εις την οδόν Λυκούργου της ιδίας Κοινότητας. Και είναι μεν αληθές, ότι, ως δέχεται και η Διοίκησις δια του υπ’ αρ. 61708/52/26-2-1953 εγγράφου αυτής προς το ΣτΕ, εις το σχετικόν διάγραμμα το τεθεωρημένον δια της αρ. 35551/1952 πράξεως του Γεν. Διευθυντού Οικισμού, εις ό αναφέρεται το προσβαλλόμενον Δ/γμα, εμφανίζεται και τροποποίησις του προϋφισταμένου σχεδίου της Κοινότητος Καλαμακίου εις την οδόν Λυκούργου. Εφόσον όμως δια του προσβαλλομένου Δ/τος ενεκρίθη μόνον η εν τω ανωτέρω διαγράμματι διαλαμβανομένη ως άνω τροποποίησις της οδού Σωκράτους, αι λοιπαί τροποποιήσεις του εν λόγω διαγράμματος, αι αναφερόμεναι εις την οδόν Λυκούργου, κατά τα εν τη ηγουμένη σκέψει εκτεθέντα, ουδέν επάγονται έννομον αποτέλεσμα, και δεν τροποποιούσι το σχέδιον της Κοινότητος Καλαμακίου κατά το σημείο τούτο, ως προς το οποίον εξακολουθεί να ισχύει το προϋφιστάμενον σχέδιον της Κοινότητος ταύτης»
Ιδιαίτερα σημαντική για την προκείμενη γνωμοδότηση είναι, επίσης, η απόφαση 1323/1995 του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί του εδάφους αμφισβητήσεως της κυριότητας της Παλαιάς Αγοράς Ψυχικού (κτιρίου κοινωφελούς), και στην οποία διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Επειδή με τις ανωτέρω διατάξεις [ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ., και των παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 1 του Ν. 690/1948, οι οποίες έχουν προπαρατεθεί] επιδιώκεται η δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και χώρων προοριζομένων για κτίρια κοινής ωφελείας, προβλεπόμενων από το ρυμοτομικό σχέδιο που εγκρίθηκε με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών, οι οποίοι, προκειμένου να εντάξουν σε σχέδιο πόλης τις εκτάσεις τους και καταστήσουν αυτές αντικείμενο οικιστικής ανάπτυξης, είχαν αναλάβει ή αποδεχθεί την υποχρέωση να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους επί των ακινήτων που εμπίπτουν στους χώρους αυτούς. Για να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός, ο νομοθέτης επιδίωξε παραλλήλως να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών των ιδιοκτητών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, και ειδικότερα από τις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου αυτού, στις περιπτώσεις ρυμοτομικών σχεδίων, τη διαδικασία έγκρισης των οποίων είχαν επισπεύσει οι ιδιοκτήτες, όπως είναι τα σχέδια που εγκρίθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 17/7/1923 Ν.Δ., το οποίο παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, οι χώροι που καθορίζονται με το σχέδιο ως κοινόχρηστοι ή ως προοριζόμενοι για την ανέγερση κτιρίου κοινής ωφελείας θεωρούνται από το νόμο ότι έχουν περιέλθει, αντιστοίχως, σε κοινή χρήση ή στην κυριότητα του νομικού προσώπου που έχει αρμοδιότητα για την ανέγερση του κοινής ωφελείας κτιρίου, αν μεταξύ των όρων, υπό τους οποίους εγκρίθηκε το σχέδιο, περιλαμβάνεται και η παραίτηση των ιδιοκτητών από τα δικαιώματά τους επί των χώρων αυτών. Και τούτο, μάλιστα, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η υποχρέωση αυτή είχε εκπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παραπάνω ν.δ. 690/1948, καθώς και αν δεν είχε μεν επιβληθεί τέτοια υποχρέωση, αλλά, κατά τεκμήριο συναγόμενο από την επιδίωξή τους να εγκριθεί το σχέδιο, οι ιδιοκτήτες είχαν παραιτηθεί από τα δικαιώματά τους επί των προαναφερόμενων χώρων, το δε σχέδιο εγκρίθηκε ενόψει της τεκμαιρόμενης αυτής παραίτησης. Περαιτέρω, κατά την έννοια των παραπάνω παραγράφων 1 και 5, η ίδια συνέπεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χώρων αυτών επέρχεται και αν οι ιδιοκτήτες, συμμορφούμενοι προς σχετικό όρο, παραιτήθηκαν μεν από τα δικαιώματά τους με σύμβαση που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του από 17/7/1923 Ν.Δ., στη συνέχεια, όμως, και μέχρι την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου Ν.Δ. 690/1948, καταρτίσθηκε νεότερη σύμβαση, κατά την οποία τα δικαιώματα αυτά περιέρχονται και πάλι στον αρχικό ιδιοκτήτη, χωρίς παραλλήλως να καταργηθεί ο αντίστοιχος κοινόχρηστος χώρος, ή χώρος κοινωφελούς κτιρίου με ανάλογη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Διότι όχι μόνο δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να αναγνωρίσει τέτοιες μεταγενέστερες, μη προβλεπόμενες από το νόμο, συμφωνίες, με τις οποίες οι ιδιοκτήτες απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει προκειμένου να ενταχθούν τα ακίνητά τους σε σχέδιο πόλης, αλλ’ αντιθέτως η αναγνώριση αυτή αντιστρατεύεται τον προαναφερόμενο σκοπό του νόμου. Εξάλλου, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 1 Ν.Δ. 690/1948, στην κυριότητα του αρμόδιου νομικού προσώπου περιέρχονται τα ακίνητα που κατά το ρυμοτομικό σχέδιο προορίζονται για την ανέγερση κτιρίου κοινής ωφέλειας, αδιαφόρως αν έως την έναρξη ισχύος του νομοθετήματος αυτού είχε ήδη ανεγερθεί ή όχι το αντίστοιχο κτίριο. Διότι σχετική διάκριση δεν δικαιολογείται αφού κατά νόμο το ακίνητο σε κάθε περίπτωση παραμένει οριστικώς στην κυριότητα του νομικού προσώπου, δηλαδή και μετά την ανέγερση του κτιρίου, το οποίο, άλλωστε, λόγω του κοινωφελούς χαρακτήρα του, προορίζεται προεχόντως για την θεραπεία αναγκών των πολιτών και όχι για οικονομική εκμετάλλευση από μέρους του ιδιοκτήτη. Τέλος, κτίρια κοινής ωφελείας, κατά την έννοια της ίδιας παραγράφου 5, αποτελούν και οι δημοτικές και κοινοτικές αγορές, η ίδρυση των οποίων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των κατοίκων του αντίστοιχου δήμου ή κοινότητας. …» Παραπέρα, στην παρ. 11 της ίδιας απόφασης, ο χαρακτηρισμός, στο Ρυμοτομικό Διάταγμα, ενός χώρου με την ένδειξη «χώρος αγοράς» ερμηνεύεται «με την έννοια προδήλως της δημοτικής αγοράς, δηλαδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, ως χώρος κτιρίου κοινής ωφελείας…», και διατυπώνεται η πάγια αρχή ότι ο αποχαρακτηρισμός κοινοχρήστου χώρου, ακόμα κι αν γίνεται με επίσπευση των ιδιοκτητών, γίνεται με μονομερή πράξη της Πολιτείας και με βάση πολεοδομικά κριτήρια.
Στην ίδια υπόθεση, και μετά την απόφαση 1323/1993 του ΣτΕ, εκδόθηκε η απόφαση 10184/1993 του Εφετείου Αθηνών, με την οποία τέμνεται το (ad hoc, για την προκείμενη γνωμοδότηση) ιδιοκτησιακό καθεστώς της αγοράς του Δήμου Ψυχικού, ως εξής:
«… Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του Α.Κ., πράγματα κοινής χρήσης ή κοινόχρηστα είναι γενικός όσα, είτε από το νόμο, είτε με τη βούληση του ιδιοκτήτη, έλαβαν τέτοιο προορισμό. Εκτός από τα ενδεικτικώς απαριθμούμενα στο άρθρο 967, κοινόχρηστα, της κατηγορίας των προορισμένων στην εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών, είναι και οι μόνιμοι τόποι ή κτίρια αγορών, η ίδρυση των οποίων αποβλέπει εις την εξυπηρέτηση των κατοίκων του αντιστοίχου Δήμου ή της Κοινότητας. … Αυτά θεωρούνται ως πράγματα εκτός συναλλαγής (άρθρο 966), και ανήκουν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν στον Δήμο ή στην Κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει αλλιώς. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. β, 3 παρ. 2, 7 παρ. 1 και 2, 29, 30 παρ. 1 και 37 παρ. 3 του Ν.Δ. της 17/1/1923 «περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π.» που, σε θέματα πολεοδομίας,. Εκφράζει το πνεύμα των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων του 1911 και 1952 και του ισχύοντος Σ/1975, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του οποίου, η πολεοδόμηση ανήκει στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους – προκύπτουν τα εξής: Η ανέγερση κτιρίων που εξυπηρετούν δημόσιους, δημοτικούς (ή κοινοτικούς) θρησκευτικούς γενικά σκοπούς – και όχι μόνο ανάγκες της συγκεκριμένης πόλης, του Δήμου ή της Κοινότητα ς- δηλαδή γενικά κοινωφελών κτιρίων και εγκαταστάσεων, είναι στενά συνδεδεμένη με το σχέδιο πόλης, γιατί επηρεάζει τη μορφή και την εν γένει οικονομία της πόλης και γενικότερα του οικισμού. Γι’ αυτό και η ανέγερση των κτιρίων αυτών επιτρέπεται όχι οπουδήποτε, αλλά μόνο στους χώρους, τους οποίους το ίδιο το σχέδιο πόλης, κατά την έγκρισή του, καθορίζει για το σκοπό αυτό (ΣτΕ 3177/1984). Ο καθορισμός χώρων – στην έννοια του χώρου (οικοπέδου) για το σκοπό αυτό υπάγεται όχι μόνο ο χώρος που καταλαμβάνεται από το κτίριο, αλλά και ο ακάλυπτος χώρος που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα για την ομαλή λειτουργία του κτιρίου – για την ανέγερση κοινωφελών κτιρίων πρέπει να γίνεται με πολεοδομικά κριτήρια, αλλά και με κριτήρια που ανάγονται στην εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού (ΣτΕ 2549/1987). Ο καθορισμός αυτός, που συνεπάγεται περιορισμό της ιδιοκτησίας επιτρεπτό (ΣτΕ 2549, 544, 131/87), πρέπει να αιτιολογείται και από την άποψη ανάγκης ανέγερσης του κτιρίου και της καταλληλότητας του χώρου που επιλέχτηκε (ΣτΕ 2100/90, 2922/89 κ.ά. …). Προκειμένης ένταξης σε σχέδιο πόλης μεγάλων ιδιοκτησιών με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών ή εκείνων που έχουν αναλάβει την εκμετάλλευση των σχετικών εκτάσεων, η έγκριση του σχεδίου στις περιπτώσεις αυτές συναρτάται με την επιβολή στους ιδιοκτήτες ορισμένων υποχρεώσων, στις οποίες περιλαμβάνεται η δωρεάν παραχώρηση εκτάσεων που καθορίζονται ως χώροι κοινόχρηστοι ή προοριζόμενοι για κοινωφελείς σκοπούς, και η εκτέλεση έργων, με τα οποία εξυπηρετούνται οι ανάγκες του οικισμού. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 2,. 3, 5, 6 και 8, 2 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 690/1948 «Περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων», προκύπτει ότι, οι καθοριζόμενοι εις συγκεκριμένο σχέδιο πόλης κοινόχρηστοι χώροι, περιέρχονται εις την κοινή χρήση, από την έγκριση του σχεδίου, του κατά τον χρόνο της έγκρισης του σχεδίου ιδιοκτήτη των υπό των κοινοχρήστων χώρων καταλαμβανομένων γηπέδων, θεωρουμένου κατ’ αμάχητο τεκμήριο, παραιτηθέντος της κυριότητας, νομής ή κατοχής και παντός δικαιώματος επί τούτων, εφόσον επέσπευσε η επεδίωξε την έγκριση του σχεδίου, άνευ άλλης διατύπωσης (και μεταγραφής) και ότι, οι έτσι καθιστάμενοι κοινόχρηστοι χώροι (Α.Π. 499/1963, ΝοΒ 32-53), περιέρχονται, χωρίς αποζημίωση, εις τον κατά νόμο κύριον αυτών, Δημόσιο, Δήμο ή Κοινότητα, ακόμα και αν δεν παραδόθηκαν εις την κοινή χρήση, μη επανερχόμενοι εις τους πρώην ιδιοκτήτες των και εάν με τροποποίηση του σχεδίου απέβαλαν την ιδιότητα του κοινοχρήστου, καταστάντες οικοδομήσιμοι χώροι, ή και τέθηκαν εκτός σχεδίου, εκτός εάν με την τροποποίηση καθίστανται κοινόχρηστοι άλλοι χώροι των ιδιοκτητών και κατά ίσο προς αυτούς εμβαδόν ή οι κατά την έγκριση το0υ σχεδίου ιδιοκτήτες, είχαν με σχετική σύμβαση, επιφυλάξει εις εαυτούς την κυριότητα και επί των χώρων αυτών, σε περίπτωση αποβολής της ιδιότητάς των ως κοινοχρήστων, ή θέσης αυτών εκτός σχεδίου. … Οι διατάξεις δε της παρ. 1 (ν.δ. 690/1948) εφαρμόζονται και στην περίπτωση χώρων, οι οποίοι δεν καθορίστηκαν μεν κοινόχρηστοι εκ του εγκριθέντος σχεδίου, τους οποίους, όμως, οι επισπεύσαντες την έγκριση αυτού εκδήλωσαν, είτε με επαγγελία είτε με διαφημιστικούς χάρτες και διαγράμματα ή αγγελίες προς τον σκοπό της προσέλευσης αγοραστών και εν γένει κατά οποιονδήποτε τρόπο την πρόθεση αυτών όπως θέσον τούτους στη χρήση του κοινού (παρ. 3).
Με τις ανωτέρω διατάξεις επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του σχεδίου της ρυμοτομίας χωρίς δαπάνες για τους κοινόχρηστους χώρους και χώρους προοριζόμενους για κτίρια κοινής ωφελείας, δια της εθελοντικής παραχώρησης των αναγκαίων για το σκοπό αυτό γηπέδων από τους ιδιοκτήτες των. Και ο σκοπός δεν εκπληρώνεται μόνον με το «αμάχητον τεκμήριον» ότι οι ιδιοκτήτες των γηπέδων, των καταλαμβανομένων βάσει του σχεδίου ως κοινοχρήστων χώρων, παραιτήθηκαν σιωπηρώς από κάθε δικαίωμά των επ’ αυτών, πράγμα το οποίο αναγκαίως συνάγεται από το γεγονός ότι αυτοί επιδίωξαν την έγκριση ή εζήτησαν την τροποποίηση του σχεδίου, άνευ της εφαρμογής του οποίου δεν θα ηδύναντο να διαιρέσουν τις υπόλοιπες εκτάσεις των σε οικόπεδα οικοδομήσιμα και να διαθέσουν αυτά σε τιμές, εις τις οποίες περιέλαβαν φυσικά και την αξία των γηπέδων των αφεθέντων εις κοινή χρήση. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη ρητή, νομότυπη παραίτησή τους από την κυριότητά τους και από κάθε δικαίωμά τους επί των γηπέδων αυτών (Ολ. Α.Π. 228/83).
Περαιτέρω, κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 5 του προαναφερομένου άρθρου 1 Ν.Δ. 690/1948, η ίδια συνέπεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χώρων αυτών επέρχεται και αν οι ιδιοκτήτες, συμμορφούμενοι προς σχετικό όρο, από τον οποίο είχε εξαρτηθεί η ισχύς του σχεδίου, παραιτήθηκαν μεν από τα δικαιώματά του με σύμβαση που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του από 17.7.1923 Ν.Δ., στη συνέχεια, όμως, και μέχρι την έναρξη της ισχύος του προαναφερόμενου Ν.Δ. 690/1948, καταρτίσθηκε νεότερη σύμβαση, κατά την οποία τα δικαιώματα αυτά περιέρχονται και πάλι στον αρχικό ιδιοκτήτη, χωρίς παραλλήλως να καταργηθεί ο αντίστοιχος κοινόχρηστος χώρος ή χώρος κοινωφελούς κτιρίου με ανάλογη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Διότι, όχι μόνο δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να αναγνωρίσει τέτοιες μεταγενέστερες, μη προβλεπόμενες από το νόμο, συμφωνίες, με τις οποίες οι ιδιοκτήτες απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει προκειμένου να ενταχθούν τα ακίνητά τους σε σχέδιο πόλης, αλλά αντιθέτως η αναγνώριση αυτή αντιστρατεύεται τον προαναφερόμενο σκοπό του νόμου. Δεδομένου ότι η καθιέρωση ενός πράγματος ως δημοσίου πράγματος, είναι πράξη δημοσίου δικαίου, που δεν μπορεί να μετατραπεί ή ανατραπεί με ιδιωτικές συναλλαγές. (άρθρο 3 Α.Κ. …). Αν το δημόσιο πράγμα είχε καθιερωθεί με διοικητική πράξη, τότε η αποκαθιέρωση μπορεί να γίνει είτε με νόμο, είτε με διοικητική πράξη, που εκδίδεται, αν δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία, κατ’ αρχήν από το ίδιο όργανο, κατά την διαδικασία εκδόσεως και με τον ίδιο τύπο (...). Ο αποχαρακτηρισμός γίνεται με την έγκριση ή την τροποποίηση του διατ/τος ρυμοτομίας, γιατί από τότε παύει ο αρχικός προορισμός του κοινόχρηστου (Α.Π. 286/70, ΝοΒ 18-2057).
Μόνο η επέκταση του Ρυμοτομικού Σχεδίου δεν συνεπάγεται και κατάργηση του κοινοχρήστου. Η κατάργηση πρέπει να προβλέπεται από το σχέδιο ρυμοτομίας (Α.Π. 142/1985, ΕλλΔνη 26-/456). Εξάλλου, κατά την έννοια της ίδιας παρ. 5 του άρθρου 1 Ν.Δ. 690/1948, στην κυριότητα του αρμόδιου νομικού προσώπου περιέρχονται τα ακίνητα που κατά το ρυμοτομικό σχέδιο προορίζονται για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφελείας, αδιαφόρως αν έως την έναρξη ισχύος του νομοθετήματος αυτού είχε ήδη ανεγερθεί ή όχι το αντίστοιχο κτίριο. Διότι σχετική διάκριση δεν δικαιολογείται, αφού κατά νόμο το ακίνητο, σε κάθε περίπτωση, παραμένει οριστικώς στην κυριότητα του νομικού προσώπου, δηλαδή και μετά την ανέγερση του κτιρίου, το οποίο, άλλωστε, λόγω του κοινωφελούς χαρακτήρα του, προορίζεται προεχόντως για την θεραπεία αναγκών των πολιτών και όχι για οικονομική εκμετάλλευση από μέρους του ιδιοκτήτη».
Με την παραπάνω νομολογία, συνεπώς, γίνεται δεκτή η εξομοίωση της περίπτωσης των «κοινοχρήστων χώρων» κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 περ. α) (που αφορά «τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους»), και των «κοινωφελών», κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 περ. β) (που αφορά «Τα προς ανέγερσιν δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και τα προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων κοινής ωφελείας έργων αναγκαιούντα οικόπεδα»).
Μάλιστα, με αναφορά στον σκοπό του νόμου, γίνεται δεκτό ότι, τα οικόπεδα που απαιτούνται προς ανέγερση δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων, περιέρχονται «στην κυριότητα του αρμόδιου νομικού προσώπου», αδιάφορα εάν το κτίριο έχει ή όχι ανεγερθεί, αφού, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να το εκμεταλλεύεται οικονομικά ο ιδιοκτήτης.
* * *
Με την νομολογία αυτή, καταργήθηκαν οι αντίθετες νομικές απόψεις, οι οποίες είχαν διατυπωθεί, κυρίως, σε εισαγγελικές διατάξεις ρύθμισης της νομής ακινήτων, καθώς και σε ορισμένες γνωμοδοτήσεις.
Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι έχουν καταργηθεί, στον βαθμό που αντικρούονται με τα παραπάνω, οι αντίθετες απόψεις της από 9/12/1991 Γνωμοδότησης του δικηγόρου Τάσου Βενάρδου, με τίτλο «Κοινόχρηστοι και άλλοι τινές χώροι της Πολιτείας», με την οποία γίνεται δεκτό ότι ο Δήμος μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα του επιμάχου χώρου (καταρχάς) με απαλλοτρίωση, και αποζημίωση του Συνεταιρισμού.
Ομοίως, αντικρούονται οι αντίθετες απόψεις των τυχόν αντιθέτων εισαγγελικών αποφάσεων, όπως η απόφαση 28/1993 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία γίνεται δεκτό ότι «ουδέποτε ο χώρος του παλαιού λατομείου της περιοχής «Κοκκιναρά» από της δημιουργίας του οικισμού «Πολιτεία» και της εντάξεως τούτου εις το σχέδιο πόλεως το 1962 δεν έχει χαρακτηρισθεί ως χώρος κοινόχρηστος, αλλά αναφέρεται ως χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερση αγοράς, αθλητικών εγκαταστάσεων, παιδικού άλσους κ.τ.λ. … ο Δήμος Κηφισιάς ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής και κατοχής εις το επίδικο κτίριο, επ’ ονόματί του …», και «αναγνωρίσθηκε προσωρινώς νομέας» του κτιρίου της κεντρικής αγοράς του οικισμού «Πολιτεία» ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» .
Μάλιστα, και στην παρεμφερή περίπτωση του «χώρου αγοράς» του Δήμου Ψυχικού, επί της οποίας είχε κρίνει το ΣτΕ, με την απόφασή του 1323/1995, είχαν εκδοθεί Εισαγγελικές αποφάσεις παρεμφερούς περιεχομένου (αρ. 86/1990 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και αρ. 17/1991 του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών), με την οποία είχε κριθεί ότι ο επίμαχος χώρος έπρεπε να αποδοθεί στην αντίδικο του Δήμου Ψυχικού ιδιωτική εταιρεία. Οι αποφάσεις αυτές (καθώς και η Γνωμοδότηση 39/1992 του Ν.Σ.Κ., η οποία στηρίχτηκε στις παραπάνω εισαγγελικές διατάξεις), κρίθηκαν επίσης πλημμελώς αιτιολογημένες από το ΣτΕ, το οποίο υιοθέτησε αντίθετη με αυτές ερμηνεία του νομικού καθεστώτος των επιμάχων χώρων.
Πρέπει να επισημανθεί ότι, με την παραπάνω απόφαση 1323/1995 του ΣτΕ, επίσης, έχει απορριφθεί η άποψη που διατυπώθηκε από την μειοψηφία ενός Συμβούλου και ενός Παρέδρου του ΣτΕ, κατά την οποία, οι κοινωφελείς σκοποί του άρθρου 1 παρ. 5 του Π.Δ. 690/1948, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν και από την ιδιωτική πρωτοβουλία και επομένως, η έγκριση του σχεδίου δεν επάγεται αυτομάτως και αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εν λόγω χώρων . Αντίθετα, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι, η κυριότητα του προορισμένου για την ανέγερση του κονωφελούς κτιρίου χώρου περιέρχεται στον αρμόδιο φορέα για την ανέγερσή του, και ΠΡΙΝ την ανέγερση του κτιρίου.
* * *
Συνεπώς, με το εντεύθεν των αποφάσεων αυτών χρονικό διάστημα, έγινε δεκτή και νομολογιακά η παραπάνω προκριθείσα ερμηνεία, η οποία και έκτοτε διατυπώνεται πάγια σε γνωμοδοτήσεις , καθώς και σε έγγραφα του ΥΠΕΧΩΔΕ (βλ. την από 24/3/2010, αρ. πρωτ. 1089Β΄/24-3-2010 Απάντηση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Υφυπουργός: Μωραΐτης), με την οποία διατυπώνεται η άποψη ότι, όσον αφορά στους κοινόχρηστους χώρους, αυτοί περιέρχονται στον Δήμο Κηφισιάς. Για τους κοινωφελείς, περιέρχονται αναλόγως στον φορέα αξιοποίησής τους, η δε Επιμέλεια εφαρμογής: Πολεοδομία Κηφισιάς. Ν.Δ. 690/1948 (άρθρο 1 παρ. 5).


VII. Εφαρμογή της εκτεθείσας νομοθεσίας, ερμηνείας και νομολογίας στην περίπτωση του ερωτήματος που τέθηκε
Α. Γενικές Διαπιστώσεις, για όλους τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους του ερωτήματος
Α.1) Ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς
Η προεκτεθείσα νομοθεσία, όπως ερμηνεύτηκε παραπάνω, αλλά και όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται, παγίως πλέον, από την Νομολογία, εφαρμόζεται ad hoc στην περίπτωση της καθιέρωσης και των επεκτάσεων και τροποποιήσεων του Ρυμοτομικού Σχεδίου στην θέση «Πολιτεία» του Δήμου Κηφισιάς, και ειδικότερα οδηγεί στις παρακάτω έννομες συνέπειες:
1) Λόγω της χρονικής περιόδου εισόδου της περιοχής Πολιτεία του Δήμου Κηφισιάς στο Ρυμοτομικό Σχέδιο και της πραγματοποίησης των τροποποιήσεών του, εφαρμόζονται τα Ν.Δ. 17/7/1923 και 690/1948, και όχι ο Ν. 947/1979 ή ο Ν. 1337/1983 .
2) Θεμελιακό δεδομένο για την εκτίμηση της έννομης κατάστασης των επιμάχων χώρων συνιστά το γεγονός ότι, οι επίμαχοι χώροι ανήκαν, κατά την επίσπευση της εισόδου της περιοχής στο Σχέδιο Πόλεως (1954) και των τροποποιήσεων και επεκτάσεών του (κυρίως: 1959 και 1962), στον Συνεταιρισμό Βουλευτών, ο οποίος, σύμφωνα με τα δεδομένα που τέθηκαν υπόψη της Γνωμοδότησης, ήταν κύριος όλης της περιοχής, και συνεπώς ήταν κύριος όλων των επιμάχων χώρων .
3) Προκύπτει, εν συνεχεία, ότι ο ίδιος ο Συνεταιρισμός «επέσπευσε» όχι μόνο την ένταξη της περιοχής στο Σχέδιο Πόλεως (δηλαδή το αρχικό Ρ.Δ. του 1954), αλλά και τις αλλεπάλληλες επεκτάσεις και τροποποιήσεις (δηλαδή όλα τα Ρ.Δ., εκτός από αυτό του 1971 – έχοντας υπόψη και την ιδιαίτερη περίπτωση της απόφασης Νομάρχη του 1990), δηλαδή όλα τα Ρυμοτομικά Διαγράμματα, με τα οποία θεσπίζονται οι επίμαχοι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων:
(i) Από τις αναφορές στις αιτήσεις του Συνεταιρισμού ή των «κατοίκων», όπως αναφέρονται στην αρ. 221/3-9-1954 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, η οποία αναφέρεται στο από 18-12-1954 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954), και απ’ όπου προκύπτει ότι η όλη διαδικασία κινήθηκε: «εις το σημείο τούτο … επί της αιτήσεως οικοδομικού συνεταιρισμού βουλευτών και γερουσιαστών Ελλάδος…», αλλά και στην αρ. 491/1962 (συνεδρίαση 50η) γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων (τμήμα οικισμού), δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το από 12/11/1962 (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962) Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα επέκτασης και τροποποίησης του Ρ.Σ. της περιοχής, και από την οποία προκύπτει ότι η αναθεώρηση και επέκταση έγινε με αίτηση των κατοίκων της περιοχής, καθώς και διάγραμμα το οποίο υπέβαλαν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, με το οποίο σκοπείται η «οργάνωση του υπάρχοντος οικισμού» με τον καθορισμό, μεταξύ άλλων, θέσεως της οικοδομής στον χώρο που προορίζεται για Αγορά, από την απόφαση 216/1974 του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, από την οποία προκύπτει ότι η τροποποίηση του 1977 έγινε με αίτηση του Συνεταιρισμού, κ.τ.λ.
(ii) Από την αναγραφή στις επικεφαλίδες των Ρυμοτομικών Σχεδίων των στοιχείων του Συνεταιρισμού (βλ. ιδίως Ρ.Σ. Ε. 39673/1954, Ε΄/31322/1955, Ε 2303/1959, Ε΄/9750/1959 και, εν συνεχεία, στα τέσσερα ρυμοτομικά σχέδια Ε.24567/1977). Εξαίρεση, στην σειρά αυτή των διαγραμμάτων, υπό την έννοια ότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα στοιχεία του Συνεταιρισμού, είναι τα Ε 30715/1962, Ε6059/1966, τα οποία εκδόθηκαν όταν η «Πολιτεία» είχε ενωθεί με το Καστρί, και είχε υπαχθεί στην Κοινότητα Νέας Ερυθραίας. Για τα δύο αυτά Ρ.Δ. προκύπτει ότι ο Συνεταιρισμός τα αναγνώρισε, από την μεταγενέστερη συμπεριφορά του (επίκλησή τους, σε συμβόλαια, αγωγές κ.τ.λ.). Ειδική περίπτωση είναι το 11678/1971, το οποίο, όμως, συμπίπτει με το Ε 30715/1962.
4) Συνεπώς, εφαρμόζεται ευθέως, στην περίπτωση του Συνεταιρισμού, το «αμάχητο τεκμήριο» του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, δηλαδή ότι ο Συνεταιρισμός «κατ’ ελεύθερη βούλησή» του, παραιτήθηκε από την κυριότητα, νομή και κατοχή, τόσο των φερομένων στο εν λόγω σχέδιο ως «κοινοχρήστων» (παρ. 1, 2 και 8 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948), όσο και των «κοινωφελών» χώρων (παρ. 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948).
5) Επιπλέον, από την όλη συμπεριφορά και στάση του Συνεταιρισμού προκύπτει ότι αυτός αναγνώρισε και αναγνωρίζει τα Ρυμοτομικά Διατάγματα και τα αντίστοιχα Ρυμοτομικά Διατάγματα: ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954, ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955, ΦΕΚ 59Α΄/27-3-1959, 73Α΄/23-4-1959, ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962, ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966  και ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977, τα οποία αναφέρει στα συμβόλαιά του, στις αγωγές του κ.τ.λ. Επίσης, αναγνώρισε την χωροθέτηση του 7ου Δημοτικού Σχολείου με το ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 . Μάλιστα, τα εν λόγω Ρ.Δ. ποτέ δεν προσέβαλε ο Συνεταιρισμός (ούτε και το από 28-4-1971 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάγραμμα (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971), του οποίου απλώς επιμελήθηκε την τροποποίηση με το Ρ.Δ. ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977), γεγονός που συνιστά και πράξη αποδοχής του συνόλου των παραπάνω Ρ.Δ. και των τροποποιήσεών τους.
6) Νόμω σημαντικό είναι, εν προκειμένω, το γεγονός ότι ο Συνεταιρισμός προέβαινε σε δηλώσεις προς τους αγοραστές, στους οποίους πουλούσε τα οικόπεδα «εντός σχεδίου», σχετικά με την οργάνωση, κυριολεκτικά, του οικισμού «Πολιτεία» με βάση τους τέσσερις επίμαχους χώρους, και μάλιστα οι δηλώσεις του αυτές περιλαμβάνονταν αυτούσιες στα συμβόλαια που συνάπτονταν, στις αγωγές που κατέθετε κ.τ.λ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές δηλώσεις του Συνεταιρισμού :
(i) Ο χώρος Α (Ο.Τ. 12), όπως και τα σημερινά Ο.Τ. 19 και 24, «διαμορφώθηκαν σε πλατείες», στις οποίες ο Συνεταιρισμός κατασκεύασε διάφορα «κοινωφελή και εξωραϊστικά έργα».
(ii) Ο χώρος Β (σήμερα: Ο.Τ. 78), δηλούμενος ως «εκτός σχεδίου πόλεως έκταση», … «αποτελούσαν την υπό του Συνεταιρισμού διαμορφωθείσαν πρασίνην ζώνην τοι οικισμού εις το μεσημβρινόν άκρον της οποίας ο πωλητής Συνεταιρισμός έχει οικοδομήση συγκρότημα καταστημάτων (αγοράς)»
7) Συνεπώς, πληρούνται οι προϋποθέσεις περισσοτέρων διατάξεων του νόμου, και ειδικότερα των παραγράφων 1, 2, 3, 5 και 8 του Ν.Δ. 590/1948, για την περιέλευση του συνόλου των χώρων Α, Β, Γ και Δ στον οικείο Δήμο, και σήμερα στον Δήμο Κηφισιάς . Από τις διατάξεις αυτές, ιδιαίτερης σημασίας είναι η διάταξη της παραγράφου 3, δηλαδή ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ προς τους αγοραστές, ότι οι επίμαχοι χώροι είναι κοινόχρηστοι (πλατείες τα Ο.Τ. 12, 19 και 24, πράσινη ζώνη το σημερινό Ο.Τ. 78), και στο Ο.Τ. 78 έχει ανεγερθεί «συγκρότημα καταστημάτων (αγορά)». Οι εκτάσεις αυτές έχουν περιέλθει στην κοινή χρήση, και στην κυριότητα του Δήμου, με την δημοσίευση των Ρυμοτομικών Διαταγμάτων με τα οποία αυτές – μαζί με όλον τον οικισμό της Πολιτείας – εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης ή τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλης αντιστοίχως.
8) Για όλους τους παραπάνω «κοινόχρηστους», όσο και τους «κοινωφελείς» χώρους, κύριος ήταν, από της νόμιμης θεσπίσεως κάθε χώρου, ο αρμόδιος Ο.Τ.Α. Η κυριότητα του Ο.Τ.Α. προκύπτει, καταρχάς, όσον αφορά τους κοινοχρήστους χώρους, οι οποίοι είναι πλατείες, χώροι πρασίνου κ.τ.λ. Αφορά, όμως, και τους ΠΡΆΓΜΑΤΙ ορισθέντες νόμιμα «κοινωφελείς» , οι οποίοι – όπως προκύπτει από τις σκέψεις που ακολουθούν, είναι μόνον ο χώρος της «αγοράς», στον χώρο Β . Αυτό προκύπτει, πρωτίστως, από το γεγονός, ότι ο Ο.Τ.Α. – καταρχάς λόγω του γενικού τεκμηρίου αρμοδιότητάς του για τις τοπικές υποθέσεις (άρθρο 102 παρ. 1 Σ., Ν. 3463/2006, άρθρο 75 – είναι το «αρμόδιο νομικό πρόσωπο», για την διασφάλιση του κοινόχρηστου και κοινωφελούς χαρακτήρα του χώρου ή του κτιρίου.
9) Αντίθετα, δεν προκύπτει ότι, νομικά, ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών έχει δικαιώματα στους κοινοχρήστους και κοινωφελείς χώρους του οικισμού, αφού πρόκειται, όχι μόνο για ιδιωτικό νομικό πρόσωπο, αλλά και για νομικό πρόσωπο που έχει ως σκοπό αποκλειστικά την εξυπηρέτηση ορισμένων αναγκών των μελών του, και όχι του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, για τις οποίες αρμόδιος είναι ο οικείος Ο.Τ.Α.

Α.2) Το ειδικό ζήτημα της κατασκευής και συντήρησης των κοινοχρήστων και κοινωφελών εγκαταστάσεων
Όπως έχει εκτεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 40 ν. 3033/1954 που ίσχυε κατά τον χρόνο ένταξης στο σχέδιο πόλης και επέκτασής του, όταν σχηματίστηκαν οι σήμερα υπάρχοντες κοινόχρηστοι χώροι και κοινωφελείς εγκαταστάσεις (αγορά κ.τ.λ.), την αρμοδιότητα σχηματισμού τους είχε ο Δήμος Κηφισιάς (για τις συγκεκριμένες εκτάσεις) και για τον σκοπό αυτό επέβαλε εισφορά ίσης με το 30 % της αξίας των πωλουμένων οικοπέδων εκτός εάν αναλάμβανε ο Συνεταιρισμός την κατασκευή των έργων κοινής ωφελείας με δαπάνες του. Από προφορικές πηγές έγινε γνωστό ότι τα έργα διαμόρφωσης των κοινοχρήστων και κοινωφελών εγκαταστάσεων εκτέλεσε ο Συνεταιρισμός. Δεν περιήλθαν στη διάθεση της Γνωμοδότησης στοιχεία ως προς το αν τηρήθηκαν οι προθεσμίες και οι προϋποθέσεις των παραπάνω νόμων.
Όπως έχει εκτεθεί, το ζήτημα της κατασκευής των εγκαταστάσεων στους κοινοχρήστους και κοινωφελείς χώρους δεν διαπλέκεται με το ζήτημα της κυριότητάς τους, ούτε της λειτουργίας τους, ενόψει του ότι, κατά τον σκοπό του άρθρου 40 του Ν. 3033/1954, η κατασκευή των έργων από τον Συνεταιρισμό αντισταθμίζει την εισφορά του Συνεταιρισμού σε χρήμα για την κατασκευή τους.

Α.3) Ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός δεν έχει αρμοδιότητα για την λειτουργία των κοινοχρήστων χώρων  
Βασική επισήμανση της παρούσας Γνωμοδότησης είναι ότι ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία», ως ιδιώτης, με σκοπό περιορισμένο από τον νόμο και το Καταστατικό του, δεν έχει αρμοδιότητα να λειτουργεί τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους της Πολιτείας Κηφισιάς.
Ειδικότερα:
(i) Όπως έχει επισημανθεί παραπάνω, ΝΟΜΙΚΑ, βάσει των διατάξεων του άρθρου άρθρο 1 του Ν. 602/1915, 1 παρ. 1 του Α.Ν. 201/1967, 1 και 5 παρ. 9 Π.Δ. 93/1987, ένας Οικοδομικός Συνεταιρισμός δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε μπορεί, εκ του νόμου, να εξυπηρετήσει «κοινωφελείς σκοπούς», πέρα από τους αναγκαίους για τις «ανάγκες των μελών του».
(ii) Ο ίδιος νομικός περιορισμός προκύπτει και από τα κατά καιρούς ισχύοντα καταστατικά του Συνεταιρισμού, καθώς και το σήμερα ισχύον.
Ειδικότερα:, ήδη στο Καταστατικό του 1948, με διατάξεις που παρέμειναν και στο Καταστατικό του 1972, τονίζεται πολλαπλά και εξαρχής ο ιδιωτικός, τρόπον τινά «εσωτερικός» σκοπός του Συνεταιρισμού, όπως (άρθρο 3) ότι ο Συνεταιρισμός έχει αποκλειστικόν σκοπόν την παρ’ εκάστου των μελών αυτού απόκτησιν οικίας και κατοικίας και την βελτίωσιν του εντός ή περί της οικίας ταύτης κοινοχρήστου χώρου, άνευ διανομής κέρδους, ότι όλες του οι ενέργειες σκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών των συνεταίρων και, μεταξύ άλλων (άρθρο 4 παρ. 4): ακόμα κι όταν ο Συνεταιρισμός ενεργεί «Εις την εκτέλεσιν έργων ή και την ανέγερσιν κτιρίων κοινής ωφελείας», αυτό δεν το κάνει για το κοινωνικό σύνολο (για το οποίο είναι αναρμόδιος), αλλά για σκοπό «εξυπηρετήσεως διά τε τους συνεταίρους και τους χώρους ένθα ομαδικαί στεγάσεις τούτων».
Στο ίδιο Καταστατικό έχουμε επισημάνει, ως σημαντική, την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3, ότι, δηλαδή, ο Συνεταίρος έχει δικαίωμα «Να απολαμβάνωσιν εν γένει των έργων κοινής ωφελείας των υπό του Συνεταιρισμού εκτελουμένων». Εύλογο τίθεται το ερώτημα: και με τους άλλους – τα μη μέλη του Συνεταιρισμού  – τι γίνεται; Έχουν αυτοί «δικαίωμα» να απολαμβάνουν των έργων «κοινής ωφελείας των υπό του Συνεταιρισμού εκτελουμένων»;
Προφανώς γι’ αυτόν τον λόγο, η παραπάνω διατύπωση του άρθρου 16, στο Καταστατικό του 1972, εμφανίζεται αλλαγμένη «επί το γενικότερον», ως εξής: «3. Να απολαμβάνωση εν γένει όλων των υπό του Συνεταιρισμού λαμβανομένων υπέρ των συνεταίρων μέτρων, συμφώνως προς το καταστατικόν και τας αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως».
8) Για τους λόγους αυτούς, τόσο από τον νόμο, όσο και από το Καταστατικό του Συνεταιρισμού, αποκλείεται η αρμοδιότητά του για την κυριότητα σε κοινόχρηστα και κοινωφελή κτίρια. Όπως έχει τονιστεί και παραπάνω, τυχόν υποχρέωση του Συνεταιρισμού για «κατασκευή και συντήρηση» κοινοχρήστων χώρων ή κοινωφελών έργων κ.τ.λ. (βλ. σημερινό άρθρο 42 του Ν. 1337/1983, θα πρέπει να ερμηνευτεί ως εισφορά σε γη και χρήμα»), και δεν πρέπει να συγχέεται με την διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Δ. 690/1948. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται καμία νομική σύγχυση ανάμεσα στα «τα αρμόδια προς ανέγερσιν των κοινής ωφελείας κτιρίων νομικά πρόσωπα», του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Δ. 690/1948, αφού στον Ν. 690/1948 γίνεται αναφορά σε «αρμοδιότητα», η οποία είναι προφανώς εκ του νόμου αρμοδιότητα δημοσίου νομικού προσώπου, στον οποίο θα περιέλθει ο επίμαχος χώρος, ενώ στο άρθρο 1337/1983, γίνεται λόγο για υποχρέωση, νομική έννοια ΤΕΛΕΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ από την αρμοδιότητα, ΙΔΙΩΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΟΤΙ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΙΔΙΑΖΕΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (προϋποθέτει άσκηση δημόσιας εξουσίας).   
10) Για τους ίδιους λόγους, προκύπτει σαφής η διαφορά ανάμεσα στην σημασία του όρου «κοινωφελής», στο πλαίσιο του Καταστατικού του Συνεταιρισμού, και στην σημασία της ίδιας λέξης, όταν συναντάται στο πλαίσιο των σχετικών νομοθετημάτων (Άρθρο 2 παρ. 1 του από 17/7/1923 Ν.Δ. «περί σχεδίων πόλεων κ.τ.λ., άρθρο 1 του Α.Ν. 2039/1939, άρθρο 966 Α.Κ., άρθρο 1 Ν.Δ. 690/1948, άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 1577/85 και ΚΥΡΙΩΣ άρθρο 24 παρ. 3 του Συντάγματος). Σε όλες τις παραπάνω διατάξεις, ο «κοινόχρηστος» και «κοινωφελής» χαρακτήρας του χώρου συναρτάται με το κοινωνικό σύνολο, και κατ’ εξοχήν με το καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτό καθορίζεται από βασικά συνταγματικά άρθρα (άρθρο 2 παρ. 1 για την προστασία της ανθρώπινης αξίας, άρθρο 4 παρ. 1 για την ισότητα, άρθρο 5 παρ. 1 για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, άρθρο 25 παρ. 1 για την καθολική ευθύνη της Πολιτείας για την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο, αντίθετα, του Καταστατικού, ο όρος «κοινωφελής» αναφέρεται – και εκ του νόμου, και εκ του καταστατικού – σε «κοινό των μελών του Συνεταιρισμού», υπέρ των οποίων ιδρύεται καταρχάς και το αντίστοιχο «δικαίωμα» (άρθρο 16 παρ. 3, στην αρχική του διατύπωση). Με τον τρόπο αυτό, η «κοινή ωφέλεια» «ιδιωτικοποιείται», τρόπον τινά, υπέρ των μελών του Συνεταιρισμού, με άλλα λόγια – ο όρος «κοινή ωφέλεια» δεν έχει την ίδια σημασία στο πλαίσιο του εν λόγω Καταστατικού, με αυτήν που έχει στην κείμενη νομοθεσία. Το «όραμα», δηλαδή, μιας «εταιρείας», όπως είναι ένας Οικοδομικός Συνεταιρισμός, δεν συμπίπτει με την «δημόσια Πολιτεία» του Συντάγματος και των νόμων, αλλά με μια «ιδιωτική Πολιτεία», οργανωμένη και υπάρχουσα όχι καταρχάς του Κοινωνικού Συνόλου, αλλά υπέρ των μελών του Συνεταιρισμού. Ένας Οικοδομικός Συνεταιρισμός (βάσει του νόμου), αλλά και ο συγκεκριμένος Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών «Η Πολιτεία» (βάσει του Καταστατικού του), ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΗΘΕΛΕ δεν μπορεί να διευρύνει την σφαίρα δράσης του, στην ιδιοκτησία και λειτουργία ΓΝΗΣΙΩΝ «κοινοχρήστων» και «κοινωφελών» χώρων, κτιρίων και κατασκευών, όχι μόνον γιατί αυτό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του οικείου Ο.Τ.Α. (με βάση το τεκμήριο αρμοδιότητας για τις τοπικές υποθέσεις), αλλά και γιατί, εάν υπεισερχόταν σε τέτοια έργα ή διεκδικούσε δι’ εαυτόν αρμοδιότητες άσκησης, κατ’ ουσίαν, δημόσιας διοίκησης, θα είχε παρεκκλίνει του σκοπού του, και θα έπρεπε, με βάση το άρθρο 5 παρ. 9 Π.Δ. 93/1987, να διαλυθεί.

Α.4) Πράξεις άσκησης νομής από τον Συνεταιρισμό Βουλευτών «Η Πολιτεία» στους επίμαχους χώρους  
Από το ιστορικό που παρατέθηκε προκύπτει ότι ο Συνεταιρισμός, ως ο αρχικός ιδιοκτήτης των επιμάχων εκτάσεων (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν από κανένα στοιχείο) κατά την είσοδο της περιοχής στο σχέδιο Πόλεως, και κατά τις επιγενόμενες τροποποιήσεις του Ρ.Δ. προκύπτει ότι επέσπευσε, επιμελήθηκε και αποδέχτηκε όλες τις τροποποιήσεις των Ρ.Δ. (εκτός από την, λιγότερο σημαντική, τροποποίηση του 1971). Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, οι χώροι Α, Β, καθώς και οι λοιποί κοινόχρηστοι χώροι του οικισμού, περιήλθαν στους κοινοχρήστους ή κοινωφελείς χώρους του αρμοδίου Ο.Τ.Α. (σήμερα: του Δήμου Κηφιισάς).
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Συνεταιρισμός, επωφελούμενος της δυσχέρειας περί την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων (ιδίως του άρθρου 1 παρ. 5) του Ν.Δ. 590/1948, σε συνδυασμό με την όλη νομική σύγχυση που προέκυψε, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας του συγκεχυμένου και αντιφατικού τρόπου με τον οποίο συντάχθηκαν τα εγκεκριμένα Ρυμοτομικά Σχέδια – τα οποία ο ίδιος ο Συνεταιρισμός, ουσιαστικός συντάκτης των εν λόγω Ρ.Σ., προωθούσε με συγκεχυμένο περιεχόμενο – παρέμεινε στην νομή και κατοχή ορισμένων χώρων (ιδίως μέσα στους χώρους Α και Β, στους οποίους τα αντίστοιχα Ρ.Δ. δημοσιεύτηκαν κατά τον πλέον συγκεχυμένο τρόπο), χωρίς, όμως, να έχει πράγματι και την κυριότητά τους, η οποία ανήκει στον Δήμο Κηφισιάς.
Παρά το ότι δεν είναι κύριος, ο Συνεταιρισμός συμπεριφέρεται ως κύριος των χώρων αυτών, ακόμα κι όταν, επιλεκτικά, παραχωρεί την χρήση τους (ή και την κυριότητά τους) σε τρίτους. Επί παραδείγματι.
(1) Ο Συνεταιρισμός εμφανίζεται να παραδίδει με «χρησιδάνειο» επιλεγμένους χώρους στον Ο.Σ.Κ. και,
(2)  Στη συνέχεια αποδεχόμενος την απόφαση Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990), ο Συνεταιρισμός παραδίδει με απλή ανταλλαγή ιδιωτικών εγγράφων «κατά κυριότητα» τον ορισθέντα ως «χώρο σχολείου» στον Ο.Σ.Κ. Παρ’ όλο που, ειδικά τον χώρο του 7ου Δημοτικού Σχολείου, ο Συνεταιρισμός δεν εμφανίζεται, πλέον, κύριος, και δεν τον διεκδικεί, η ίδια η πράξη της «παράδοσης της κυριότητας», με ανταλλαγή επιστολών, υποδηλώνει ότι ο Συνεταιρισμός θεωρεί εαυτόν κύριο του χώρου που παρέδωσε (μέρος αυτού κείται εκτός του οριοθετημένου χώρου της αγοράς).
(3) Για τους ίδιους χώρους, ασκεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Εισαγγελέα, και αποβάλλει τον Δήμο Κηφισιάς, ισχυριζόμενος ότι είναι δικοί του. Στην αρ. 13/1-2-1993 Αίτησή του, ο Συνεταιρισμός ισχυρίζεται τα εξής: «Επειδή από την παράλειψη καθορισμού των ειδικών χρήσεων του εν λόγω χώρου (λατομείου) δεν ήταν δυνατή η ανοικοδόμηση επ’ αυτού των προγραμματισμένων από Συνεταιρισμό κτιρίων και εγκαταστάσεων κοινής εξυπηρετήσεως, για τον λόγο αυτόν, με την επακολουθήσασα τροποποίηση του παραπάνω ρυμοτομικού διαγράμματος, η οποία έγινε με το από 22/10/1962 Β.Δ. καθορίσθηκαν, σύμφωνα και με τα άρθρα 7 και 11 του Ν.Δ. της 17.7.1923, οι χρήσεις του παραπάνω χώρου (λατομείου), ήτοι καθορίσθηκε περιοριστικά η χρήση των κτιρίων, τα οποία θα ανεγείροντο επί του χώρου αυτού από τον Συνεταιρισμό, στην κυριότητα του οποίου ανήκε και παρέμεινε ο παραπάνω χώρος. … Τις παραπάνω εγκαταστάσεις αδιακόπως και χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα διακατέχει και νέμεται (εποπτεύει, διοικεί, εκμεταλλεύεται και συντηρεί με δικές του δαπάνες) ο Συνεταιρισμός». Συνεπώς, ο Συνεταιρισμός, εν έτει 1993, δηλώνει εαυτόν κύριο και νομέα των επιμάχων χώρων (ειδικότερα: του χώρου Β). Συνομολογεί, βεβαίως, ότι οι εγκαταστάσεις που ορίζονται με το από 22/10/1962 Β.Δ. είναι «κοινής εξυπηρετήσεως», πλην όμως ο ίδιος αντιποιείται το δικαίωμα να «εποπτεύει, διοικεί, εκμεταλλεύεται και συντηρεί με δικές του δαπάνες» τις εγκαταστάσεις αυτές, δηλαδή αντιποιείται λειτουργία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (χωρίς να είναι, ούτε να έχει από το Καταστατικό του τέτοιο σκοπό ή προορισμό).
(4) Μέρος των χώρων της «αγοράς», ο Συνεταιρισμός παραχωρεί, επίσης, «με χρησιδάνειο» σε Συλλόγους κ.τ.λ.
(5) Μέρος των χώρων, επίσης, εκμεταλλεύεται επί κέρδει, νοικιάζοντάς τους σε εταιρείες που τους εκμεταλλεύονται.
(6) Με την από 20/11/2008 Αγωγή του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία», κατά του Συλλόγου «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Πολιτείας», δηλώνει κύριος των επιμάχων χώρων (μιας «καμπάνας» στην περιοχή της αγοράς), και ζητά την απομάκρυνση του Συλλόγου, επιδιώκοντας προφανώς δικαστική απόφαση που να αναγνωρίζει την κυριότητά του στους επίμαχους χώρους.
(7) Ο Συνεταιρισμός δηλώνει στο Κτηματολόγιο τους επίμαχους χώρους Α και Β ως δικούς του.
Με τον τρόπο αυτό, κρατώντας, σε κάποιο μέτρο, τα προσχήματα της τήρησης του «κοινωφελούς» προορισμού ορισμένων χώρων, ο Συνεταιρισμός παραμένει στην νομή του μεγαλύτερου μέρους των χώρων Α και Β, εκμεταλλευόμενος οικονομικά ορισμένους από τους επίμαχους χώρους.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι, στους προκείμενους χώρους, και ιδίως στους κοινόχρηστους και κοινωφελείς (όπως είναι, λ.χ., η «αγορά»), ο Συνεταιρισμός ασκεί νομή σε πράγματα εκτός συναλλαγής, τα οποία δεν μπορεί να ανήκουν στην δική του κυριότητα, αλλά στην κυριότητα του Δήμου Κηφισιάς.
Η νομή την οποία ασκεί ο Συνεταιρισμός δεν ασκείται νόμιμα, ενόψει του ότι ο Συνεταιρισμός δεν μπορεί, από τον σκοπό του και από το νομικό πλαίσιο που διέπει την νομική κατάστασή του, να διασφαλίσει τον κοινόχρηστο και κοινωφελή χαρακτήρα του. Αποκλειστικά αρμόδιος, για τον σκοπό αυτό, είναι ο Δήμος Κηφισιάς.
Όπως προεκτέθηκε, για την σύγχυση που αναδίδεται από τα αλληλοδιάδοχα ρυμοτομικά διαγράμματα της περιοχής, υπεύθυνος είναι καταρχάς ο ίδιος ο Συνεταιρισμός, που τα επιμελήθηκε και τα προώθησε προς έγκριση. Ομολογουμένως, ο έλεγχος και η εποπτεία της διοίκησης στα σχέδια που προωθούσε, για την έκδοση Ρ.Δ., ο Συνεταιρισμός, ήταν πλημμελής. Ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1954 – 1966, το Υπουργείο Δημοσίων Έργων (αντίστοιχο του μετέπειτα ΥΠΕΧΩΔΕ), «πέρναγε», προδήλως χωρίς έλεγχο επί της ουσίας, την μια μετά την άλλη τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που πρότεινε ο Συνεταιρισμός, χωρίς να προκύπτει σαφής λόγος για τον οποίο, λ.χ., κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι χαρακτηρίζονταν και αποχαρακτηρίζονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όμως, η έκδοση του καθενός από τα παραπάνω Ρυμοτομικά Διατάγματα επέφερε έννομες συνέπειες, βάσει, ιδίως, του Ν.Δ. 690/1948, οι οποίες είναι αναγκαστικού δικαίου, και από τις οποίες πολλές παρατείνουν την ισχύ τους και σήμερα.

Α.5) Η στάση του Δήμου Κηφισιάς
Η στάση του Δήμου Κηφισιάς, όσον αφορά τους επίμαχους χώρους, προκύπτει ότι υπαγορεύτηκε από την νομική αβεβαιότητα που είχε προκύψει από την από 9/12/1991 Γνωμοδότηση Βενάρδου, τις αποφάσεις αρ. 28/1993 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και 28/1993 του Εισαγγελέα Εφετών ΑΘηνών  και την παράλειψη του ΥΠΕΧΩΔΕ να απαντήσει τελικά και επί της ουσίας στο αρ. πρωτ. 28823/31-12-2004 Έγγραφο της Δ/σης Πολεοδομίας Κηφισιάς .
Σύμφωνα με την νομική ανάλυση της παρούσας Γνωμοδότησης, αρμόδιος και υπεύθυνος για την λειτουργία των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, σύμφωνα με τον προορισμό τους, είναι ο Δήμος Κηφισιάς.
Τα δικαιώματα του Δήμου Κηφισιάς στους επίμαχους χώρους είναι απαράγραπτα, αφού αφορούν το Κοινωνικό Σύνολο, το οποίο ο Δήμος Κηφισιάς αρμόδια εκπροσωπεί, σε τοπικό επίπεδο, ως Ο.Τ.Α.
Ο Δήμος Κηφισιάς, βάσει των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει στους επίμαχους κοινωφελείς και κοινόχρηστους Χώρους, αφενός πρέπει και οφείλει να εγκατασταθεί στην κυριότητα, νομή και κατοχή τους, προκειμένου, κατά κύριο λόγο, να διασφαλίσει αρμόδια, και σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατικής του λειτουργίας, τον όντως κοινόχρηστο και κοινωφελή χαρακτήρα των χώρων και των κτισμάτων και κατασκευών, και αφετέρου δικαιούται και στην απόληψη των τυχόν εσόδων από την λειτουργία τους.
Επίσης, προκύπτει ανάγκη πληρέστερης καταγραφής και δήλωσης στο Κτηματολόγιο των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων της περιοχής Πολιτείας Κηφισιάς, ενόψει και των νομικών διευκρινίσεων της παρούσας Γνωμοδότησης.
*  *  *
Β. Ειδικές διαπιστώσεις: παρακολούθηση της νομικής εξέλιξης του καθενός από τους εξεταζόμενους χώρους
Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, προκύπτει σαφήνεια όσον αφορά τις έννομες συνέπειες στην νομική κατάσταση των επιμάχων χώρων, κατά κύριο λόγο στο ζήτημα της κυριότητάς τους.
Στο γεγονός αυτό δεν αντιφάσκει το ότι τα ίδια τα Ρυμοτομικά Διαγράμματα, με τα οποία εισήλθε ο οικισμός «Πολιτεία» στο Ρ.Σ. Κηφισιάς το 1954, και στη συνέχεια τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε, χαρακτηρίζονται από σημαντικές αντιφάσεις και ασάφειες. Τούτο προέκυψε καθώς, τα κατά καιρούς Ρ.Δ. προωθούνταν και ψηφίζονταν, κάθε φορά, όπως τα ετοίμαζε και τα πρότεινε ο Συνεταιρισμός, με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρούν, ηθελημένες ή αθέλητες ασάφειες και αντιφάσεις, οι οποίες δεν εντοπίζονταν, ή δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, από τον έλεγχο των κρατικών επιτροπών κ.τ.λ.
*  *  *
Τέτοιες ασάφειες αντιφάσεις των αλλεπαλλήλων Ρ.Δ. συνιστούν, μεταξύ άλλων, ενδεικτικώς:
α) ο καθορισμός «οικοδομικής γραμμής» σε πλατεία (λ.χ. χώρος Α). Τέτοιος καθορισμός  δεν είναι σύννομος, και δημιουργεί προβλήματα, ενόψει, ιδίως, του ότι ο κοινόχρηστος χώρος είναι, εξ ορισμού, ελεύθερος. 
β) ο καθορισμός «κοινωφελών» χρήσεων σε κοινόχρηστο χώρο. Ο καθορισμός αυτός αντιφάσκει στις βασικές αρχές της διάκρισης των χώρων του άρθρου 2 παρ. 1 α) του Ν.Δ. 17/7/1923 («κοινοχρήστους»), και αυτούς του άρθρου 2 παρ. 1 β) («προς εκτέλεσιν έργων κοινής ωφελείας»), σε συνδυασμό και με την αρχή του άρθρου 29, ότι τα κοινωφελή κτίσματα ανεγείρονται σε οικοδομήσιμους χώρους, προορισμένους προς αυτόν τον σκοπό από το σχέδιο. Στην παραπάνω ρύθμιση, η διάκριση ανάμεσα στον κοινόχρηστο χώρο και στον «κοινωφελή» είναι απόλυτη, και πρέπει να προκύπτει από το Ρ.Δ., αλλοιώς το τελευταίο χρειάζεται τροποποίηση (άρθρο 29 εδ. β΄ Ν.Δ. 17/8/1923). Αλλά και προς τον σκοπό του νόμου αντιφάσκει ο προσδιορισμός ταυτόχρονα του ίδιου χώρου ως «κοινοχρήστου», δηλαδή ως ελεύθερου, και ως «κοινωφελούς», δηλαδή ως «οικοδομήσιμου», αφού με τον τρόπο αυτό δημιουργείται κίνδυνος να οικοδομηθεί όλος ο κοινόχρηστος χώρος (λ.χ. πλατεία), έστω και με κοινωφελή κτίσματα, και να ματαιωθεί ο σκοπός της χωροθέτησης του κοινοχρήστου χώρου. Η ανάμιξη κοινοχρήστων = ελεύθερων και κοινωφελών = οικοδομήσιμων χώρων, ειδικότερα, αντιφάσκει στην αρχή της προστασίας των κοινοχρήστων χώρων, οι οποίοι αποτελούν ουσιώδη συνιστώσα του οικιστικού περιβάλλοντος, και προστατεύονται συνταγματικά, από το άρθρο 24 Σ. (Ολ.ΣτΕ, 10/1988, ΣτΕ 1616/1997 5203/1996, Σ.τ.Ε. 2242/1994, πάγια Νομολογία, βλ. ανάπτυξη και παραθέματα παραπάνω) . Για τον λόγο αυτό, κοινόχρηστος και κοινωφελής χώρος δεν μπορούν να συμπίπτουν.
γ) ο καθορισμός «κοινωφελών χρήσεων» χωρίς ειδικότερη χωροθέτησή τους. Όπως ακριβώς συνέβη με τον «χώρο αγοράς» και το 7ο Δημοτικό Σχολείο, οι οποίες χρειάστηκε να χωροθετηθούν, κατά τον ίδιο τρόπο και οποιεσδήποτε άλλες κοινωφελείς χρήσεις αναφέρονται στα Ρ.Δ. της Πολιτείας, από το Π.Δ. της 12-11-1962/ΦΕΚ 168/τεύχος Δ΄/24-12-1962, και ιδίως όσες έχουν ήδη υλοποιηθεί, πρέπει να χωροθετηθούν στη συνέχεια, με τροποποίηση του σχεδίου, κατ’ άρθρο 29 εδ. β΄ του Ν.Δ. 17/7/1923.
δ) ο καθορισμός περισσοτέρων «κοινοχρήστων» και «κοινωφελών» χρήσεων, αρμοδιότητας περισσοτέρων δημοσίων νομικών προσώπων, λ.χ. ταυτόχρονα, στον ίδιο χώρο, πλατείας και σταθμού χωροφυλακής. Και στο ζήτημα αυτό είναι φανερό ότι, με τροποποίηση του Ρ.Σ., θα πρέπει να προσδιοριστεί σαφώς και ρητώς το αρμόδιο ν.π., το οποίο, ενόψει του ότι οι ανάγκες τις οποίες εξυπηρετούν οι ως άνω κοινόχρηστοι χώροι είναι τοπικής σημασίας, είναι ο Δήμος Κηφισιάς.
ε) Η χωροθέτηση του 7ου Δημοτικού Σχολείου κατά μέρος που να συμπίπτει με την χωροθέτηση της Δημοτικής Αγοράς, χωρίς να προκύπτει ρητή και αιτιολογημένη κατάργηση της Δημοτικής Αγοράς, και η εν τέλει υλοποίησή του σε διαφορετική θέση από την χωροθετηθείσα.
Όμως, οι ασάφειες, αντιφάσεις κ.τ.λ. των Ρ.Δ. – τα οποία, όπως τονίστηκε επανειλημμένως, συνιστούν διοικητικές πράξεις – δεν μπορεί να αποτρέψει την επέλευση των εννόμων συνεπειών – με άλλα λόγια: ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ – των νόμων, και ειδικότερα του Ν.Δ. 690/1948.
Μάλιστα, ο Συνεταιρισμός (όπως και κάθε επισπεύδων την ένταξη ή την τροποποίηση ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής μιας μεγάλης έκτασης) δεν είναι σε θέση να «ελέγξει» τις έννομες συνέπειες των ενεργειών του, ή των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται σε συνάφεια με αυτές (όπως είναι τα ρυμοτομικά διατάγματα και διαγράμματα), αφού:
(i) η μεν θέσπιση των νόμων και των εννόμων συνεπειών ανήκει στον Νομοθέτη,
(ii) η δε ερμηνεία και εφαρμογή τους ανήκει στα Δικαστήρια (και κατ’ εξαίρεση στον νομοθέτη, ως «αυθεντική ερμηνεία» των νόμων),
συνεπώς, δεν ανήκουν στον ιδιώτη, ενόψει του ότι οι σχετικές διατάξεις, και ιδίως του Ν.Δ. 690/1948, είναι κατ’ εξοχήν αναγκαστικού δικαίου.
*  *  *
Παρά τις ασάφειες των κατά καιρούς εκδοθέντων αλλεπαλλήλων Ρυμοτομικών Διαταγμάτων, συνεπώς, δεν μπορούν να αποτραπούν οι συνέπειες της εφαρμογής των νόμων, ιδίως του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, για τους δύο παρακάτω λόγους:
1) Οπωσδήποτε και εάν ερμηνευτούν τα Ρ.Δ. (ΓΙΑ το προσπέρασμα των ασαφειών), η κυριότητα των χώρων δεν μπορεί να έχει παραμείνει στον Συνεταιρισμό, αλλά, δυνάμει του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, έχει μεταβιβαστεί στον Δήμο Κηφισιάς. 
2) Η νόμιμη και συνταγματική ερμηνεία των Ρ.Δ. (ΜΕ το προσπέρασμα των ασαφειών), δηλαδή (συνοπτικά) ότι ο μεν χώρος Β ορίζεται στα Ρ.Δ. κοινόχρηστος κατά το μεγαλύτερο μέρος του, με εξαίρεση τις οριοθετημένες κοινωφελείς χρήσεις (δημοτική αγορά και σχολείο), ενώ ο χώρος Α είναι Πλατεία.
3) Το Ν.Δ. 690/1948 περιλαμβάνει περισσότερες από μια διατάξεις, δηλαδή προσφέρει επάλληλες βάσεις (οι οποίες ενισχύονται από την Συνταγματική ερμηνεία τους, κατ’ άρθρο 24 Σ.), βάσει των οποίων οι επίμαχοι χώροι (χώρος Α, χώρος Β) είναι κοινόχρηστοι, και κατ’ εξαίρεση κοινωφελείς, αρμοδιότητας του Δήμου Κηφισιάς.
*  *  *
Ειδικότερα, όσον αφορά την έννομη κατάσταση των κατ’ ιδίαν κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων της παρούσας έρευνας, προκύπτουν τα εξής:

Α) Όσον αφορά τον χώρο Α:
1.    Ο χώρος Α εισήλθε στο σχέδιο Πόλεως με το από 18-12-1954 Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954), με το οποίο κυρώνεται εν όλω το ρυμοτομικό σχέδιο Ε. 39673/1954. Στο σχέδιο αυτό, ο χώρος Α απεικονίζεται ως πλατεία, αφού περικλείεται μόνο από ρυμοτομική γραμμή (πράσινη) και όχι οικοδομική. Συνεπώς, και δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 690/1954, ο χώρος Α, το 1954, συνιστά πλατεία (κοινόχρηστο χώρο) και ανήκει στον Δήμο Κηφισιάς από την δημοσίευση του Ρ.Δ. (18/12/1954) .
2.    Με την τροποποίηση του από 28-7-1955 Ρ.Δ., ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955, και το συναφές Ρ.Σ. Ε/31322/1955, μέρος του Χώρου Α φαίνεται να χάνει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του, και να μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο Ο.Τ.. Με το από 1955 Ρ.Δ., ειδικότερα, αποχαρακτηρίζονται και καθίστανται οικοδομήσιμοι πρώην χώροι πλατείας, που αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στα σημερινά Ο.Τ. 10 και 11, ενώ το σημερινό Ο.Τ. 12 παρουσιάζεται τελείως λευκό, χωρίς να περιβάλλεται ούτε καν από ρυμοτομική γραμμή. Το εν λόγω Ρ.Δ., στο σημείο αυτό, τροποποιήθηκε με τα επόμενα Ρ.Δ., κυρίως κατά το ότι ο χώρος Α απέκτησε πρώτα ρυμοτομική γραμμή (στα δύο Ρ.Δ. του 1959) και, εν συνεχεία, και οικοδομική (στο Ρ.Δ. του 1962, την οποία και διατήρησε και στα επόμενα Ρ.Δ., και διατηρεί μέχρι σήμερα), χωρίς, όμως να αποχαρακτηριστεί ως πλατεία!!!
Σχόλιο: οι κοινόχρηστοι χώροι που αποχαρακτηρίστηκαν με το από 28-7-1955 Ρ.Δ., ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955 δεν προκύπτει ότι αντικαταστάθηκαν με άλλους κοινόχρηστους χώρους, από τις εκτάσεις ιδιοκτησίας του Συνεταιρισμού, ίσου εμβαδού. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, με την τροποποίηση του από 28/7/1955 Ρ.Δ., δηλαδή από την έκδοση του ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955, τα αποχαρακτηριζόμενα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, Ο.Τ., περιήλθαν στην ιδιωτική (όχι κοινόχρηστη) περιουσία του Δήμου Κηφισιάς. Πλην όμως, κατά την περίοδο εκείνη (1955 – έως και 1968), η ιδιωτική ακίνητη περιουσία των Ο.Τ.Α. δεν προστατευόταν έναντι της χρησικτησίας, όπως προστατεύεται μετά το Ν.Δ. 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των Ο.Τ.Α. κ.τ.λ.». Συνεπώς, όσον αφορά τους αποχαρακτηρισθέντες, με το από 28-7-1955 Ρ.Δ., ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955, χώρους τον Ο.Τ. 10 και 11, από το 1955 έως το 1968, μπορούσε να τρέχει (και κατ’ ουσίαν να έχει συμπληρωθεί) ο χρόνος της (τακτικής, τουλάχιστον) χρησικτησίας (δεκαετούς). Για τους λόγους αυτούς, με τα διαθέσιμα στην παρούσα Γνωμοδότηση στοιχεία, δεν μπορούμε να γνωμοδοτήσουμε για την ύπαρξη δικαιωμάτων του Δήμου Κηφισιάς στα Ο.Τ. 10 και 11, επιφυλασσόμενοι, για την διατύπωση σχετικής γνώμης, εφόσον τεθούν υπόψη μας νέα, ενδεχομένως κρίσιμα στοιχεία.
3.    Με την πρώτη τροποποίηση του 1959 (ΦΕΚ 59Α΄/27-3-1959), και το συναφές Ρ.Σ. Ε 2303/1959 ο χώρος Α διαμορφώνεται, ως πλατεία, μικρότερη από την σημερινή, η οποία περιβάλλεται μόνον με ρυμοτομική γραμμή. Με το εν λόγω Ρ.Δ., συνεπώς, ο διαμορφωμένος ως πλατεία χώρος παραμένει στους κονόχρηστους χώρους (Πλατεία) του Δήμου Κηφισιάς, και συνεπώς στην κυριότητα του Δήμου.
4.    Με την δεύτερη τροποποίηση του 1959 (από 10/4/1959, ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959, Βασιλικό Ρυμοτομικό Διάταγμα), και το συνημμένο Ε΄/9750/1959 εγκεκριμένο διάγραμμα, διαμορφώνεται ο χώρος Α, στις σημερινές του διαστάσεις, χαρακτηριζόμενος ως Πλατεία, αφού περιβάλλεται μόνο με ρυμοτομική γραμμή, με την εξαίρεση ορισμένων οριοθετημένων κτισμάτων στο εσωτερικό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλος ο χώρος Α, ο οποίος είναι ιδιοκτησίας του Δήμου Κηφισιάς ήδη από το 1954, χαρακτηρίζεται ως πλατεία και παραμένει στους κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Κηφισιάς, και συνεπώς στην περιουσία του.
Σχόλιο: Ουδεμία χρησικτησία ιδιώτου θα μπορούσε να έχει συμπληρωθεί μέσα στην πενταετία που διέρρευσε από το 1955, που αποχαρακτηρίστηκε μέρος του χώρου Α, και χαρακτηρίστηκε οικοδομήσιμο, μέχρι το 1959, που επαναχαρακτηρίστηκε, οριστικά, πλέον, ο σημερινός χώρος Α, ως πλατεία. Συνεπώς, ο χώρος Α, το 1959, που χαρακτηρίστηκε οριστικά ως πλατεία στην σημερινή της διάσταση, ανήκε στον Δήμο Κηφισιάς, και παρέμεινε στην κυριότητά του, οριστικά, πλέον, αφού, με τον επαναχαρακτηρισμό του χώρου Α ως κοινοχρήστου, διακόπηκε κάθε παραγραφή εις βάρος του Δήμου.
Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως (και εκ παραλλήλου) προς την επάλληλη, προς την παρούσα, βάση της κυριότητας του Δήμου Κηφισιάς επί του χώρου Α, που απορρέει από το γεγονός ότι ο Συνεταιρισμός τον δήλωνε ως πλατεία προς τους υποψήφιους αγοραστές των οικοπέδων του.
5.    Με την τροποποίηση του από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962), ο χώρος Α, όπως εμφαίνεται στο Ε 30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα, διατηρεί τις διαστάσεις του και αριθμείται, ως Ο.Τ. 12. Στο εσωτερικό της ρυμοτομικής γραμμής αποκτά και οικοδομική γραμμή, ενώ εμφανίζεται η εγγραφή (η οποία διατηρείται σε όλα τα μεταγενέστερα Φ.Ε.Κ., ως σήμερα): «Κεντρική Πλατεία. Λέσχαι του Πολιτικού Κόσμου της Χώρας. Σταθμός Χωροφυλακής. Τηλεφωνείον – Στέγαστρον».
Σχόλιο: με την διαμόρφωση αυτή, το από 12/11/1962 Ρ.Δ. καθίσταται αντιφατικό και ασαφές. Παρατηρούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
(i) Ο χαρακτηρισμός «κεντρική πλατεία» δεν συμβιβάζεται με την προσθήκη, στο ίδιο διάγραμμα, της ρυμοτομικής γραμμής.
(ii) Οι «κοινόχρηστοι» και οι «κοινωφελείς» χώροι, δεν είναι με επάρκεια καθορισμένοι, αφού, για να πληρούν τις προϋποθέσεις της οριοθέτησής τους με Ρ.Δ. κατ’ άρθρο 2 του περ. α) και β) του Ρ.Δ. 17/7/1923, θα έπρεπε:
a. αφενός να είναι επαρκέστερα οριοθετημένοι (κατ’ ανάλογο τρόπο, λ.χ., με τον «χώρο προς ανέγερσιν Αγοράς», στον χώρο Β),
b. αφετέρου μπορούσε να αντιστοιχηθεί κάθε οριοθέτηση σε συγκεκριμένο δημόσιο νομικό πρόσωπο. Αντίθετα, οι διάφορες εγγραφές κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, αντιστοιχούν σε διαφορετικά δημόσια νομικά πρόσωπα, λ.χ. η Κεντρική Πλατεία, στον οικείο Ο.Τ.Α. ο Σταθμός Χωροφυλακής στο Δημόσιο, ενώ το «τηλεφωνείο και στέγαστρο», στον Ο.Τ.Ε. (ο οποίος είχε ήδη ιδρυθεί από το 1949). Συνεπώς, η εγγραφή δεν πληροί τις προϋποθέσεις της οριοθέτησης κοινωφελούς χώρου ή κοινωφελούς κτιρίου.
Συνεπώς, δεν προκύπτει κάποια συγκεκριμένη δυνατότητα «εφαρμογής» της από 1962 τροποποίησης του Ρ.Σ., ιδίως ενόψει των σαφών και ρητών διατάξεων του από 17/7/1923 Ν.Δ. περί σχεδίων πόλεων, και ιδιαιτέρως:
(i) Της ρητής και σαφούς διάκρισης των «κοινοχρήστων χώρων» κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α), από τα «προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων κοινής ωφελείας έργων αναγκαιούντα οικόπεδα». Πρόκειται για δύο σαφώς διακεκριμένες κατηγορίες, οι οποίες δεν μπορούν να ορίζονται, αδιακρίτως, στον ίδιο χώρο, όπως συμβαίνει με την από 1962 τροποποίηση του Ρ.Σ. της περιοχής Πολιτεία.
(ii) Της διάταξης του άρθρου 29, κατά την οποία σαφώς η «η ανέγερσις δημοσίων, δημοτικών και κοινής εν γένει ωφελείας κτιρίων» επιτρέπεται μόνον επί «οικοδομήσιμων οικοπέδων, προοριζομένων για τον σκοπό αυτό». Είναι προφανές, τυχόν τέτοιος «προορισμός» «οικοπέδου», πρέπει να είναι εφαρμόσιμος, δηλαδή ορισμένος κατά ένα ορισμένο τρόπο και ότι, τα κοινωφελή, ως άνω, κτίρια:
c. δεν μπορούν να οριστούν σε «μη οικοδομήσιμο χώρο», όπως είναι η πλατεία, καθώς και ότι,
d. ο «προορισμός» του «οικοπέδου» για την ανέγερση ενός συγκεκριμένου κτιρίου κοινής ωφελείας πρέπει να είναι σαφής, με τον ορισμό, μεταξύ άλλων, και του ΠΟΙΟΣ είναι ο προορισμός αυτός (θα είναι κτίριο δημόσιο; Δημοτικό; Θρησκευτικό; Άλλο;), και συνεπώς ΠΟΙΟ είναι το αρμόδιο νομικό πρόσωπο για την ανέγερση του κτιρίου.
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει, στην περίπτωση της τροποποίησης του Ρ.Δ. της Πολιτείας με το του από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962). Για τον λόγο αυτό, η «τοποθέτηση» των εν λόγω «κοινωφελών» κτιρίων (λ.χ. «σταθμού χωροφυλακής») στον χώρο Α (Ο.Τ. 12), δεν πραγματοποιείται, και συνεπώς δεν εγκρίνεται με το εν λόγω Ρ.Δ. Η αναγραφή, στο Ρ.Σ. Ε 30715/1962 των ενδείξεων «λέσχαι του πολιτικού κόσμου της χώρας» κ.τ.λ., δεν συνιστούν εγκρίσεις από το Κράτος (με Β.Δ.) της χωροθέτησης των εν λόγω «λεσχών», αλλά (το πολύ – πολύ), επαγγελία του ίδιου του Συνεταιρισμού, περί προθέσεώς του να τοποθετήσει στον συγκεκριμένο χώρο τα αναφερόμενα κοινωφελή κτίρια, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με επιγενόμενη πρόταση τροποποίησης του Ρ.Σ. 
Προκύπτει, δηλαδή, ceteris paribus, η περίπτωση που κάποιος κοινωφελής χώρος έχει προταθεί από τους «κατοίκους της περιοχής», αλλά δεν έχει θεσμοθετηθεί με το Ρ.Δ., όπως η υπόθεση επί της οποίας έχει κρίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ (ΟλΣτΕ 632/1953). Συνεπώς, από το διάγραμμα Ε 30715/1962 προκύπτει πρόταση της χωροθέτησης κοινωφελών χώρων, αλλά δεν προκύπτει έγκρισή τους.
Αφ’ ής στιγμής, όμως, δεν προκύπτει συγκεκριμένη χωροθέτηση κοινωφελών χώρων στον χώρο Α, δεν προκύπτει ότι ο χώρος, παρά την τοποθέτηση, πλην της ρυμοτομικής, και οικοδομικής γραμμής, κατέστη «οικοδομήσιμος» με το από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962), αφού εμφανώς είναι ασυμβίβαστες οι έννοιες του «οικοδομήσιμου», που ισχύει επί «οικοπέδων», και του «κοινοχρήστου χώρου», όπως είναι η Πλατεία.
Ακριβώς, λόγω της εν λόγω ασαφείας του από 12/11/1962 Ρυμοτομικού Διαγράμματος ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962, ενόψει και της ασαφείας του Ρυμοτομικού Σχεδίου Ε 30715/1962, προέκυψε αβεβαιότητα όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χώρου Α, την οποία επικαλούνταν (και της οποίας προδήλως επωφελούνταν) ο επισπεύσας την έγκριση και τις τροποποιήσεις του Ρ.Σ. Συνεταιρισμός, ισχυριζόμενος ότι «το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κοινοχρήστων χώρων της περιοχής είναι ασαφές» 
Μη συμβιβαζομένου, συνεπώς, του χαρακτήρα του «οικοδομήσιμου» (έστω και με «κοινωφελή κτίρια») «οικοπέδου», με τον «κοινόχρηστο» χαρακτήρα της «πλατείας», είναι προφανές ότι η οικοδομική γραμμή που έχει τοποθετηθεί στον χώρο Α (Ο.Τ. 12) με το Ρ.Σ. Ε 30715/1962, είναι νομικά ανενεργή, δηλαδή δεν καθιστά τον χώρο Α «οικοδομήσιμο». Με τον τρόπο αυτό αίρεται, καταρχάς, η ασάφεια του Ρ.Σ. Ε 30715/1962, καθώς και του συναφούς Ρ.Δ. ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962.
Η εν λόγω «ασάφεια», όμως, αφορά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ορισμένες εγγραφές του Ρ.Δ. Ε 30715/1962, και δεν ήταν, ούτε είναι σε θέση να αποτρέψει την επέλευση των εννόμων συνεπειών του Ν.Δ. 690/1948, ιδίως όσον αφορά την ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ περιέλευση του χώρου Α, ως κοινοχρήστου, στην κυριότητα του αρμοδίου Ο.Τ.Α., από την έγκριση του σχεδίου (1954), μέχρι σήμερα.
Αντίθετα, με βεβαιότητα ότι ο Δήμος είναι και παρέμεινε κύριος της Πλατείας, όπως τούτο προκύπτει από τρεις επάλληλες νομικές βάσεις:
(i) Ο χώρος είχε αναγγελθεί ως πλατεία από τον ίδιο τον Συνεταιρισμό, προκειμένου να προσελκύσει αγοραστές (άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 690/1948). Ο χώρος Α, όχι μόνον είχε διαμορφωθεί ως χώρος πλατείας και πρασίνου, πριν από το 1962, αλλά και δηλωνόταν ως πλατεία από τον Συνεταιρισμό, προηγούμενο ιδιοκτήτη και επισπεύσαντα την είσοδο του χώρου Α στο σχέδιο πόλεως, καθώς το σύνολο των, ως άνω, εγκρίσεων, επεκτάσεων και τροποποιήσεων  του Ρυμοτομικού Σχεδίου της περιοχής. Διατηρεί, δε, την διαμόρφωσή του αυτή και τον χαρακτήρα του, ως σήμερα, ενώ «δηλώνεται», από τον Συνεταιρισμό, ως πλατεία, επίσης μέχρι σήμερα. Συνεπώς, και δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 690/1948, νομικά συνιστά «κοινόχρηστο χώρο», και δεν έχει μεταπέσει σε κοινωφελή, παρά τον ασαφή (και κατ’ ουσίαν: αλλοπρόσαλλο) χαρακτήρα των εγγραφών του Ε 30715/1962 Ρυμοτομικών Διαγράμματος.
(ii) Ο Δήμος ήταν κύριος του συγκεκριμένου χώρου από το 1954, που ο χώρος αυτός είχε οριστεί αμιγώς ως πλατεία, ο δε χαρακτηρισμός μέρους του χώρου αυτού δεν είχε ως έννομη συνέπεια την επαναφορά του συγκεκριμένου χώρου στην ιδιοκτησία του Συνεταιρισμού (άρθρο 1 παρ. ε εδ. β΄ του Ν.Δ. 690/1948). Πράγματι, ο χώρος Α, ήδη από το 1954, και τις τροποποιήσεις του 1955 και τις δύο του 1959, είχε διαμορφωθεί ως πλατεία, δηλαδή κοινόχρηστος χώρος, ιδιοκτησίας του αντιστοίχου Ο.Τ.Α. (τότε: του Δήμου Κηφισιάς), και ανήκε στην κυριότητά του, κατ’ εφαρμογή των παρ. 1 και 8 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948. Εάν, συνεπώς, το Ρ.Δ. του 1948 όριζε την (έστω: μερική) μετατροπή του χώρου σε χώρο της αρμοδιότητας – και ιδιοκτησίας, κατά τις παρ. 1, 2 και 8 του Π.Δ. 690/1948 – του Δημοσίου (λ.χ., σταθμός χωροφυλακής), ο χώρος αυτός παρέμεινε στην ιδιοκτησία του Δήμου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. β΄ του Ν.Δ. 690/1948.
(iii) Παρά την ασάφεια του Ρ.Δ. του 1962, ο χαρακτήρας της πλατείας (κοινόχρηστος) επικρατεί σαφώς, Συνταγματικά (άρθρο 24), ως περιβαλλοντικά σημαντικότερος έναντι του χαρακτήρα, λ.χ., του «σταθμού χωροφυλακής» (κοινωφελούς). Όντως, από την τροποποίηση του 1962 δεν προκύπτει «αποχαρακτηρισμός» του χώρου Α, ήτοι απώλεια του κοινόχρηστου (ή και του «κοινωφελούς») προορισμού του, ενόψει του ότι, στο ίδιο το Π.Δ. του 1962, δηλώνεται και ως «κεντρική πλατεία» της Πολιτείας, με την προσθήκη της αναφοράς σε μια αόριστη σειρά κοινωφελών λειτουργιών.
Εν συμπεράσματι, από το Ρ.Δ. του 1962 δεν προκύπτει επάνοδος του Χώρου Α στην «ιδιωτική περιουσία» κανενός ν.π.: ούτε του αντιστοίχου Ο.Τ.Α. (όπως συμβαίνει με τους αποχαρακτηρισμούς δημοσίων χώρων), ούτε – ΚΑΤΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΛΟΓΟ – επάνοδος στην κυριότητα του επισπεύδοντος την τροποποίηση Συνεταιρισμού .
Προκύπτει, αντίθετα,  ότι, και παρά την, ηθελημένη ή αθέλητη, ασάφεια των εγγραφών του από 12/11/1962 Ρ.Δ., και, ιδίως, τον αμφίσημο χαρακτήρα των συμβόλων του Ε 30715/1962 Ρυμοτομικών Διαγράμματος, ο χώρος Α παρέμεινε Πλατεία (άλλως: χώρος πρασίνου), και κατά πάσα περίπτωση κοινόχρηστος χώρος, ιδιοκτησίας του Δήμου Κηφισιάς.
6.    Με τις εν συνεχεία τροποποιήσεις του από 1/4/1966 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966 και συναφές Ρ.Σ. αρ. Ε6059/1966, από 28-4-1971 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971 και συναφές Ρ.Σ. αρ. 11678/1971), από 1/8/1977 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977 και συναφές Ρ.Σ. αρ. Ε.24567/1977), δεν επήλθε καμία τροποποίηση ως προς τον χώρο Α, ο οποίος παρέμεινε, και παραμένει κατά νόμον μέχρι σήμερα, Πλατεία, δηλαδή χώρος κοινόχρηστος και εκτός συναλλαγής, ανήκων, κατά κυριότητα στην κυριότητα του οικείου Ο.Τ.Α. 
Σχόλιο: Πρέπει να αξιολογηθεί, εδώ, το γεγονός ότι, προκειμένης της τροποποίησης του από 1/8/1977 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977), με την αρ. 7402/25-1-1977 Δήλωσή του ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Καναβάρη, «περί παραιτήσεως από δικαιώματος αποζημιώσεως δια ρυμοτομίαν λόγω διαμορφώσεως κοινοχρήστων χώρων κ.λ.π.», ο Συνεταιρισμός δεν παραιτήθηκε από την κυριότητά του στον συγκεκριμένο Χώρο Α, αλλά μόνο από τους χώρους των Ο.Τ. 19 και 24 (βλ. παραπάνω).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, όμως, η παραίτηση του Συνεταιρισμού από χώρο που δεν του ανήκει, ούτως ή άλλως, δεν έχει έννομες συνέπειες. Παραιτείται κάποιος μόνο από δικαίωμα που έχει.
Το γεγονός ότι, με την αρ. 7402/25-1-1977 Δήλωσή του, ο Συνεταιρισμός δεν παραιτήθηκε από τον χώρο Α συνάπτεται, αντιθέτως, με την πρόθεση του Συνεταιρισμού να παραμείνει στην νομή και κατοχή της εν λόγω πλατείας, προφανώς για την οικονομική εκμετάλλευση του χώρου της που έχει οικοδομηθεί.
Και το γεγονός αυτό, όμως, είναι νομικά αδιάφορο για την κυριότητα του συγκεκριμένου χώρου, αφού χωρεί ούτε χρησικτησία ούτε εις βάρος κοινοχρήστου χώρου, ούτε εις βάρος ακίνητης περιουσίας του Δήμου, ούτε παραγραφή εν γένει των δικαιωμάτων του Δήμου, αφού αυτά αφορούν το δημόσιο συμφέρον των κατοίκων της περιοχής, το οποίο είναι απαράγραπτο.   
7.    Στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Κηφισιάς (ΦΕΚ 75Δ/91, 1108Δ/93, 800Δ΄/99), ο χώρος Α απεικονίζεται, σημειούμενος με πράσινο χρώμα, ως χώρος «αστικού πρασίνου – ελευθέρων χώρων».
Συνεπώς, και κατ’ εφαρμογήν του Π.Δ. 690/1948, ο χώρος Α κατέστη ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς με την έκδοση του Β.Δ. 18-12-1954/ΦΕΚ 304/τεύχος Α΄/18-12-1954, και παρέμεινε στους κοινόχρηστους χώρους του οικείου Ο.Τ.Α., ως πλατεία (άλλως: ως χώρος «πρασίνου»), και, υπ’ αυτή την έννοια, στην δημόσια ακίνητη περιουσία (κυριότητα) του αντίστοιχου Ο.Τ.Α., μέχρι σήμερα .
Συμπέρασμα: ο χώρος Α (Ο.Τ. 12) αποτελεί στο σύνολό του Πλατεία και χώρο πρασίνου, δηλαδή κοινόχρηστο χώρο, δηλαδή χώρο εκτός συναλλαγής, ο οποίος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, δυνάμει και του άρθρου 968 Α.Κ., είναι ανεπίδεκτος κυριότητος από ιδιωτικό ν.π., όπως είναι ο Συνεταιρισμός, αλλά ανήκει στην ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς.
* * *
Β) Όσον αφορά τον χώρο Β:
1.    Στο από 18-12-1954 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 304/Α/18-12-1954), και το συναφές Ρ.Σ. Ε. 39673/1954, όπως και στο από 28-7-1955 Ρ.Δ., ΦΕΚ 206/Α΄/3-8-1955, και το συναφές Ρ.Σ. Ε/31322/1955, ο χώρος Β απεικονίζεται εκτός σχεδίου πόλεως, με την ένδειξη «Λατομείο».
2.    Στο από 27/3/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 59Α΄/1959, και το συναφές εγκεκριμένο Ρ.Σ. Ε 2303/1959, ο χώρος Β φαίνεται ότι εισέρχεται εν μέρει στο Ρ.Σ. (φέρει ρυμοτομική γραμμή μόνο στο νότιο όριό του), και φέρει την αναγραφή «χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων».
Σχόλιο: προκύπτει, και εν προκειμένω, ζήτημα ερμηνείας του από 27/3/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 59Α΄/1959, σε συνδυασμό με το εγκεκριμένο Ρ.Σ. Ε 2303/1959. Ειδικότερα:
(i) Η αναγραφή στο Ρ.Σ. Ε 2303/1959 της ένδειξης «χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων» είναι εξαιρετικά αόριστη, ώστε δεν προκύπτει ότι έχει εγκριθεί με το από από 27/3/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 59Α΄/1959, κάποιος ιδιαίτερος χώρος, για την κατασκευή κάποιου ιδιαίτερου «κοινωφελούς οικήματος». Συνεπώς, η αναγραφή «χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων» δεν συνιστά «έγκριση» ή «καθορισμό» «κοινωφελούς χώρου», αλλά  ανακοίνωση του επισπεύδοντος την τροποποίηση του σχεδίου Συνεταιρισμού, υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 3 του Π.Δ. 490/1948.
(ii) Το γεγονός αυτό συνδυάζεται και με τις αναγγελίες του Συνεταιρισμού, ότι, στα όρια του Ρ.Σ. έχει διαμορφώσει «εκτός σχεδίου» έκταση ιδιοκτησίας του (προδήλως, ευρύτερη έκταση η οποία συμπεριλαμβάνει και τον Χώρο Β), ως «πράσινη ζώνη του οικισμού».
3.    Ο χώρος Β εισέρχεται εξ ολοκλήρου στο Ρυμοτομικό Σχέδιο με την τροποποίηση και επέκταση του από 10/4/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959 και το εγκεκριμένο διάγραμμα αρ. Ε΄/9750/1959, η οποία επισπεύδεται εξ ολοκλήρου από τον ιδιοκτήτη του συγκεκριμένου χώρου Συνεταιρισμό. Στο εγκεκριμένο Ρυμοτομικό Σχέδιο Ε΄/9750/1959, ο χώρος Β περιβάλλεται με ρυμοτομική μόνον γραμμή. Έτσι, ο χώρος Β εισέρχεται στο Ρ.Σ. ως χώρος «μη οικοδομήσιμος», και συνεπώς ελεύθερος, δηλαδή κοινόχρηστος. Οι εγγραφές «λατομείον» και «χώρος δια κατασκευήν κοινωφελών οικημάτων» έχουν εξαφανιστεί, και αντ’ αυτών εμφανίζεται μια αρχιτεκτονική μελέτη διαμόρφωσης ανοιχτού χώρου, χωρίς να προσδιορίζεται τι ακριβώς χώρος είναι αυτός. Στο βορειοανατολικό τμήμα του χώρου Β, οριοθετείται μια οικοδομική γραμμή, κόκκινου χρώματος, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Η οριοθέτηση αυτή καταργείται με τις επόμενες τροποποιήσεις του Ρ.Δ.
Σχόλια: Από το από 10/4/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959 και το εγκεκριμένο διάγραμμα αρ. Ε΄/9750/1959, προκύπτει ότι ο χώρος Β εισήλθε στο Ρ.Σ. της Κηφισιάς στις 23/4/1959, μερίμνη του Συνεταιρισμού (όπως προκύπτει από την αναγραφή της επωνυμίας του Συνεταιρισμού στην κεφαλίδα του Ε΄/9750/1959 Ρ.Δ., ως κοινόχρηστος χώρος . Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, η στερεότυπη έκφραση του Συνεταιρισμού, με την οποία ο χώρος Β χαρακτηρίζεται «εκτός σχεδίου πράσινη ζώνη», παρουσιάζει τον χώρο Β «εκτός σχεδίου», σημαίνει ότι, ήδη πριν από την τροποποίηση και επέκταση της 23/4/1959 ο χώρος Β διαφημιζόταν από τον Συνεταιρισμό ως «πράσινη ζώνη», δηλαδή ως κοινόχρηστος .
Για τους δύο παραπάνω λόγους, στις 23/4/1959, ο χώρος Β υπαγόταν στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948, και ειδικότερα:
(i) Στην διάταξη της παρ. 1, ως κοινόχρηστος χώρος.
(ii) Στην διάταξη της παρ. 3, ως χώρος ο οποίος είχε διαφημιστεί με αναγγελίες κ.τ.λ., ως «πράσινη ζώνη»  .
Συνεπώς, και από τις 23/4/1959, ο χώρος Β ανήκει στους κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Κηφισιάς.
4.    Με το από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962 Ρυμοτομικό Διάταγμα, όπως προκύπτει και από το Ε 30715/1962 εγκεκριμένο Ρυμοτομικό Διάγραμμα, τροποποιείται το Ρ.Σ. του χώρου Β, ΜΟΝΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ: την χωροθέτηση «Χώρου προς ανέγερσιν αγοράς», η οποία χαράσσεται με κόκκινη (ρυμοτομική) γραμμή, στο νοτιοδυτικό άκρο του χώρου. Κατά τα λοιπά, ο χώρος Β παραμένει περίκλειστος μόνον με πράσινη γραμμή, δηλαδή ρυμοτομική, δηλαδή παραμένει κοινόχρηστος.
Σχόλιο: Η εγγραφή, η οποία, στο Ε 30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα, προστίθεται στο εσωτερικό του χώρου Β, με το περιεχόμενο «χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερσιν αγοράς, εκπαιδευτηρίου, αθλητικών εγκαταστάσεων, κινηματοθεάτρου και παιδικού κήπου», δεν συνοδεύεται από χωροθέτηση κανενός από τους παραπάνω χώρους.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με την νομική διάκριση της ΟλομΣτΕ 632/1953, οι εγγραφές αυτές δεν συνιστούν ταυτόχρονα και εγκρίσεις, με το Ρ.Δ., της χωροθέτησης των, ως άνω, χώρων, αφού τέτοιες εγκρίσεις θα έπρεπε να οριοθετούνται με οικοδομική γραμμή, και με ειδική σημείωση του κοινωφελούς κτιρίου, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί (άρθρο 29 του από 17/7/1923 Ν.Δ. «περί σχεδίων πόλεως»), οπότε και θα καθίστατο αμέσως σαφές, σε ποιο δημόσιο ν.π. θα περιήρχετο ο χώρος, κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948.
Για τον λόγο αυτό, η εγγραφή «χώρος προοριζόμενος κ.τ.λ.» δεν συνιστά ΕΓΚΡΙΣΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΩΝ ΧΩΡΩΝ, αλλά ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΙΝΩΦΕΛΩΝ ΧΩΡΩΝ, από μέρους του επισπεύσαντος την έγκριση Συνεταιρισμού. Ακόμα και γραμματικά, η έκφραση «χώρος προοριζόμενος» σημαίνει, ακριβώς, αυτό: αναγγελία μελλοντικού γεγονότος, για την πραγματοποίηση του οποίου, βέβαια, προϋποτίθεται περαιτέρω τροποποίηση του Ρ.Σ. Τέτοια αναγγελία δεν αντιφάσκει προς την πάγια αναγγελία του ίδιου του Συνεταιρισμού, ότι ο χώρος Β έχει διαμορφωθεί σε «πράσινη ζώνη» του οικισμού. Πλην όμως, ακόμα και εγγεγραμμένη στο Ρ.Δ., και μέχρι την έγκριση των κτιρίων, με τροποποίηση του Ρ.Δ., δεν αίρει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του χώρου Β, και δεν τον μετατρέπει σε κοινωφελή.
Τούτο συνάγεται και από το γεγονός ότι, στο νοτιοδυτικό τμήμα του χώρου Β, όντως οριοθετήθηκε «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς».
Όχι μονο από το Ε 30715/1962 Ρ.Δ., αλλά και από την αρ. 491/Συνεδρία 50η/20-7-1962 Εισήγηση της Επιτροπής του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, όπου αναφέρεται σε «τροποποίηση … επιβαλλόμενη αφενός εκ πολεοδομικής ανάγκης λόγω της αιτουμένης νέας επεκτάσεως και αφετέρου λόγω της οργανώσεως του υπάρχοντος οικισμού, ως είναι π.χ. ο καθορισμός της θέσης της οικοδομής εις τον προοριζόμενον δι’ Αγοράν χώρον», προκύπτει ότι:
(i) αφενός η «Αγορά» σκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών του συνολικού οικισμού (λόγω της επεκτάσεως και της οργανώσεώς του), δηλαδή ανάγκες αφενός συλλογικές, αφετέρου τοπικής υφής, συνεπώς αποτελεί κοινωφελή χώρο αρμοδιότητας του οικείου Ο.Τ.Α.
(ii) Αφετέρου, χωρίς την εν λόγω οριοθέτηση, ο συγκεκριμένος χώρος (για την ανέγερση «αγοράς») δεν θα είχε εγκριθεί ως «κοινωφελής», αλλά θα είχε παραμείνει ως κοινόχρηστος, όπως ήταν από την δημοσίευση του από 10/4/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959.
Είναι σαφές ότι, τόσο για τον Συνεταιρισμό, κατά τον χρόνο επίσπευσης της τροποποίησης του Ρ.Σ. του 1962, όσο και για την Διοίκηση που εξέδωσε το από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962 Ρυμοτομικό Διάταγμα, οριοθετημένος και, συνεπώς, ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ κοινωφελής χώρος ήταν ΜΟΝΟΝ ο χώρος προς ανέγερσιν αγοράς, και όλος ο άλλος χώρος ήταν κοινόχρηστος .
Συνεπώς, ο λοιπός χώρος, πλην του χώρου προς ανέγερσιν αγοράς, ανήκει στους κοινόχρηστους χώρους του οικείου Ο.Τ.Α. .
- Επικουρικώς προς την παραπάνω σκέψη, και για την περίπτωση που θα θεωρηθεί ότι, με το από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962 Ρ.Δ. ορίστηκαν εγκύρως «κοινωφελείς χώροι», έστω και χωρίς οριοθέτησή τους, αρμόδιος για το σύνολο των λειτουργιών που αναγράφονται στο Ε 30715/1962 Ρ.Σ., δηλαδή «αγοράς, εκπαιδευτηρίου, αθλητικών εγκαταστάσεων, κινηματοθεάτρου και παιδικού κήπου», είναι ο αρμόδιος Ο.Τ.Α., εφόσον όλες αυτές οι αναφερόμενες λειτουργίες σαφώς είναι κοινωφελείς, αφορούν τους κατοίκους της περιοχής και την «οργάνωση του οικισμού», και συνεπώς είναι τοπικές, και όχι πανελληνίου ενδιαφέροντος, εμπίπτουσες στο τεκμήριο αρμοδιότητας των Ο.Τ.Α., στις διατάξεις του άρθρου 102 παρ. 1 του Σ., όπως σήμερα ισχύει, και του άρθρου 75 του Ν. 3463/2006, όπως παρατέθηκαν παραπάνω .
Διαφορετική είναι η περίπτωση του εγκριθέντος κοινωφελούς χώρου, ο οποίος περιβάλλεται από κόκκινη ρυμοτομική γραμμή, ως «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς».
Ειδικότερα, στο ζήτημα εάν ο χώρος αυτός, κατ’ άρθρο 1 παρ. 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948, μεταβιβάστηκε «στο αρμόδιο για την ανέγερσή του νομικό πρόσωπο» και, σε καταφατική περίπτωση, ποιο είναι αυτό, λαμβάνονται υπόψη τα εξής: 
(i) Η εφαρμογή των παρ. 1, 2, 5 και 8 του άρθρου 1 του Ν. 690/1948, προϋποθέτει επίσπευση της τροποποίησης, επέκτασης κ.τ.λ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ. Ο ιδιοκτήτης πρέπει να είναι ιδιοκτήτης κατά την επίσπευση του σχεδίου, ή της αντίστοιχης τροποποίησής του Όμως, στον χώρο ο οποίος, το 1962, οριοθετήθηκε ως «χώρος αγοράς», ιδιοκτήτης, ήδη από την έκδοση του από 10/4/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959, ήταν ο οικείος Ο.Τ.Α. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση του 1962, ιδιοκτήτης παραμένει ο οικείος Ο.Τ.Α., αφού επισπεύδων την τροποποίηση του Ρ.Σ. του 1962 είναι ο Συνεταιρισμός, πρόσωπο διάφορο από τον ιδιοκτήτη (άρθρο 1 παρ. 4 του Ν.Δ. 690/1948).
(ii) Εάν, συνεπώς, το «αρμόδιο νομικό πρόσωπο» για την ανέγερση της αγοράς ήταν διαφορετικό από τον αρμόδιο Ο.Τ.Α., τότε, θα έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 30 του από 17/7/1923, και να απαλλοτριωθεί ο χώρος. Τέτοια απαλλοτρίωση, βεβαίως, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
(iii) Ανεξαρτήτως, όμως, των παραπάνω, ο επίμαχος χώρος, ο οποίος έχει οριστεί ως «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς», είναι κοινωφελής αρμοδιότητας του οικείου Ο.Τ.Α., αφού ως «αγορά» νοείται «προδήλως η δημοτική αγορά» (Α.Π. 499/1983 [ΝΟΒ/1984 (53)], ΣτΕ 1323/1995, ΕφΑθ 10184/1993). Συνεπώς, και στην περίπτωση που θα εφαρμόζονταν οι παρ. 1, 2, 5 και 8 του Ν. 690/1958, ο ορισθείς με (κόκκινη) οικοδομική γραμμή «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς» θα είχε περιέλθει στην κυριότητα του οικείου Ο.Τ.Α. (σήμερα: του Δήμου Κηφισιάς), αμέσως με την δημοσίευση του από 10/4/1959 Ρ.Δ., ΦΕΚ 73Α΄/23-4-1959.
Για τους λόγους που αναπτύσσονται στις παραπάνω, επάλληλες, στην ουσία τους, σκέψεις, ο ορισθείς με την τροποποίηση του από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962 Ρ.Δ. «χώρος προς ανέγερσιν αγοράς», όπως οριοθετείται στο εγκεκριμένο Ρ.Δ. Ε 30715/1962 με κόκκινη (οικοδομική) γραμμή εντός του χώρου Β, παρέμεινε, και μετά την τροποποίηση αυτή, να ανήκει στον οικείο Ο.Τ.Α., πλην όμως όχι ως κοινόχρηστος, αλλά ως δημοτική αγορά, δηλαδή ως κοινωφελής, πλέον, χώρος.
5.    Με το από 1/4/1966 Ρ.Δ. ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966, σε συνδυασμό με το εγκεκριμένο Ε6059/1966 Ρ.Σ., αποχαρακτηρίστηκε μέρος του χώρου Β, στην νοτιοανατολική γωνία αυτού, και μετατράπηκε σε οικοδομήσιμο χώρο, με αντίστοιχη επέκταση του Ο.Τ. 28.
6.    Με το από 28-4-1971 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971), ο χώρος Β, διατηρώντας κατά τα λοιπά, τα χαρακτηριστικά που είχε και στο από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962) φαίνεται να επανέρχεται στην αρχική του διάσταση, που είχε κατά την έκδοση του από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962), με αντίστοιχη μείωση του Ο.Τ. 28
Σχόλιο: Η επαναφορά των διαστάσεων του χώρου Β στις διαστάσεις που είχε και κατά το από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962) οφείλεται, πιθανότατα, στο ότι η Διοίκηση, κατά την έκδοση του από 1971 τροποποιητικού Ρ.Δ., χρησιμοποίησε ως «βάση» το σχεδιάγραμμα Ε 30715/1962, εγκεκριμένο με το από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962), και όχι το . Ε6059/1966, που είχε εγκριθεί με το από 1/4/1966 Ρ.Δ. ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966.
Πλην όμως, το από 28-4-1971 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971) ουδέποτε ακυρώθηκε, και συνεπώς παρήγαγε τα έννομα αποτελέσματά του, μέχρι την τροποποίησή του (η οποία επήλθε με το από 1/8/1977 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977), δυνάμει το «τεκμηρίου νομιμότητας των διοικητικών πράξεων» .
7.    Με το από 1/8/1977 Προεδρικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977), σε συνδυασμό και με τα (τέσσερα) εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχεδιαγράμματα αρ. Ε.24567/1977 [τα οποία φέρουν, στην επικεφαλίδα τους, την ένδειξη της σύνταξή τους από τον Συνεταιρισμό Βουλευτών «Η Πολιτεία»], τροποποιείται εν μέρει το Ρ.Δ. του χώρου Β, ως εξής:
Α) Αυξάνεται το Ο.Τ. 28, εις βάρος του Χώρου Β, αφού κοινόχρηστος χώρος, στην νοτιοανατολική γωνία του χώρου Β (καθώς και κοινόχρηστος χώρος πρώην εγκεκριμένης δημοτικής οδού), ενσωματώνονται στο Ο.Τ. 28, και καθίσταται οικοδομήσιμοι. Με τον τρόπο αυτό, με το από 1/8/1977 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977) αποχαρακτηρίζεται ακόμα μεγαλύτερος κοινόχρηστος χώρος στην νοτιοανατολική γωνία του χώρου Β, υπέρ της επεκτάσεως του Ο.Τ. 28, σε σχέση με εκείνον που είχε οριστεί με το 1/4/1966 Ρ.Δ. ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966.
Σχόλιο: Δεν τέθηκαν στην διάθεση της Γνωμοδότησης επαρκή στοιχεία, για το εάν οι κοινοχρηστοι χώροι που είχαν προστεθεί με τις τροποποιήσεις του 1966 και του 1977 αντιστάθμιζαν την μείωση του κοινοχρήστου χώρου Β, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. β΄ του Ν.Δ. 690/1948. Στην περίπτωση που δεν αντισταθμίζονται, οι χώροι του Ο.Τ. 28 που προέρχονται από αποχαρακτηρισμούς κοινοχρήστων χώρων (οδών, χώρου Β), ενόψει του χρόνου που πραγματοποιήθηκαν οι αντίστοιχες μεταβολές (1966, 1977), ανήκουν στην κυριότητα του Δήμου Κηφισιάς, και, ενόψει τυχόν γενομένης οικοδόμησής τους, πρέπει να προσκυρωθούν στις παρακείμενες ιδιοκτησίες. 
Β) Στο βορειοδυτικό άκρο του χώρου Β, όπως αυτός απεικονίζεται σε ένα από τα τέσσερα σχεδιαγράμματα παραπλεύρως των Ο.Τ. 20, 37Α και 69), αναγράφεται η ένδειξη «παιδική χαρά». Το γεγονός αυτό δεν προκύπτει ότι αντιστοιχεί σε «ρύθμιση» του από 1/8/1977 Ρ.Δ. (αφού ο χαρακτηρισμός «παιδική χαρά» δεν οριοθετείται καν, αλλά περιλαμβάνεται, «χύμα», στα όρια του χώρου Β), αλλά σε απλή καταγραφή – διαπιστωτικής φύσεως – του τοπογραφικού σχεδίου, απ’ όπου προκύπτει ότι, στον συγκεκριμένο χώρο, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έχει εγκατασταθεί «παιδική χαρά» (δηλαδή λειτουργεί ως κοινόχρηστος) . Το γεγονός αυτό έχει σημασία για την εφαρμογή, κυρίως, του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 690/1948, δηλαδή ότι, κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, τμήματα του χώρου Β διαμορφώθηκαν και λειτούργησαν ως κοινόχρηστα, ενώ ταυτόχρονα ο Συνεταιρισμός πουλούσε οικόπεδα στην περιοχή.
8.    Με την αρ. 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 Απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Τροποποίηση Ρυμοτομικού Σχεδίου Δήμου Κηφισιάς για τον χαρακτηρισμό χώρου του Ο.Τ. 78 ως σχολικού», σε συνδυασμό με το εγκεκριμένο «Τοπογραφικό και κτηματολογικό διάγραμμα χώρου αγοράς – σχολείου, αθλητικών εγκαταστάσεων στην Πολιτεία Κηφισιάς Ο.Τ. 78», τροποποιήθηκε το από Ρ.Δ. του χώρου Β, με σκοπό την χωροθέτηση «χώρου σχολείου», στο νοτιοδυτικό άκρο του χώρου Β.
Σχόλια: η απόφαση Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990), με τον τρόπο που εκδοθηκε και, εν συνεχεία, εφαρμόστηκε, γεννά πολλές αντιφάσεις και κενά. Αναφέρονται τα εξής:
1) Από τα δεδομένα που τέθηκαν υπόψη της παρούσας Γνωμοδότησης, δεν προκύπτει πότε, και με ποια ενδεχόμενη Τροποποίηση Ρ.Δ., ο χώρος Β χαρακτηρίστηκε ως Ο.Τ. 78. Σε κανένα από τα Ρ.Δ. που εκδόθηκαν μετά το από 1962 Ρ.Δ. (οπότε πρώτη φορά αριθμήθηκαν τα Ο.Τ. του οικισμού «Πολιτεία») δεν αναφέρεται τέτοια ονομασία .
2) Ο χώρος του σχολείου, με τον τρόπο που έχει χωροθετηθεί, επικαλύπτεται κατά ένα σημαντικό μέρος με τον χώρο της «αγοράς», όπως ο τελευταίος είχε χωροθετηθεί με το από 12-11-1962 Ρ.Δ./ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962, και επιβεβαιώθηκε με τα από 1/4/1966 Ρ.Δ. ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966, από 28-4-1971 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 104/Δ΄/15-5-1971) και από 1/8/1977 Προεδρικό Ρυμοτομικό Διάταγμα (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977). Από το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής Σχολικών Κητιρίων, όμως, δεν προκύπτει πρόθεση κατάργησης του εν λόγω «χώρου προς ανέγερσιν αγοράς», ο οποίος δεν αναφέρεται καθόλου (ΟλΣτΕ 632/1953).
3) Στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την απόφαση Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990), γίνεται μια αποτύπωση της υφισταμένης τότε κατάστασης του χώρου Β (με καταγραφή, κυρίως, αθλητικών εγκαταστάσεων, γηπέδων και πισινών), χωρίς καταγραφή του χώρου της αγοράς. Αλλά το εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα έχει διαπιστωτική απλώς αξία, και όχι ρυθμιστική. Δηλαδή δεν ισχύει ως (έστω και εκ πλαγίου) χωροθέτηση των εν λόγω χρήσεων, αφού καμία από τις χρήσεις αυτές δεν διαλαμβάνεται στο Πρακτικό της οριοθέτησης σχολικού χώρου, το οποίο είναι απολύτως περιορισμένου σκοπού, όπως και η απόφαση του Νομάρχη που εκδόθηκε βάσει αυτού, και δεν αναφέρεται στους εν λόγω κοινοχρήστους χώρους (ΟλΣτΕ 632/1953).
4) Κατ’ εφαρμογήν της απόφασης Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990) [για την οποία είχε εκφέρει αντιρρήσεις, πριν την έκδοσή της, αλλά στην συνέχεια την αποδέχτηκε] ο Συνεταιρισμός «παραχώρησε», με ανταλλαγή επιστολών (αρ. πρωτ. Γ1/Φ54182/1745/4-2-1991 Έγγραφο του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων/Δ/ση γηπέδων προς τον «Συνεταιρισμό Βουλευτών Η Πολιτεία και αρ. πρωτ. 45/28-2-1991 Έγγραφο του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία» προς τον Ο.Σ.Κ.), την έκταση που ορίστηκε ως χώρος σχολείου, στον Ο.Σ.Κ., όχι όπως ορίστηκε με την αρ. 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 Απόφαση, αλλά όπως αυτή τροποποιήθηκε με … προφορική συμφωνία των εκπροσώπων του Συνεταιρισμού και του Ο.Σ.Κ.!!! Δεν προκύπτει ότι συντάχθηκε συμβόλαιο, ούτε ότι μεταγράφηκε τέτοιο συμβόλαιο. Βεβαίως, με τον τρόπο αυτό, ο Συνεταιρισμός εμφανίζεται να συνομολογεί, έστω εμμέσως, την εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 5 και 8 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 690/1948 στον επίμαχο χώρο Β του ερωτήματος. Ωστόσο, η εν λόγω «παραχώρηση» του επιμάχου χώρου από τον Συνεταιρισμό στον Ο.Σ.Κ. είναι νομικά άνευ σημασίας, εφόσον, ακόμα και εάν δεχτούμε ότι εφαρμόστηκαν τα άρθρα 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948, η μεταβίβαση του «κοινωφελούς χώρου» στο «αρμόδιο για την ανέγερση του κοινωφελούς κτιρίου νομικό πρόσωπο» γίνεται εκ του νόμου (άρθρα 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948), και όχι με συμβόλαιο και μεταγραφή .
5) Κρίσιμο για την νομική εκτίμηση της κατάστασης είναι ότι, ο Συνεταιρισμός, το 1990, που εκδόθηκε η απόφαση Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990) δεν ήταν κύριος του χώρου [ήταν απλός νομέας], αφού κύριος ήταν ο Δήμος Κηφισιάς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, ο χώρος παρέμεινε στην κυριότητα του Δήμου Κηφισιάς και δεν μεταβιβάστηκε στον Ο.Σ.Κ.
6) Σε κάθε περίπτωση, η περίπτωση του χώρου του 7ου Δημοτικού Σχολείου, όπως ορίστηκε με την απόφασης Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990), διαφέρει από την περίπτωση των λοιπών μερών του χώρου Β, ακριβώς επειδή, ειδικά όσον αφορά τον χώρο αυτό, ο Συνεταιρισμός, θεωρών ότι εφαρμόζει τα άρθρα 1, 2, 5 και 8 του Ν.Δ. 690/1948, παρέδωσε την νομή του χώρου (την οποία, όντως, ασκούσε) στον Ο.Σ.Κ., δεν εμφανίζεται ως νομέας, και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση αγωγής κατ’ αυτού, ως ιδιώτη.
7) Για τον λόγο αυτό, το κεφάλαιο της ιδιοκτησίας του χωροθετηθέντος με την απόφαση Νομάρχη 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990) ως «χώρου σχολείου» δεν αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω έρευνας στο πλαίσιο της παρούσας γνωμοδότησης, αφού, όσον αφορά τον χώρο του 7ου Δημοτικού Σχολείου, δεν αποτελεί αντικείμενο αγωγής, δηλαδή δεν αποτελεί, κατά την εκτίμησή μας, αστικής φύσεως ζήτημα, αλλά κατά κύριο λόγο διοικητικής φύσεως, και ειδικότερα αυτεπάγγελτης έρευνας και αλληλογραφίας μεταξύ Υπηρεσιών, η οποία μπορεί να διευθετηθεί με την λήψη των κατάλληλων διοικητικών αποφάσεων και ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 5 του Ν. 1894/1990, η οποία απαιτεί την έκδοση απόφασης Νομάρχη .
* * *
Γ. Εμπράγματη αγωγή  
Στο παραπάνω νομικό και πραγματικό πλαίσιο, έννομη σημασία έχει η συμπεριφορά του Συνεταιρισμού κατά το μέρος που αντιποιείται και ασκεί την νομή των κοινοχρήστων, κοινωφελών ή και οικοδομήσιμων χώρων οι οποίοι, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, ανήκουν στον Δήμο Κηφισιάς, δηλαδή έχει εγκατασταθεί επ’ αυτών και ισχυρίζεται ότι είναι δικά του. Η αντιποίηση αυτή εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο στις δύο μείζονες περιοχές, και ιδιαίτερα στον χώρο Α και στον χώρο Β, κατά τις διακρίσεις που εξετάστηκαν παραπάνω.
Κατά το μέρος αυτό, χωρεί κατ’ αυτού αγωγή εμπράγματη, ήτοι η διεκδικητική αγωγή κατ’ άρθρο 1094 Α.Κ., το οποίο έχει ως εξής:
Άρθρο 1094 - Διεκδικητική αγωγή
Ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος.
Η αγωγή αυτή προκύπτει ως βάσιμη και έχουσα προοπτικές ευδοκίμησης, με βάση την ανάλυση των νόμων και των Ρ.Δ. της περιοχής, καθώς και των λοιπών στοιχείων του ιστορικού, που προηγήθηκε.
Η αγωγή αυτή διατίθεται ως μόνη επιλογή, ιδίως όσον αφορά τους κοινοχρήστους και τους κοινωφελείς χώρους του οικισμού, για τους οποίους ο Συνεταιρισμός ασκεί οποιασδήποτε μορφής κατοχή, ισχυριζόμενος ότι είναι δικοί του.
Αντιθέτως, όσον αφορά τους πρώην κοινοχρήστους χώρους (τμήμα του χώρου Β και το Ο.Τ. 25), οι οποίοι αποχαρακτηρίστηκαν και κατέστησαν οικοδομήσιμοι, χωρίς, όμως, να επανέλθουν στην κυριότητα του Συνεταιρισμού, ο Δήμος έχει επιλογή, είτε να τους διεκδικήσει με αγωγή, είτε (ιδίως στις περιπτώσεις που θα προκύψει οικοδόμησή τους από μακρού χρόνου) να τους προσκυρώσει στους βάσει τίτλων καλόπιστους κατόχους τους .
Παράλληλα, και ανεξάρτητα με τις παραπάνω ενέργειες, θα πρέπει να καταγραφούν με πληρότητα οι νησίδες, πλατείες και λοιποί κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι του Δήμου στην περιοχή της Πολιτείας, για την με συνέπεια και πληρότητα δήλωσή τους στο Κτηματολόγιο.
*  *  *
Επειδή μας τέθηκε ως ερώτημα, απαντάμε ότι, ακριβώς λόγω της αμφισβήτησης και άσκησης νομής από μέρους του Συνεταιρισμού, δεν προσφέρεται η αποβολή του με «Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής». Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 263/68 όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον α.ν. 317/68, ο Οικονομικός Έφορος (νυν Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. - άρθρο 2 του π.δ. 551/17-11-1988), ή ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας (βλ. άρθρο 9 παρ, 1β του π.δ. 551/1988), εκδίδει πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής "κατά του αυτογνωμόνως επιλαμβανομένου οιουδήποτε δημοσίου κτήματος (κοινοχρήστου χώρου, αιγιαλού, οδών κλπ.), ανεξάρτητα από τον χρόνο που έγινε η κατάληψη (βλ. άρθρο 15 του ν. 718/1977, με το οποίο ερμηνεύτηκε αυθεντικά η παρ. 1 του άρθρου 2 του πιο πάνω α.ν. 263/1968, Ευάγγ. Δωρής, Τα δημόσια κτήματα, τ. Α`, έκδ. 1980, σελ. 515). Κατά του πρωτοκόλλου, επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίησή της. Η ανακοπή εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό από το Ειρηνοδικείο του τόπου στον οποίο βρίσκεται το κτήμα. Αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση της ανακοπής δεν είναι η αναγνώριση της κυριότητας ή η προσωρινή ρύθμιση της νομής στην επίδικη έκταση, αλλά η κρίση για τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση του πρωτοκόλλου το οποίο ανακόπτεται σαν παράνομη διοικητική πράξη (Μον.Πρ.Ιωαν. 303/86, ΝοΒ 35,794, Μον.Πρ.Αθ. 509/87` Δ., 18, 679). … για το κύρος του πρωτοκόλλου, απαραίτητες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά είναι:
α) η κυριότητα του Δημοσίου επί του κτήματος,
β) η αναμφισβήτητη κατοχή του από το Δημόσιο και
γ) η αυτογνώμων κατάληψη του ακινήτου από τον καθού το πρωτόκολλο, με σκοπό απόκτησης δικαιωμάτων.
Αν λείπει έστω και μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, το πρωτόκολλο ακυρώνεται σε περίπτωση ανακοπής του από τον καθού (το πρωτόκολλο). Συνεπώς, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της έκδοσης του πρωτοκόλλου όταν ο καθού τούτο, κατέχει το κτήμα από πολλών ετών, γι` αυτό και ακυρώνεται το πρωτόκολλο (Τζίφρας, Ασφ. μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 581 επ., Ευάγγ. Δωρής, Τα δημόσια κτήματα, τ. Α`, έκδ. 1980, σελ. 515, ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΡΑΣ 15/1996 (ΑΡΧΝ/1997 (552), ΝΟΜΟΣ)).
*  *  *
Δ. Ενοχικές αγωγές
Επιπλέον της παραπάνω, εμπράγματης αγωγής, προκύπτουν και ενοχικές αξιώσεις του Δήμου Κηφισιάς για τους επίμαχους χώρους, ενόψει του ότι ο Δήμος Κηφισιάς προκύπτει κύριος επί των επιμάχων κοινοχρήστων χώρων, στρεφόμενες κατά του νομέα των επιμάχων Χώρων (Συνεταιρισμού), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1096 – 1199 Α.Κ. , οι οποίες έχουν ως εξής:
Άρθρο 1096 - Ευθύνη ως προς τα ωφελήματα
Ο νομέας ενέχεται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από το πράγμα μετά την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον ευθύνεται και για ωφελήματα που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα μετά την επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.
Άρθρο 1097 - Ευθύνη ως προς το πράγμα
Ο νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητά του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον άλλο λόγο.
Άρθρο 1098 - Κακόπιστος νομέας
Αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος, την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Δεν αποκλείεται περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία.
Άρθρο 1099
Αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.
Άρθρο 1100 - Καλόπιστος νομέας
Αν ο νομέας πήρε και εξακολούθησε να έχει καλόπιστα τη νομή του πράγματος, δεν ευθύνεται για το πριν από την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα ούτε σε απόδοση των ωφελημάτων του πράγματος ούτε σε αποζημίωση για τη χειροτέρευση ή καταστροφή του πράγματος ή την αδυναμία απόδοσής του.
Οι διατάξεις αυτές υπερισχύουν, ως ειδικές, των γενικών ενοχικών διατάξεων των άρθρων 904 επ. Α.Κ. (αδικαιολόγητος πλουτισμός), 914 επ. Α.Κ. (αδικοπραξίες) και των λοιπών διατάξεων του ενοχικού δικαίου.
Με την επιφύλαξη της προσκόμισης νέων στοιχείων, πέραν όσων έχουν τεθεί υπόψη της παρούσας Γνωμοδότησης, ο Συνεταιρισμός Βουλευτών εγκαταστάθηκε και παρέμεινε στην νομή των επιμάχων χώρων καταρχάς επωφελούμενος της ασαφούς και αντιφατικής διατύπωσης των Ρυμοτομικών Διαταγμάτων, και ιδίως των Ρυμοτομικών Διαγραμμάτων που προωθούσε ο ίδιος για έγκριση και έκδοση Ρυμοτομικών Διαταγμάτων, σε συνδυασμό με την δυσχέρεια ερμηνείας ορισμένων όρων του νόμου, όπως «κοινόχρηστος», «κοινωφελής», «αρμόδιο νομικό πρόσωπο» κ.τ.λ., οι οποίες ερμηνεύτηκαν παραπάνω. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι νομικές απόψεις και ερμηνείες που υποστήριξε ο Συνεταιρισμός για την παραμονή του στην κατοχή των εν λόγω χώρων διατυπώθηκαν και σε γνωμοδοτήσεις (λ.χ. από 9/12/1991 Γνωμοδότηση Βενάρδου), εισαγγελικές αποφάσεις (λ.χ. αρ. αρ. 28/1993 απόφαση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και την ταυτάριθμη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών) και γνώμες μειοψηφιών δικαστικών αποφάσεων (λ.χ. η μειοψηφία του ΣτΕ στην απόφαση 1323/1995), αποκλείει καταρχάς την επίκληση κακής πίστης του Συνεταιρισμού ως προς τους επίμαχους χώρους, άρα και την εφαρμογή του άρθρου 1098 Α.Κ.
Συνεπώς, η διεκδίκηση των ωφελημάτων θα πρέπει να στηριχτεί στο άρθρο 1096 Α.Κ., και θα έχει ως αφετηρία τον χρόνο άσκησης της αγωγής. 
Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, οι σχετικές ενοχικές αγωγές προσφέρονται και έχουν πιθανότητες ευδοκίμησης όσον αφορά τα ωφελήματα από τους χώρους στους οποίους ο Συνεταιρισμός ασκεί οποιαδήποτε μορφής νομή ή κατοχή, αφού, κατά τον νόμο και το καταστατικό του (όπως έχει αναλυθεί παραπάνω), τέτοια νομή και κατοχή σκοπεί στην εξυπηρέτηση των μελών του, και όχι του κοινωνικού συνόλου. Το ίδιο ισχύει και για όσους χώρους προκύψει ότι ο Συνεταιρισμός, αν και ορίζονται στα Π.Δ. ως «κοινωφελείς», κατ’ ουσίαν εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Από την σχετική αξίωση θα πρέπει να εκπέσει η αποζημίωση χρήσεως για όσους χώρους ο Συνεταιρισμός έχει παραχωρήσει σε τρίτους, όπως ο Δήμος Κηφισιάς, τρίτοι Σύλλογοι κ.τ.λ., ή στην περίπτωση του χώρου του 7ου Δημοτικού Σχολείου, το οποίο ο Συνεταιρισμός έχει παραδώσει στον Ο.Σ.Κ., αφού, έστω και με την κατ’ αυτόν τον τρόπο παράδοσή τους σε τρίτους φορείς, κατ’ ουσίαν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνεται ο κοινόχρηστος ή κοινωφελής σκοπός τους.
*  *  *
Για την πληρότητα της ανάπτυξης αναφέρονται και εξετάζονται εδώ οι διατάξεις περί «δαπανών» του νομέα, κατά τα άρθρα 1102 και 1103 Α.Κ., κατά τις οποίες:
Άρθρο 1102
Ο κακόπιστος νομέας, και από την επίδοση της αγωγής κάθε νομέας, έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τις αναγκαίες δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, μόνο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
Άρθρο 1103 - Επωφελείς δαπάνες
Για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες), έχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνο ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής διάστημα και μόνο εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος.
Κατά την εκτίμησή μας, θέμα εφαρμογής των διατάξεων περί δαπανών, στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται, κατά κύριο λόγο επειδή υπερισχύουν, ως ειδικές, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζόμενες, οι διατάξεις περί εισφοράς:
1) Ευθέως εφαρμοζομένου, του άρθρου 40 παρ. 5 του Ν.Δ. 3033 της 6/14-10-54 (Α 258). Περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων, όπου ορίζεται ότι η (χρηματική) εισφορά στην οποία υποχρεούται ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός μπορεί να καταβληθεί και με μορφή κατασκευής των έργων κοινής ωφελείας, και
2) ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, του άρθρου 42 περ. β) του Ν. 1337/1983, (… ο συνεταιρισμός… Θα κατασκευάσει και θα συντηρεί τα έργα υποδομής και γενικά τα κοινόχρηστα έργα), σε συνδυασμό με το άρθρο 18 Παρ. 4 εδ. β) του Π.Δ. 93/1987, κατά το οποίο: Η υποχρέωση του οικοδομικού συνεταιρισμού ή οικοδομικού οργανισμού για εισφορά σε χρήμα εξαντλείται με τις υποχρεώσεις του για τη μελέτη, κατασκευή και συντήρηση των έργων τεχνικής υποδομής στην ιδιοκτησία του.
*  *  *
Ε. Αναγκαίες διοικητικές ενέργειες
Πέραν των παραπάνω, αστικής φύσεως, αγωγών που διαθέτει ο Δήμος Κηφισιάς, σε σχέση με τους χώρους ιδιοκτησίας του, η επισκόπηση της διαδοχής των Ρυμοτομικών Διαταγμάτων, δείχνει σοβαρή ασάφεια και σύγχυση, αλλά και διάσταση με την υφισταμένη κατάσταση, η οποία έχει διαμορφωθεί στον επίμαχο χώρο, ως αποτέλεσμα της σύγχυσης για το νομικό του καθεστώς.
Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα οξύ όσον αφορά τον χώρο Β, όπου υπάρχει σοβαρό ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ των Ρυμοτομικών Διαγραμμάτων από 12/11/1962 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 168Δ/24-12-1962), από 1/4/1966 Ρ.Δ. ΦΕΚ 83/Δ΄/26-5-1966, και από 1/8/1977 Ρ.Δ. (ΦΕΚ 274/Δ/10-8-1977) αφενός και την αρ. 16712/501/5-7-1990 (ΦΕΚ 377/Δ΄/23-7-1990 Απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Τροποποίηση Ρυμοτομικού Σχεδίου Δήμου Κηφισιάς για τον χαρακτηρισμό χώρου του Ο.Τ. 78 ως σχολικού». Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα επίσημο Ρυμοτομικό Σχέδιο, στο οποίο να εμφαίνονται και οι δύο χρήσεις: σχολείου και αγοράς. Περαιτέρω, εάν ο χώρος Β, περιβαλλόμενος (μέχρι και σήμερα) αποκλειστικά με πράσινη γραμμή, είναι κοινόχρηστος, δηλαδή καταρχάς ελεύθερος, θα πρέπει να οριοθετηθούν οι επιτρεπόμενες κοινόχρηστες χρήσεις, και να τοποθετηθούν σε συνολικό σχεδιάγραμμα του χώρου Β, το οποίο θα υποβληθεί προς έγκριση.
Ανάλογα θα πρέπει να γίνουν ως προς τον χώρο Α, απ’ όπου θα πρέπει να αφαιρεθεί η οικοδομική γραμμή, και να χωροθετηθεί κάθε επιτρεπόμενο τοιχόν κοινωφελές κτίσμα, με επισημείωση, στο εγκεκριμένο σχέδιο, του σαφούς προορισμού του.
Οίκοθεν νοείται ότι ο Δήμος Κηφισιάς πρέπει να εγκατασταθεί στην κατοχή, την συντήρηση και λειτουργία των μη αμφισβητουμένων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων του οικισμού «Η Πολιτεία», και των αμφισβητουμένων, μετά την υπέρ αυτού οπωσδήποτε επίλυση της αμφισβήτησης.


Ατομική γνώμη του μέλους της Επιτροπής Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου
Συντάσσομαι με τη γνώμη των συναδέλφων ως προς την διαπίστωση ότι οι κοινόχρηστοι χώροι της περιοχής Πολιτείας Κηφισιάς από της ένταξης καθενός από αυτούς στο σχέδιο πόλης είναι δημόσια πράγματα.
Κατά τη γνώμη μου, η προστασία των δικαιωμάτων του δήμου Κηφισιάς πάνω στους κοινόχρηστους χώρους, πέραν των ζητημάτων κυριότητας, εγείρει ζητήματα διοικητικού, αστυνομικού και πολεοδομικού δικαίου καθώς και του δικαίου του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, διαφωνώ ως προς :
(Α) Το ζήτημα των χρήσεων γης, (σελίς 81 επ., ιδία σ. 88) που έχουν οριστεί για τους συγκεκριμένους χώρους κοινής χρήσης.
(Β) Την άποψη ότι είναι ασαφές το σχέδιο πόλεως (σ. 126 επ.) και ότι πρέπει να τροποποιηθεί για αυτό τον λόγο.
(Γ) Την ανάδειξη του ζητήματος της κυριότητας σε πρωτεύον ζήτημα αντί να προταχθούν τα διοικητικά και αστυνομικά μέτρα.

Ι) ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. διάκριση κοινοχρήστων πραγμάτων και κοινοχρήστων χώρων
Οι διατάξεις του ΑΚ για τα κοινόχρηστα πράγματα (966 και 977 ΑΚ) και οι διατάξεις των πολεοδομικών νόμων για τους κοινόχρηστους χώρους δεν ταυτίζονται.  (ΣτΕ 3056/1991).
Η κοινή χρήση είναι το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός πράγματος ως κοινόχρηστου πράγματος του ΑΚ ενώ το επιτρεπτό η μή της δόμησης είναι κριτήριο για τον χαρακτηρισμό από ποεοδομικής άποψης ενός πράγματος ως κοινόχρηστου χώρου (ΣτΕ 5930/1996, 319/2002, ΕΑ 11.520/1980).
2. ορισμός κοινοχρήστων χώρων
Σύμφωνα με το άρθρο 153 ΚΒΠΝ   (που κωδικοποιεί την νομοθεσία που ίσχυε ήδη κατά τον χρόνο ένταξης στο σχέδιο πόλης) τα πολεοδομικά διαγράμματα καθορίζουν α) τις οδούς και πλατείες, τους κοινόχρηστους κήπους, πρασιές και άλση και γενικά τους κοινόχρηστους χώρους που είναι αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς. β) τα οικόπεδα που είναι αναγκαία για την ανέγερση δημόσιων δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων κοινής ωφέλειας έργων και γ) τους οικοδομήσιμους χώρους και γενικά τη χρησιμοποίηση κάθε θέσης για ορισμένο κοινωνικό σκοπό.
3. δόμηση σε κοινόχρηστους χώρους
Οι κοινόχρηστοι χώρο υπόκεινται σε πολεοδομικούς περιορισμούς (24 παρ 1 και 2 Συντάγματος και 246 ΚΒΠΝ) για την προστασία του φυσικού οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλοντος και την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος.
Έτσι, η δόμηση στους κοινόχρηστους χώρους ρυθμίζεται από το άρθρο 246 ΚΒΠΝ   σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η ανέγερση οικοδομών. Κατ’εξαίρεση επιτρεπόταν μόνο η κατασκευή (α) για για τη διαμόρφωση του εδάφους, όπως κλίμακες, τοίχοι, διάδρομοι, κεκλιμένα επίπεδα, β) για τον εξοπλισμό τους, όπως στέγαστρα, αποχωρητήρια, περίπτερα, κιόσκια, τέντες, εγκαταστάσεις παιδότοπων και άθλησης, πάγκοι, γ) για τον εξωραϊσμό τους, όπως συντριβάνια, κρήνες, φανοί, δενδροφυτείες, ανθοδόχες, εγκαταστάσεις στήριξης φυτών και γενικά κατασκευές για την εξυπηρέτηση του προορισμού των χώρων αυτών. ... Όλες οι παραπάνω κατασκευές και εγκαταστάσεις πραγματοποιούνται από τον οικείο δήμο ή κοινότητα ή, μετά από άδεια του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες. ...
4. εγκατάσταση κοινωφελών εξυπηρετήσεων σε χώρο κοινής χρήσης.
Κατά τον χρόνο ένταξης στο σχέδιο πόλεως (άρθρο 2 παρ. 1 ν.δ. 17-7-1923) προβλεπόταν η εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών σε κοινόχρηστους χώρους.
Έτσι έπρεπε ν’ αποτυπώνονται στα εγκεκριμένα σχέδια «α) Τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους.»
Δηλαδή επιτρέπεται κατά τα ανωτέρω πάνω σε χώρο κοινής χρήσης να εγκατασταθεί κοινωφελής εγκατάσταση (εκκλησία ή σχολείο σε πλατεία κα).
Η θέση του κτιρίου στην τελευταία περίπτωση ορίζεται με πολεοδομικά κριτήρια και μόνο. Το περίγραμα όμως και οι διαστάσες του κτιρίου αποτελούν προϊόν άλλων μελετών (αρχιτεκτονική, κτιριοδομική κλπ).
Επειδή οι μελέτες αυτές δεν προαπαιτούνται της έκδοσης ή μεταρρύθμισης του πολεοδομικού διατάγματος, δεν είναι δυνατή η αυστηρή χωροθέτηση συγκεκριμένου κοινωφελούς κτιρίου (σχολείου κλπ) πράγμα το οποίο γίνεται από την αρχή που εκδίδει την απαιτούμενη οικοδομική άδεια με τοπικά και μόνο κριτήρια.
5. χρήσεις γης
Οι χρήσεις γης εισήχθηκαν για τις εντός σχεδίου πόλεως εκτάσεις από το ν.δ. 17-7-1923 (άρθρο 1, 2, 11 και 159 ΚΒΠΝ).
Ο ΓΟΚ του 1985 (ν. 1577/1985) όρισε τις χρήσεις γης για τα ιδιωτικά ακίνητα εντός σχεδίου πόλεως και το π.δ. 6/23-2-1987 εισήγαγε την τυπολογία αυτών.
Επισημαίνεται ότι το άρθρο 11 ν.δ. 17-7-1923 αναφέρεται στις χρήσεις γης των οικοδομήσιμων - ιδιωτικών «οικοπέδων» ενώ για την οργάνωση των οικισμών και την χρήση γης επί των χώρων κοινής χρήσης, δηλαδή τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται οι χώροι κοινής χρήσης και κοινωφελούς ρυθμίζουν τα άρθρα 1 και 2   του ως άνω ν.δ.
Μεταξύ άλλων (άρθρο 2 παρ. 1) πρέπει ν’αποτυπώνονται στα εγκεκριμένα σχέδια «α) Τας οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους.»
Κατά τον τρόπο αυτό υλοποιείται η επιταγή του ως άνω ν.δ. δηλαδή της ρύθμισης της χρήσης κάθε ακινήτου συνεπεία του οποίου είναι «ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου ο καθορισμός της θέσης των δημοσίων δημοτικών και κοινωφελών κτιρίων, ώστε αυτή να είναι η προσήκουσα ενόψει του σκοπού τον οποίο εξυπηρετούν όσο και της σχέσης τους προς τα λοιπά στοιχεία του σχεδίου πόλεως» (ΣτΕ Ολ. 813-814/2004).
Η ρύθμιση των χρήσεων γης μιας περιοχής είναι κανονιστική πράξη ενώ ο καθορισμός συγκεκριμένου ακινήτου είναι ατομική πράξη : «Διακρίνεται από την γενική ρύθμιση των χρήσεων γης μιας περιοχής με κανονιστική πράξη ο καθορισμός ορισμένου ακινήτου για συγκεκριμένη χρήση (π.χ. σχολείου κ.λ.π.) που επιχειρείται με την έγκριση, την τροποποίηση, την αναθεώρηση ή την επέκταση ρυμοτομικού σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης, δηλαδή με ατομική διοικητική πράξη.» 
6. κατασκευή έργων υποδομής
Ήδη το 1959, κατά τον χρόνο ένταξης της περιοχής στο σχέδιο πόλεως προβλεπόταν η υποχρέωση (άρ. 152 ΚΒΠΝ)   των δήμων και ιδιοκτητών να κατασκευάσουν και να συντηρήσουν τα έργα υποδομής και μάλιστα ότι σε κάθε περίπτωση οι ιδιοκτήτες επιβαρύνονται με μέρος τουλάχιστον των δαπανών για τη διαμόρφωση, κατασκευή και συντήρηση των οδών, πλατειών και λοιπών κοινόχρηστων χώρων που βρίσκονται μπροστά από τα οικόπεδά τους.
Ειδικότερα, με το άρ. 40 ν. 3033/1954 ρητά προβλέφθηκε ότι στην περίπτωση επέκτασης του σχέδιου πόλεως επιβάλλει ο δήμος εισφορά ίση με το τριάντα τοις εκατό της αξίας του πωλουμένου οικοπέδου για τα έργα υποδομής και για να εφαρμόσει το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως.
Ρητά προβλέφθηκε για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς ότι απαλλάσσονται της εισφοράς εφ` όσον αναλάβουν την υποχρέωσιν να εκτελέσουν ιδίαις δαπάναις μέσα στην έκτασή τους στην οποία επεκτάθηκε το σχέδιο πόλεως τα απαιτούμενα έργα κοινής ωφελείας, οίον οδοποιίας, υδρεύσεως, αποχετεύσεως, ηλεκτροφωτισμού κοινοχρήστων προκειμένου να τα παραδώσουν στον δήμο ο οποίος για τον λόγο αυτό δεν θα επέβαλε την εισφορά του 30 τοις εκατό.
***
ΙΙ) ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΘΕ ΧΩΡΟΥ
Α) 1. Όσον αφορά τον «χώρο Α», δηλαδή το Ο.Τ. 12, ήδη από του έτους 1954 (ΡΔ Ε 39673/1954 ΦΕΚ 304 Α 1954) καθιερώθηκε ως χώρος κοινής χρήσης και επομένως περιήλθε στον δήμο Κηφισιάς. Ανεξάρτητα από την τροποποίηση που έγινε με το ΡΔ Ε 31322/1955 (ΦΕΚ 206Α 1955), εκ νέου με το ΡΔ Ε2303/1959 (ΦΕΚ 59 Α 1959) καθορίζεται ως εντός σχεδίου μη οικοδομήσιμος χώρος κοινής χρήσης, που ανήκει δηλαδή στον δήμο Κηφισιάς. Η ίδια κατάσταση διατηρήθηκε με το ΡΔ 9750/1959 (ΦΕΚ 73 Α 1959).
Δηλαδή, το Ο.Τ. 12 ή «χώρος Α» ήταν ήδη χώρος κοινής χρήσης που ανήκε στον δήμο Κηφισιάς (ΦΕΚ 206 Α 1955) όταν για πρώτη φορά το έτος 1962 ορίζονται γι’ αυτό συγκεκριμένες χρήσεις γης : «Κεντρική πλατεία ....». Επειδή για τις κοινωφελείς χρήσεις «λέσχαι του πολιτικού κόσμου, σταθμός χωροφυλακής, τηλεφωνείο ...» απαιτείται η ανέγερση οικοδομών, ετέθη για πρώτη φορά «ερυθρά» οικοδομική γραμμή σε όλο τον χώρο της πλατείας (ΡΔ Ε 30715/1962, ΦΕΚ 18 Δ 1962).
Συνοψίζοντας, όταν εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης ο «χώρος Α» κατέστη κοινής χρήσης. Όταν ορίστηκαν συγκεκριμένες χρήσεις πάνω σ’ αυτόν, η διάθεση τους για την συγκεκριμένη χρήση θα γινόταν από τον δήμο Κηφισιάς και όχι από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους, τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Βουλευτών.
2. Όλοι γνωρίζουν ότι η έκταση αυτή πράγματι διαμορφώθηκε με τεχνικά έργα και έχει δοθεί στην κοινή χρήση σαν η κεντρική πλατεία της περιοχής.
Όπως όλοι γνωρίζουν επίσης έχουν ανεγερθεί οικοδομές που λειτουργούν με χρήσεις εκ πρώτης όψεως μη προβλεπόμενες, χωρίς να θίγεται εξ’ αυτού του λόγου ο χαρακτήρας του χώρου ως κοινόχρηστου – πλατεία   (ενδεικτικά ΣτΕ 395/1968).
Υπόψη ότι όλες οι χρήσεις γης (πλην της χρήσης «στέγαστρο») που προβλέπονται από το ισχύον Ρ.Δ. (λέσχαι του πολιτικού κόσμου – σταθμός χωροφυλακής – τηλεφωνείο), δεν έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Β) 1. Ειδικότερα, για το παλιό λατομείο ή «χώρο Β», η ένταξη στο σχέδιο πόλης έγινε στο 1959 με το ΡΔ 9750/1959 (ΦΕΚ 73 Α 1959) στο οποίο (α) ετέθη η «πράσινη» ρυμοτομική γραμμή, (β) απεικονίστηκαν μέσα στον χώρο αυτό ορισμένες διαμορφώσεις εδάφους (γήπεδο, κερκίδες κα) και ένα περίγραμμα «ερυθράς» οικοδομικής γραμμής στο βορεινό τμήμα του κατά την γνώμη μου για εκπαιδευτήριο.
Η ένταξη του χώρου Β με το καθεστώς του κοινόχρηστού χώρου έγινε το 1959 για να εξισορροπήσει το γεγονός ότι ταυτόχρονα καταργήθηκαν και έγιναν οικοδομικά τετράγωνα τρείς από τις έξι πλατείες που προέβλεπε το ΡΔ του έτους 1954 και προκειμένου να μην μειωθεί το ποσοστό πρασίνου του οικισμού  .
Ο χαρακτήρας της ως άνω έκτασης ως χώρος κοινής χρήσης, εκτός από την πρόθεση του νομοθέτη   συνάγεται και από το γεγονός ότι δεν ήταν οικοδομήσιμος γιατί δεν είχε τεθεί «ερυθρά» οικοδομική γραμμή.
Η απεικόνιση στο ίδιο Ρυμοτομικό Διάγραμμα διαφόρων διαμορφώσεων του εδάφους, ανοικτών αθλητικών εγκαταστάσεων, κερκίδων κλπ δεν αίρει τον χαρακτήρα της έκτασης ως χώρου κοινής χρήσης.
Ως χώροι κοινής χρήσης, με την ένταξή τους το πρώτον στο σχέδιο πόλεως το 1959 (ΦΕΚ 73 Α 1959) έγιναν χώροι κοινής χρήσης που ανήκαν στον δήμο Κηφισιάς.
Στην συνέχεια, με την τροποποιήση του έτους 1962, (ΡΔ Ε 30715/1962, ΦΕΚ 18 Δ 1962), ετέθη «ερυθρά» οικοδομική γραμμή για τον μείζον περιγραμμα του χώρου της αγοράς και ορίστηκαν συγκεκριμένες χρήσεις γης.
Σημειώνεται ότι από τις χρήσεις «παιδική χαρά», «κηποθέατρο», «αθλητικές εγκαταστάσεις» (με την μορφή και το περιεχόμενο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης έγκρισης) σαν ακάλυπτοι χώροι εντάσσονται στις διαμορφώσεις κοινοχρήστων χώρων που επιτρεπόντο κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Για τις υπόλοιπες δύο χρήσεις, δηλαδή «αγορά» (δημοτική αγορά) και «εκπαιδευτήριο» απαιτείτο η κατασκευή οικοδομής και για τον σκοπό αυτό τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο δύο φορές.
Η πρώτη, με το ΦΕΚ 18 Δ 1962, στην αιτιολογική έκθεση της οποίας αναφέρεται ρητά ότι αυτή γίνεται μόνο και μόνο για να κατασκευαστεί η «αγορά». Η δεύτερη τροποποίησε έγινε με την απόφαση 16712/5-7-90 (ΦΕΚ 377 Δ 1990) με την οποία ορίστηκε ο χώρος στον οποίο επιτρέπεται να κατασκευαστεί «εκπαιδευτήριο».
Εκτός από την υλοποίηση των δύο πιο πάνω χρήσεων επί του συγκεκριμένου ακινήτου, δεν μεταβλήθηκαν οι λοιπές προβλεπόμενες χρήσεις που συνεχίζουν να ισχύουν έως σήμερα.
Επαναλαμβάνεται η ίδια ανωτέρω παρατήρηση, ότι την παράδοση κοινόχρηστου χώρου σε κοινωφελή χρήση θα έπρεπε κατά νόμο να την κάνει ο δήμος Κηφισιάς.
2. Καθένας μπορεί να παρατηρήσει ότι πάνω στον ελεύθερο χώρο κοινής χρήσης έχουν ανεγερθεί πολλά κτίρια και εγκαταστάσεις. Πρέπει να ερευνηθεί αρμοδίως με ποίο τρόπο αυτά ανεγέρθησαν και ποίες χρήσεις λειτουργούν σήμερα στα κτίρια που έχουν ανεγερθεί και με ποιές διοικητικές πράξεις επετράπη η κατασκευή και λειτουργία τους.
Μετά απ’ αυτό θα καταστεί δυνατο να προταθεί ο τρόπος με τον οποίο θ’ ασκήσει ο δήμος Κηφισιάς τα δικαιώματά του στους κοινόχρηστους χώρους προκειμένου να ληφθούν τα επιβαλλόμενα αστυνομικά και διοικητικά μέτρα κατά περίπτωση.
Γ) Τέλος, πρέπει ν’αποτυπωθούν και να καταγραφούν οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις υποδομής (περιλαμβανομένων και των διαμορφώσεων των κοινοχρήστων χώρων) που έχει ενδεχομένως αναλάβει να κατασκευάσει ο Συνεταιρισμός Βουλευτών η Πολιτεία με μόνο σκοπό να τις παραδώσει στον δήμο Κηφισιάς. (άρ. 40 ν. 3033/1954)

ΙΙΙ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Α) Ως προς το ζήτημα των χρήσεων γης
Δεδομένου του οτι ομόφωνα κρίνεται από την παρούσα ότι οι χώροι κοινής χρήσης ανήκουν στον δήμο Κηφισιάς, πρέπει να διερευνηθεί πέραν των άλλων εάν οι οικοδομές που υπάρχουν μέσα στους κοινόχρηστους χώρους ανεγέρθηκαν και υφίστανται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες για τους συγκεκριμένους χώρους χρήσεις.
Την εγκατάσταση των προβλεπόμενων χρήσεων γης πρέπει να την επιτρέψει και υλοποιήσει ο δήμος Κηφισιάς και όχι ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών ο οποίος ανέλαβε, κατά τρόπο που δεν έχει περιέλθει σε γνώση των συντακτών της παρούσας γνωμοδότησης, την κατασκευή και λειτουργία των κοινωφελών εγκαταστάσεων.

Β) Ως προς το ότι είναι ασαφές το σχέδιο πόλεως
Η διάκριση μεταξύ χώρου κοινής χρήσης και χώρου κοινωφελών εγκαταστάσεων ενδιαφέρει κυρίως την διαδικασία ένταξης στο σχέδιο πόλεως.
Όπως προαναφέρθηκε, το σύνολο των κοινοχρήστων χώρων εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως και στην συνέχεια, όταν ήδη ήταν στα χέρια του δήμου Κηφισιάς, καθορίστηκαν συγκεκριμένες χρήσεις. Το ότι εκ των υστέρων ετέθη η οικοδομική γραμμή σε τίποτε δεν αλλάζε τον χαρακτήρα της έκτασης ως κοινόχρηστης – δημοτικής.
Αντίθετα, πρέπει να ερευνηθεί το πώς ανεγέρθηκαν κτίρια πάνω στις κοινόχρηστες εκτάσεις, εάν τα κτίρια αυτά τάσσονται για ικανοποίηση των προβλεπόμενων χρήσεων και εάν ανεγέρθησαν για λογαριασμό του δήμου Κηφισιάς ή άλλου ν.π.
Για όλ’ αυτά δεν απαιτείται κάποια τροποποίηση αλλά αντίθετα απαιτείται εφαρμογή των ρυθμίσεων του Σχεδίου Πόλεως. Σημειώνεται ότι όπου για να υλοποιηθεί η συγκεκριμένη χρήση απαιτήθηκε κάποια οικοδομή, τότε τέθηκε οικοδομική γραμμή και κατά τον τρόπο αυτό έγινε δυνατή η ανοικοδόμηση (αγορά, σχολείο).
Συγκεκριμένα, για τις χρήσεις «αγορά», «εκπαιδευτήριο» και «λέσχαι πολιτικού κόσμου, σταθμός χωροφυλακής, τηλεφωνείο» έχουμε χώρο ορισμένο με «ερυθρά» οικοδομική γραμμή μέσα στον οποίο μπορούν να ανεγερθούν. Τα δύο πρώτα μάλιστα (αγορά, σχολείο) έχουν υλοποιηθεί ενώ καμία από τις υπόλοιπες χρήσεις δεν έχει μέχρι σήμερα υλοποιηθεί.
Βεβαίως, όπου ετέθη «ερυθρά» οικοδομική γραμμή δεν γεννήθηκε η υποχρέωση κάλυψης όλης της επιφάνειας με την οικοδομή, αλλά αντίθετα η ανοικοδόμηση γίνεται ανάλογα με τις πολεοδομικές ανάγκες της περιοχής, ειδικά μελετημένες και αιτιολογημένες. Επί παραδείγματι, στο ΟΤ 78 του σχολείου δεν ανοικοδομήθηκε σχολείο σε όλη την έκτασή του χώρου του σχολείου αλλά μόνο στο τμήμα που η πολεοδομική μελέτη υπέδειξε.
Δεν υπάρχει καμία ασάφεια και μόνη ασάφεια θα μπορούσε να θεωρηθεί το άγνωστο ιστορικό της ανοικοδόμησης και λειτουργίας κτιρίων με χρήσεις που ουδόλως προβλέπονται από τον εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο.
Για τους πιο πάνω λόγους δεν απαιτείται τροποποίηση του Σ.Π. αλλά ακόμα και εάν τυχόν αυτή επιχειρηθεί θα πρέπει:
(ι) να μεταβάλει τις προβλεπόμενες χρήσεις γης μόνο επί τα βελτίω για τους κατοίκους και το περιβάλλον,
(ιι) ν’ αποδειχθεί ότι το ισοζύγιο των χώρων πρασίνου από την στιγμή της ένταξης έως σήμερα, μετά όλες τις τροποποιήσεις, βαίνει θετικό υπέρ του πρασίνου,
(ιιι) εάν τυχόν το ισοζύγιο δεν αποβαίνει θετικό, δηλαδή εάν - υποθετικά - έχουν μειωθεί οι χώροι πρασίνου με κάποια τροποποίηση χωρίς ν’ αντικαταστασταθούν με άλλους, τότε διατηρείται η κυριότητα του δήμου Κηφισιάς πάνω στις εκτάσεις που είχαν τον χαρακτήρα του κοινόχρηστου πράγματος.

Γ) Ως προς την λειτουργία των έργων υποδομής
Ο Συνεταιρισμός Βουλευτών βρίσκεται στην λειτουργία κοινοχρήστων χώρων και εκτάσεων επειδή από την εποχή που τους κατασκεύασε δεν αποφάσισε ο Δήμος Κηφισιάς ν’ αναλάβει την συντήρηση και λειτουργία όλων των κοινοχρήστων εγκαταστάσεων. Αυτό άλλωστε το επισημαίνει ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Βουλευτών κατά την διαδικασία ενώπιον του Εισαγελέα Πρωτοδικών και γι’ αυτό επιβάλλεται να ενεργήσει άμεσα ο Δήμος, αναλαμβάνοντας την αποκλειστική του αρμοδιότητα όπως οφείλει.

Συνοψίζοντας,
Έχω την γνώμη ότι πρέπει να ερευνηθεί εάν η υφιστάμενη κατάσταση είναι σύμφωνη με την πολεοδομική νομιμότητα και όχι να επιχειρηθεί να περιβληθεί με νομιμότητα η υφιστάμενη κατάσταση πράγμα που θα γινόταν εάν προτείνουμε τη τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως.
***


11) Συμπεράσματα
Για τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω, ο Δήμος Κηφισιάς έχει, κατά τη γνώμη μας, τις εξής αγωγές κατά του Συνεταιρισμού Βουλευτών «Η Πολιτεία» ΣυνΠ.Ε.
Ι. Διεκδικητική αγωγή κατ’ άρθρο 1094 Α.Κ., για τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους του οικισμού των οποίων ο εν λόγω Συνεταιρισμός ασκεί νομή ή κατοχή οποιασδήποτε μορφής. Τέτοιοι χώροι προκύπτουν:
Α) Ο χώρος Α, ο οποίος περικλείεται από πλατεία και εν συνεχεία (κατά ωρολογιακή φορά) τις οδούς Σόλωνος, Ασκληπιού και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος, στο σχέδιο που συνοδεύει το Διάταγμα Ρυμοτομίας Β.Δ. από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962, αριθμείται με τον αριθμό «12», περικλείεται από ρυμοτομική γραμμή (πρασίνου χρώματος) και οικοδομική γραμμή (κοκκίνου χρώματος) και φέρει τις εγγραφές: «Κεντρική Πλατεία / Λέσχαι του Πολιτικού Κόσμου της Χώρας / Σταθμός Χωροφυλακής / Τηλεφωνείον / Στέγαστρον». Παρά το ότι ο χώρος αυτός είναι διαμορφωμένος ως χώρος πρασίνου και πλατεία, είναι φανερό ότι ο Συνεταιρισμός ασκεί νομή επ’ αυτού, κυρίως από το γεγονός ότι εκμεταλλεύεται οικονομικά κτίριο που έχει ανεγερθεί στο Βόρειο τμήμα του εν λόγω χώρου.
Β) Ο χώρος Β, εκτάσεως κατά το μάλλον ή ήττον 39.900 τ.μ., που περικλείεται από πλατεία και εν συνεχεία (κατά ωρολογιακή φορά) τις οδούς Μίνωος, Δευκαλίωνος, Αριστοτέλους, Προέκταση Δεξαμενής προς Αριστοτέλους, Δεξαμενής, όριο προς Ο.Τ. 26 και 27 (μονοπάτι – σκαλάκια), Δεξαμενής και μέχρι την πλατεία, ο οποίος, εμφαινόμενος στα προηγούμενα ρυμοτομικά σχέδια ως «χώρος λατομείου» και, στο αρ. πράξεως εγκρίσεως Ε 30715/1962 εγκεκριμένο ρυμοτομικό Διάγραμμα που συνοδεύει το Β.Δ. από 12-11-1962/ΦΕΚ 168Δ΄/24-12-1962, όπου απεικονίζεται χωρίς αριθμό Ο.Τ., περικλείεται από ρυμοτομική γραμμή (πρασίνου χρώματος) και φέρει τις ενδείξεις «χώρος προοριζόμενος δι’ ανέγερσιν αγοράς, εκπαιδευτηρίου, αθλητικών εγκαταστάσεων, κινηματοθεάτρου, παιδικού κήπου», και περιλαμβάνει ένα μικρότερο χώρο, στην νοτιοδυτική πλευρά, πολυπλεύρου σχήματος και περιγεγραμμένου με οικοδομική γραμμή (κοκκίνου χρώματος) με την ένδειξη «χώρος ανεγέρσεως αγοράς», σήμερα, δε, χαρακτηρίζεται ως Ο.Τ. 78, και περιβάλλεται από τα Ο.Τ. 9 – 8 – 20 – 37Α, 69 – 30Α, 26 – 27 – 28 και κεντρική πλατεία Πολιτείας. Από τον χώρο αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί ο χώρος, τον οποίο ο Συνεταιρισμός έχει παραδώσει για το 7ο Δημοτικό Σχολείο, και του οποίου τα ακριβή όρια δεν έχουν τεθεί υπόψη της παρούσας Γνωμοδότησης.
Σημειώνεται ότι, για το ορισμένο της αγωγής, με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα, αλλά και για τον ειδικότερο καθορισμό του αντικειμένου της, καθώς και την εν συνεχεία αποδεικτική στήριξη του πραγματικού της, θα πρέπει να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ειδική και ορισμένη περιγραφή των χώρων, οι οποίοι θα πρέπει να απεικονίζονται σε διάγραμμα υπογεγραμμένο από την αρμόδια Τεχνική Υπηρεσία Κηφισιάς και, όπου χρειάζεται, και την Πολεοδομία Κηφισιάς, το οποίο θα ενσωματωθεί στην αγωγή, και για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να έχει καταγράψει – αποτυπώσει η αρμόδια υπηρεσία σε όλους τους υφιστάμενους χώρους, τα υφιστάμενα κτίσματα και τις υφιστάμενες κατασκευές, τυχόν οικοδομικές άδειες με τα στοιχεία της έκδοσής τους, όπως ποιος υπέβαλε την αίτηση, ποιος φέρεται ως ιδιοκτήτης, χρήσεις γης, άδειες λειτουργίας, κάτοχος, καθώς και γενικότερα στοιχεία για τα έργα που έχουν κατασκευαστεί, ποιος τα κατασκεύασε, κ.τ.λ.

ΙΙ. Ενοχική αγωγή: Για τους ίδιους χώρους, υφίστανται ενοχικής φύσεως αξιώσεις του Δήμου Κηφισιάς, για τα ωφελήματα του Συνεταιρισμού από την κατοχή των χώρων αυτών, σύμφωνα με τα άρθρα 1096 – 1100 Α.Κ. και ιδίως τα ωφελήματα του Συνεταιρισμού από την νομή και κατοχή των επιμάχων χώρων (στους οποίους θα αφορά η διεκδικητική αγωγή) από τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής κατ’ άρθρο 1096 Α.Κ.

ΙΙΙ. Πέραν τούτων, ο Δήμος Κηφισιάς, ως διοίκηση, θα πρέπει να προωθήσει τροποποίηση του υφισταμένου Ρυμοτομικού Σχεδίου, ώστε να αρθούν οι αντιφάσεις, οι ασάφειες και η διάσταση που παρατηρείται στην σημερινή κατάσταση των υφισταμένων Ρυμοτομικών Διαταγμάτων και συναφών διοικητικών πράξεων με τα οποία διαμορφώθηκε η σημερινή κατάσταση στην περιοχή Πολιτεία του Δήμου Κηφισιάς.
Ειδικότερα:
Ως προς τον χώρο Α, θα πρέπει να αφαιρεθεί η υφιστάμενη οικοδομική γραμμή, να χωροθετηθεί το υφιστάμενο κτίσμα, και να προσδιοριστεί με σαφήνεια ο προορισμός του ως κτιρίου κοινής ωφελείας, αρμοδιτότητας του Δήμου Κηφισιάς.
Ως προς τον χώρο Β, θα πρέπει ΑΜΕΣΑ να καταγραφούν οι υφιστάμενες κατασκευές και τα κτίσματα, να μελετηθούν ως προς την λειτουργικότητα και την συμβατότητά τους με την υφιστάμενη κατάσταση, ιδίως στο ζήτημα της οριοθέτησης στον ίδιο χώρο Δημοτικού Σχολείου και Αγοράς, να καθοριστούν με αιτιολογημένες πράξεις των αρμοδίων Επιτροπών και οργάνων οι λειτουργικές προτεραιότητες του χώρου Β και του οικισμού, και, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, να προωθηθεί τροποποίηση του Ρ.Δ., στην οποία να κατοχυρώνονται τεκμηριωμένα, με σαφή και ειδική τοποθέτησή τους στο διάγραμμα του χώρου και σαφή και ειδικό χαρακτηρισμό τους, οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, αρμοδιότητας του Δήμου Κηφισιάς. Ενόψει του ότι ο χώρος Β αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς από το 1959, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ουδεμία πράξη απαλλοτρίωσης χρειάζεται για τον σκοπό αυτό.
Κηφισιά, Ιούλιος του 2010
Οι γνωμοδοτούντες δικηγόροι

Last Updated on 27, Ιούλιου 2010
blog comments powered by Disqus